Σπύρος Ζουρτσάνος
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν φτάσει πλέον στο 50% των συνολικών δανειοδοτήσεων στις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Το 60% αυτών είναι επιχειρηματικά. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να δημιουργήσει μια εταιρεία
ειδικού σκοπού, που θα πάρει τα κόκκινα δάνεια, με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων δηλαδή, που μπορεί να στηρίξουν τις τράπεζες για μία ακόμα φορά…
Σκάνδαλο διαρκείας με πολλούς συνένοχους
Η δίνη στην οποία βρίσκεται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα άρχισε να εκδηλώνεται πριν δέκα χρόνια, όταν η χώρα μπήκε στην πιο μακροχρόνια και βαθιά κρίση της σύγχρονης ιστορίας της. Ως συνέπεια, οι πελάτες του -επιχειρήσεις και νοικοκυριά- βρέθηκαν στη θέση να μην μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Την ίδια περίοδο, κατέρρευσε και η οικονομία, με τις τράπεζες να διαγράφουν τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που είχαν στην κατοχή τους. Οι χρηματοδοτικές γραμμές στέρεψαν.Eπιβλήθηκαν έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων(capital controls) και η χώρα διολίσθησε σε νέα ύφεση.
Οι συστημικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν τρεις φορές από τότε που ξέσπασε η κρίση. Η τελευταία φορά ήταν το 2015. Σήμερα, το 50% των συνολικών δανείων από τις τέσσερις αποκαλούμενες «συστημικές» τράπεζες (Εθνική, Alpha, Πειραιώς και Eurobank), δηλαδή κάπου 88,6 δις ευρώ στα τέλη Ιουνίου, ανήκουν στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων, με ένα ποσοστό της τάξης του 60% να είναι επιχειρηματικά.
Στο μεταξύ, οι φορολογούμενοι έχουν δώσει σχεδόν 50 δισ. ευρώ άμεσα και πολλαπλάσια έμμεσα τα τελευταία δέκα χρόνια για να επιβιώσουν οι τράπεζες. Το ελληνικό δημόσιο τις χρηματοδότησε μέσω της ανακεφαλαιοποίησης, με αντάλλαγμα σχεδόν το 89% της μετοχικής σύνθεσης τους. Ακολούθησε ένα άγριο παιχνίδι κερδοσκοπίας, με σκοπό να χάσουν την αξία τους οι μετοχές του δημοσίου και να περάσει ο απόλυτος έλεγχος των τραπεζών σε funds του εξωτερικού, κυρίως ευρωπαϊκά ή αμερικάνικα. Ταυτόχρονα, ανώτατα στελέχη των παραπάνω τραπεζών σε αγαστή συνεργασία με τα funds, έχουν συστήσει…άλλα funds και αγοράζουν μαζικά κόκκινα, αλλά και πράσινα δάνεια από τις δικές τους τράπεζες! Το πρωτοφανές αυτό αλισβερίσι γίνεται υπό καθεστώς πλήρους ασυλίας από τους Ευρωπαίους δανειστές, την Τράπεζα της Ελλάδος — και με το αζημίωτο για τα ταμεία των κομμάτων εξουσίας.
Τα funds αγοράζουν –συχνά με τίτλους, χωρίς ρευστό– δάνεια σε εξευτελιστικές τιμές, που συνήθως δεν φτάνουν ούτε καν το 5% της ονομαστικής αξίας τους. Ποντάρουν όμως στο ότι έτσι, ακόμη κι ένα ελάχιστο 20% επί της ονομαστικής αξίας να εισπράξουν μελλοντικά, θα αποκομίσουν εξαιρετικά υψηλό κέρδος. Αυτός είναι και ο στόχος τους
Το σχέδιο που επεξεργάζεται η κυβέρνηση ισοδυναμεί με διπλό «δώρο» στους τραπεζίτες και νέα δυσβάσταχτα βάρη για τον λαό
Η πρόσφατη απότομη πτώση των τιμών τραπεζικών μετοχών πυροδότησε έντονες συζητήσεις αναφορικά με την αιτία τους, τις επιπτώσεις που έχουν οι μεταβολές αυτές και μια συζήτηση σχετικά με μια εναλλακτική διαχείριση, που θα μπορούσε να αποφύγει τέτοιες εξελίξεις.
Έτσι, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εξετάζει την μεταβίβαση μέρους προβληματικών, «κόκκινων» δανείων από το χαρτοφυλάκιο των τραπεζών σε ένα κρατικό φορέα, κάνοντας ένα ακόμα μεγάλο δώρο στους τραπεζίτες. Σκοπεύει, δηλαδή, να δημιουργήσει μια «εταιρεία ειδικού σκοπού» η οποία, με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, θα «ελαφρύνει» τις τράπεζες από τα κόκκινα δάνεια.Το οικονομικό επιτελείο της και μετά από σχετική πρόταση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, διερευνά τη δυνατότητα της δημιουργίας ενός τέτοιου σχήματος, το οποίο στη γλώσσα της τραπεζικής αγορά «βαφτίζεται» APS(Σχέδιο Προστασίας Ενεργητικού). Σε αυτή την …εταιρεία, οι τράπεζες θα «ξεφορτώνουν» μέρος των κόκκινων δανείων.
Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια για τους τραπεζίτες δηλαδή. Και τα «κόκκινα» δάνεια θα ξεφορτωθούν και ρευστό θα πάρουν…Οι εταιρείες ειδικού σκοπού θα παίρνουν τα «κόκκινα» δάνεια και θα δίνουν ομόλογα, τα οποία θα έχουν την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου! Το Δημόσιο μπαίνει στη θέση του εγγυητή και αναλαμβάνει όλο το «ρίσκο» της μη αποπληρωμής του «κακού δανείου», την ίδια στιγμή που οι τράπεζες θα τα αφαιρούν από τους ισολογισμούς τους, εμφανίζοντας θετικά ισοζύγια! Τα δε ομόλογα με κρατικές εγγυήσεις, οι τράπεζες θα τα διαθέτουν στην αγορά. Θα παίρνουν ρευστό, ενώ στην αντίπερα όχθη το ελληνικό δημόσιο θα καλείται να πληρώσει την αξία του ομόλογου ακόμα στην περίπτωση που δεν πληρωθεί το «κόκκινο» ή «κακό» δάνειο!
Με λίγα λόγια, προ των πυλών βρίσκεται ο άμεσος κίνδυνος μιας νέας σημαντικής αύξησης του δημόσιου χρέους και πάλι για τα «μάτια» των τραπεζών. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ακόμα κρατική ενίσχυση των ελληνικών συστημικών τραπεζών, με το λογαριασμό να πηγαίνει απευθείας στον λαό. Αρχικά, γιατί μία του εκδοχή προβλέπει τη χρησιμοποίηση των 24,1 δισ. ευρώ από το μαξιλάρι ρευστότητας που δημιουργήθηκε με το υπόλοιπο του τρίτου δανείου και άλλα κεφάλαια, έτσι ώστε να είναι εξασφαλισμένη η κάλυψη των δανειακών αναγκών της ελληνικής κυβέρνησης τους 22 επόμενους μήνες. Δεδομένου,όμως, ότι το οικονομικό κλίμα επιδεινώνεται, με την απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου την Πέμπτη 4 Οκτωβρίου να φτάνει το 4,5%, προκύπτει το εξής ερώτημα: Από πού θα καλύψει τις δανειακές του ανάγκες το δημόσιο αν (και) αυτό το αποθεματικό πάει στην μαύρη τρύπα των τραπεζών; Αφήστε που τότε θα αποκαλυφθεί ότι το μαξιλάρι ρευστότητας χτίστηκε για να κοιμούνται ήσυχοι οι τραπεζίτες και νέα και πιο αιματηρά προγράμματα λιτότητας θα περάσουν τον λογαριασμό στους φορολογούμενους.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη της «δευτερογενούς αγοράς» «κόκκινων» δανείων κάτω από κρατική «ομπρέλα» και προστασία για τους «επενδυτές» έρχεται να σφίξει ακόμη περισσότερο τη «θηλιά» των πλειστηριασμών απέναντι στη λαϊκή στέγη, ενώ παράλληλα υπόσχεται νέα κέρδη για τους εμπλεκόμενους σε αυτή. Σε αυτό το πλαίσιο, προκρίνονται σενάρια επιτάχυνσης των διαδικασιών μαζικών πλειστηριασμών που θα επιτρέψουν στις τράπεζες να ξεφορτωθούν μια ώρα αρχύτερα τα κόκκινα δάνεια .Το δήλωσε άλλωστε και ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, χαρακτηρίζοντας ως διστακτική τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και, κατά συνέπεια, ως αιτία του κακού την ολιγωρία των τραπεζών.
Και ενώ πλέον πέφτουν οι μάσκες της λεγόμενης «δίκαιης ανάπτυξης», από τη μια οι τράπεζες θα κατεβάζουν ολοένα και περισσότερο το «άτυπο» όριο για τη διενέργεια των πλειστηριασμών και, από την άλλη, η κυβέρνηση θα προχωρά και σε νέα μέτρα θωράκισης της κερδοφορίας τους. Χαρακτηριστική είναι η τροπολογία που ψηφίστηκε την περασμένη εβδομάδα σε νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, προβλέποντας το «δικαίωμα πρόσβασης» στα φορολογικά στοιχεία των φορολογουμένων από τις κάθε είδους «διατραπεζικές εταιρείες διαχείρισης δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς». Ουσιαστικά, πρόκειται για την ικανοποίηση της πάγιας αξίωσης των τραπεζιτών αναφορικά με την πρόσβαση της «Τειρεσίας» -κοινή θυγατρική εταιρεία των τραπεζών που τηρεί τα στοιχεία των δανειοληπτών με «κόκκινα» δάνεια- στα φορολογικά στοιχεία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Η ουσία είναι πως το «ασανσέρ» στις χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών είναι αντανάκλαση –ως έναν βαθμό– του αντικειμενικού προβλήματος των τραπεζών: Η κεφαλαιακή τους βάση δεν είναι επαρκής, ενώ η αποπληρωμή των «κόκκινων» μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν είναι βέβαιη.
Γι’ αυτόν το λόγο, οι τράπεζες δυσκολεύονται να αντλήσουν κεφάλαια απ’ τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Για παράδειγμα, ο όμιλος της Πειραιώς αντιμετωπίζει δυσκολίες στην άντληση κεφαλαίων μέσω της προωθούμενης έκδοσης ομολόγου, ενώ η πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αν και με «ελαστικά κριτήρια», έχει θέσει χρονικό όριο για την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης μέχρι το τέλος του έτους. Το συγκεκριμένο προς αναζήτηση ομόλογο στηρίζει τα κεφάλαια της τράπεζας, ωστόσο βρίσκεται ψηλά στη λίστα με την ταξινόμηση τυχόν «κουρεμάτων» σε περίπτωση κραδασμών και βέβαια θεωρείται υψηλού ρίσκου από τους «επενδυτές», που με τη σειρά τους θα το αποδέχονταν μόνο με την πληρωμή μεγάλων επιτοκίων. Σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζεται το ενδεχόμενο αύξησης της κρατικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της συγκεκριμένης τράπεζας μέσω «μετατρέψιμων ομόλογων σε μετοχές» που διαθέτει από προηγούμενα πακέτα κρατικών ενισχύσεων.
Σε κάθε περίπτωση, τα «κόκκινα» δάνεια αντανακλούν μια επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης στο τραπεζικό σύστημα. Μεγάλο μέρος των κεφαλαίων που δάνεισαν οι τράπεζες είτε με τη μορφή επιχειρηματικών είτε με τη μορφή στεγαστικών, έχουν χαθεί. Ωστόσο, μεγάλο μέρος αυτής της καταστροφής κεφαλαίων δεν έχει ακόμα «περάσει» στους ισολογισμούς των τραπεζών, γεγονός που θα επιδεινώσει την οικονομική τους θέση.Για το λόγο αυτό, το ενδεχόμενο ανάγκης ενός νέου πακέτου κρατικής στήριξης των τραπεζών είναι ανοικτό, έστω και αν είναι απαγορευτικό με βάση το ευρωπαϊκό πλαίσιο λειτουργίας του κλάδου που επιβάλει την υποχρεωτική συμμετοχή κατά πρώτο λόγο των μετόχων αλλά και των καταθετών(κούρεμα καταθέσεων). Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό το μίνι κραχ ακολούθησε την υποτιθέμενη άρση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων…
Οι «κακοί» κερδοσκόποι και οι «καλοί» επενδυτές
Κυβέρνηση και τραπεζικοί κύκλοι υπενθυμίζουν ότι οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία τα τελευταία τεστ αντοχής. Ωστόσο, αν είχαν υλοποιηθεί με τα κριτήρια του 2015, οι τρεις από τις τέσσερις τράπεζες θα είχαν «κοπεί». Με άλλα λόγια, πρώτα χαμήλωσαν τον πήχη και μετά πέρασαν με επιτυχία οι ελληνικές τράπεζες, καμαρώνοντας και συγχαίροντας εαυτούς και αλλήλους για τον άθλο τους με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Και στο παρελθόν, πριν ο ελληνικός λαός αναγκαστεί να βάλει το χέρι στις τσέπες για να σώσει τις τράπεζες (2012, 2013 και 2015) είχαν προηγηθεί τεστ αντοχής και πανηγυρικές δηλώσεις τραπεζικών στελεχών και κυβερνητικών αξιωματούχων για τις καλές προοπτικές των ίδιων των τραπεζών και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικονομίας.
Οι δε «κακοί κερδοσκόποι» που καταγγέλλουν τα κυβερνητικά επιτελεία δεν είναι άλλοι από εκείνους που τα ίδια πλασάρουν ως πολύτιμους και ευπρόσδεκτους επενδυτές. Τους συνάντησε, άλλωστε, ο ίδιος ο Τσίπρας με το επιτελείο του στο περιθώριο της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη μόλις την προ-προηγούμενη εβδομάδα, ενώ το ίδιο έκανε και αυτή την εβδομάδα ο Τσακαλώτος στην Ασία. Μάλιστα, κύριο αντικείμενο σε αυτές τις συζητήσεις ήταν οι τραπεζικές ευκαιρίες που υπάρχουν στην Ελλάδα για τους επενδυτές.
Αξίζει, επίσης, να σημειώσουμε ότι δεν είναι τυχαίο πως ένα από τα αποτελέσματα αυτών των επαφών ήταν η αναβάθμιση του Αλ. Φλαμπουράρη σε κυβερνητικό γκαουλάιτερ των τραπεζών. Διότι μπορεί ο εν λόγω κύριος να μην έχει ιδέα από τραπεζική αλλά, λόγω της εργολαβικής προϊστορίας του, θεωρείται ιδανικός για να επιτηρεί τις συμφωνίες της κυβέρνησης με τους επενδυτές στο παρασκήνιο.
Έρμαια των διεθνών εξελίξεων και αναταράξεων
Η οικονομία στην Ελλάδα είναι τόσο ασταθής που αρκεί ένα ελαφρύ σοκ για να την απορυθμίσει.Η πρόσφατη αναταραχή στο χρηματιστήριο αποδεικνύει πως το κλίμα εφησυχασμού και κανονικότητας, το οποίο προσπαθεί να καλλιεργήσει η κυβέρνηση, είναι τελείως επίπλαστο. Οι κινήσεις στις τραπεζικές μετοχές δεν έχουν μόνο στενό οικονομικό περιεχόμενο. Αφορούν τόσο τον έλεγχο του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και την επιρροή στην εγχώρια οικονομία, όσο και ευρύτερες πιέσεις που σχετίζονται με τη στάση της χώρας σε διεθνή ζητήματα απ’ τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή.
Συνολικά, το ζήτημα της διαχείρισης της υπερχρέωσης και ελεγχόμενης απαξίωσης των δανεισμένων κεφαλαίων, δεν αφορά μόνο τον οίκο μας. Αφορά κράτη και τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο ,με πρόσφατη εκδήλωσή του τις εξελίξεις στην Ιταλία.. Η υπερχρέωση κρατών, επιχειρήσεων, λαϊκών καταναλωτών δεν είναι τίποτα άλλο παρά έκφραση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Η χρηματοδότηση της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα τελικά συνδέεται άμεσα με την αντιπαράθεση Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας στην Ευρωζώνη, με τις αντιθέσεις ΕΕ – ΗΠΑ και γενικότερα με τη διαχείριση της υπερχρέωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι εξελίξεις το επόμενο διάστημα ως αβέβαιες μπορούν να χαρακτηριστούν σαν συνάρτηση της πορείας τόσο της εγχώριας όσο και της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, της πιθανότητας εκδήλωσης νέας κρίσης και των πιέσεων που ασκούνται στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Η κυβέρνηση θα επιτείνει τις προσπάθειές της να μεταφέρει το βάρος της κρίσης στα λαικά νοικοκυριά, επιταχύνοντας πρωτίστως τους πλειστηριασμούς. Δεν είναι τυχαίο πως όλοι, ΕΕ, κυβέρνηση, ΣΕΒ, ΔΝΤ, συμφωνούν σ’ αυτό. Στην ίδια γραμμή, η Νέα Δημοκρατία εγκαλεί την κυβέρνηση για διαχειριστική ανικανότητα, αναποτελεσματικότητα και τυχοδιωκτισμό, που φρενάρουν τη δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης, κρατώντας τη χώρα «εκτός αγορών».