Γιώργος Παυλόπουλος
Το αμερικανικό σχέδιο για την περιοχή
Επιταχύνεται η υλοποίηση του σχεδίου της Ουάσινγκτον για πέρασμα όλων των βαλκανικών χωρών στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ, αποκλείοντας τη Ρωσία — η οποία, από την πλευρά της, διεκδικεί αναγνώριση του ηγεμονικού της ρόλου στη Συρία. Ορατός και σοβαρός ο κίνδυνος αναζωπύρωσης όλων των «εν υπνώσει» εθνικισμών στην περιοχή και ξεσπάσματος νέων πολεμικών συγκρούσεων.
Αυτές τις ΗΠΑ «τιμά» η κυβέρνηση στη ΔΕΘ
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, φυσικά με τη σύμφωνη γνώμη της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ και εκφράζοντας τις ανάγκες και επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου, ετοιμάζεται να τιμήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, που ξεκινά την ερχόμενη εβδομάδα. Oι Αμερικανοί, από την πλευρά τους, έχοντας βρει πρόσφορο έδαφος στην Αθήνα και με δεδομένο το ρήγμα στις σχέσεις τους με την Άγκυρα, προχωρούν ταχέως στην υλοποίηση του σχεδίου τους να μετατρέψουν την Ελλάδα σε στρατηγείο για την εξυπηρέτηση των ιμπεριαλιστικών τους επιδιώξεων, αλλά και σε προκεχωρημένη βάση ελέγχου της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και της νοτιοανατολικής Μεσογείου — προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των ανταγωνιστών τους και κυρίως της Ρωσίας και της Κίνας.
Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο στον νέο προϋπολογισμό των ΗΠΑ, ο οποίος εγκρίθηκε την περασμένη εβδομάδα, περιλαμβάνεται ένα ποσό ύψους 47,8 εκατομμυρίων δολαρίων για την αναβάθμιση της βάσης τους στη Σούδα. Πλέον, είναι φανερό ότι το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» θα αποτελέσει –στο πολύ κοντινό μέλλον– το βασικό ορμητήριο της αμερικανικής πολεμικής μηχανής, αντικαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό τις λειτουργίες που εξυπηρετούσε μέχρι σχετικά πρόσφατα η βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία. Παράλληλα, όπως είναι γνωστό, Τσίπρας και Καμμένος εμφανίζονται πρόθυμοι να παρέχουν κάθε είδους διευκόλυνση προς τις ΗΠΑ — με αναβάθμιση των υπαρχόντων υποδομών ή/και τη δημιουργία νέων βάσεων σε Αλεξανδρούπολη, Άραξο, Κύθηρα και αλλού, ακόμη όμως και με την εγκατάσταση επί ελληνικού εδάφους πυρηνικών κεφαλών.
Όλα αυτά είναι που «τιμά» η κυβέρνηση στη ΔΕΘ. Καθαρά και ξάστερα.
Ενεργός η εμπλοκή τόσο της Τουρκίας όσο και τις Ελλάδας στις εξελίξεις και τις αναδιατάξεις του γεωπολιτικού σκηνικού
Η είδηση έχει προκαλέσει, αναμφίβολα, αίσθηση: Οι πρόεδροι της Σερβίας και του Κοσόβου, οι οποίοι τη δεκαετία του ’90 είχαν βρεθεί αντιμέτωποι στα πεδία του πολέμου και θα σκότωναν ευχαρίστως ο ένας τον άλλο, εάν συναντούνταν κατά πρόσωπο, τώρα διαπραγματεύονται κάτι που μέχρι πρόσφατα έμοιαζε αδιανόητο — την ανταλλαγή εδαφών (μαζί και πληθυσμών) ανάμεσα στις χώρες τους, ώστε να ολοκληρωθεί με συναινετικό τρόπο η εθνοκάθαρση η οποία έχει συντελεστεί βίαια τις τελευταίες δύο δεκαετίες!
Όπως αναφέρουν οι πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει μέχρι στιγμής, ειδικά μετά τη συνάντηση του Αλεξάντερ Βούτσιτς και του Χασίμ Θάτσι στο αυστριακό Τιρόλο το περασμένο Σαββατοκύριακο, το σχέδιο που έχει πέσει στο τραπέζι μοιάζει απλό: Να περάσουν στην κυριαρχία της Πρίστινα ορισμένες περιοχές της νότιας Σερβίας όπου πλειοψηφεί το αλβανικό στοιχείο (κυρίως στο Πρέσεβο και το Μπουγιάνοβατς), με αντάλλαγμα το Βελιγράδι να αποκτήσει τον έλεγχο των θυλάκων στο βόρειο Κοσυφοπέδιο όπου κυριαρχούν οι Σέρβοι (Μιτρόβιτσα). Πρόκειται, όπως είναι φανερό και ανεξαρτήτως της φόρμουλας η οποία θα εξευρεθεί, για μια αλλαγή των συνόρων που χαράχθηκαν στα Βαλκάνια μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Για την ακρίβεια, η αλλαγή έχει ήδη ξεκινήσει. Δεν έχουν περάσει, άλλωστε, παρά λίγες ημέρες από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις στα Τίρανα και την Πρίστινα αποφάσισαν ουσιαστικά να καταργήσουν τη συνοριακή γραμμή ανάμεσα σε Αλβανία και Κόσοβο, από την 1η Ιανουαρίου 2019. Η είδηση, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της σερβικής μειονότητας στο δεύτερο, η οποία προανήγγειλε ότι θα προχωρήσει στη δική της μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας, που θα συνοδεύεται από μέτρα για την ένωση με τη Σερβία.
Υπό αυτό το πρίσμα και την απειλή να ξεσπάσουν άμεσα πολεμικές συγκρούσεις, ο διάλογος Βούτσιτς-Θάτσι για μια συναινετική μοιρασιά θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως ένα ελπιδοφόρο και ειρηνικό μήνυμα. Μόνο που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Η διαδικασία διεξάγεται υπό την υψηλή εποπτεία των Αμερικανών, οι οποίοι διαμήνυσαν προς κάθε κατεύθυνση να μην υπάρξουν αντιρρήσεις και εμπόδια στην περίπτωση που επιτευχθεί η συμφωνία. Μια συμφωνία την οποία επιδιώκουν, θεωρώντας ότι η «αναδιάταξη» ή «διόρθωση» των συνόρων (αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται, για ευνόητους λόγους) εξυπηρετεί το συνολικό σχέδιό τους για την περιοχή, την οποία θέλουν να συγκροτήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείεται η υπαγωγή της στη σφαίρα επιρροής των ανταγωνιστών τους και κυρίως της Ρωσίας.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται, όπως είναι γνωστό, και η ασφυκτική πίεση την οποία έχει ασκήσει η Ουάσινγκτον προκειμένου να βρεθεί λύση στη διένεξη Αθήνας-Σκοπίωνπου οδήγησε στην πρόσφατη συμφωνία των Πρεσπών. Μεθοδεύουν, μάλιστα, εδώ και μήνες, ένα ιδιόμορφο πραξικόπημα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας ώστε να γίνει αποδεκτή η συγκεκριμένη συμφωνία, έχοντας αναγκάσει τους προστατευόμενούς της Αλβανούς να την στηρίζουν και στριμώχνοντας με κάθε τρόπο τους εθνικιστές του VMRO-DPMNE που έχουν δηλώσει ότι θα την καταψηφίσουν, τόσο στη βουλή όσο και στο δημοψήφισμα.
Σύμφωνα, μάλιστα, με το ρωσικό πρακτορείο Σπούτνικ, ο Τραμπ φέρεται να έχει καταρχήν διασφαλίσει και τη σύμφωνη γνώμη του Πούτιν στο παραπάνω σχέδιο, που συνεπάγεται πρακτικά τη μετατροπή του συνόλου των Βαλκανίων σε αμερικανικό προτεκτοράτο. Όχι, βεβαίως, χωρίς ανταλλάγματα: Παρά τις κυρώσεις και τις ανταλλαγές απειλών, παρά το εσωτερικό ρήγμα που υπάρχει στις ΗΠΑ ανάμεσα στον πρόεδρο και το «βαθύ κράτος» όσον αφορά στις σχέσεις με τη Μόσχα, είναι σαφές ότι ο Τραμπ επιδιώκει μια νέα «Γιάλτα», που θα διαμορφώσει το τοπίο της νέας εποχής. Γι’ αυτό, άλλωστε, επί της ουσίας έχει αποδεχθεί ότι ο ρωσικός ιμπεριαλισμός θα έχει τον πρώτο λόγο στη Συρία, ενώ έχουν σαφέστατα χαμηλώσει οι τόνοι γύρω από την υπόθεση της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσική Ομπσπονδία.
Φυσικά, η μοιρασιά αυτή δεν είναι απλή ούτε εύκολη και είναι πολύ πιθανό στην πορεία να ναυαγήσει, για πολλούς λόγους και με πολλές αφορμές. Όπως, για παράδειγμα, με την επικείμενη επίθεση των δυνάμεων του Άσαντ, της Ρωσίας και του Ιράν κατά του τελευταίου σημαντικού θύλακα που ελέγχει η αντιπολίτευση στη Συρία, την Ιντλίμπ, που προκαλεί πολύπλευρες αναταράξεις και φέρνει για μια ακόμη φορά υπερσυγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων στη Μεσόγειο. Σε περίπτωση δε «ατυχήματος», είναι προφανές ότι θα ξεσπάσει ένας νέος και ακόμη πιο άγριος γύρος αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων στα Βαλκάνια, αλλά και τη Μέση Ανατολή, με απρόβλεπτες συνέπειες και πολύ πόνο και αίμα για τους λαούς.
Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της τροπής που θα πάρει το παζάρι Τραμπ-Πούτιν, τα ανοιχτά μέτωπα στη Χερσόνησο του Αίμου δεν εξαντλούνται στην υπόθεση του ονόματος της πΓΔΜ και της διαφοράς Σερβίας-Κοσόβου. Κάτι που σημαίνει πως, όσο κι αν οι πρόεδροι των δύο παραπάνω χωρών και όσοι έχουν εμπλακεί μέχρι στιγμής στη διαδικασία δηλώνουν ότι πρόκειται για «μεμονωμένη περίπτωση», που δεν θα επηρεάσει τις γειτονικές χώρες, ο ασκός του Αιόλου είναι έτοιμος να ανοίξει πάλι.
Είναι, με άλλα λόγια, εξαιρετικά δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι Αλβανοί της Μακεδονίας, παρά τον αμερικανικό κορσέ, δεν θα απαιτήσουν στην πορεία να ανοίξουν και τα δικά τους σύνορα με την Αλβανία, οδηγώντας πρακτικά στη συγκρότηση της Μεγάλης Αλβανίας. Είναι μάλλον απίθανο η ουγγρική μειονότητα στη σερβική επαρχία της Βοϊβοδίνα να μη θελήσει να έρθει πιο κοντά με τη δική της μήτρα. Θα ήταν δε θαύμα εάν μετά από όλα αυτά, οι Σέρβοι της Βοσνίας Ερζεγοβίνης δεν διεκδικούσαν κάτι ανάλογο – άλλωστε, ήδη καταγράφονται τέτοιες κινήσεις.
Τέλος, σε αυτό το φόντο, δεν θέλει ιδιαίτερη φαντασία για να προβλέψει κανείς ότι και άλλες δυνάμεις που έχουν συμφέροντα και επιρροή στην περιοχή, όπως είναι η Τουρκία, θα σπεύσουν να πάρουν το μερίδιο που θεωρούν ότι τους ανήκει – για να μην ξεχνιόμαστε, ο Ερντογάν έχει επανειλημμένως πει ότι τα «σύνορα της καρδιάς» του είναι διαφορετικά από τα επίσημα σύνορα που έχει σήμερα η χώρα του. Θα συνιστούσε δε αφέλεια κάθε εκτίμηση ότι η ελληνική αστική τάξη, που στην περιοχή παραμένει η ισχυρότερη όλων πλην της τουρκικής, θα σταθεί αδιάφορη και αμέτοχη σε αυτή τη συνολική αναδιάταξη.
Συμπέρασμα: Τα Βαλκάνια και οι λαοί τους κινδυνεύουν να γίνουν και πάλι ένα πεδίο βολής φτηνό στον πόλεμο των ανταγωνισμών ανάμεσα στα ισχυρά καπιταλιστικά κέντρα και να βυθιστούν για μια ακόμη φορά στον βούρκο του εθνικιστικού σκοταδισμού.
Το Βερολίνο φοβάται τις αλλαγές
Η γερμανική αστική τάξη δεν βλέπει οφέλη στην αναδιάταξη που προωθούν οι ΗΠΑ
Ένα ακόμη ρήγμα στο εσωτερικό της ΕΕ φαίνεται πως έχει προκαλέσει η επιθετική στάση των ΗΠΑ στα Βαλκάνια και η αλλαγή του χάρτη που μεθοδεύεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη στιγμή που ο επίτροπος Χαν φέρεται να βλέπει θετικά το σχέδιο που συζητούν πρόεδροι Σερβίας και Κοσόβου, η Μέρκελ έσπευσε να το απορρίψει δημοσίως και κατηγορηματικά, ξεκαθαρίζοντας πως το Βερολίνο δεν θα στηρίξει την αλλαγή συνόρων στην περιοχή, καθώς θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.
Παρά τη θυμηδία που προκαλεί η όψιμη ανησυχία της Γερμανίδας καγκελαρίου, καθώς είναι γνωστό ότι η χώρα της και ο προκάτοχος και μέντοράς της, Χέλμουτ Κολ, πρωταγωνίστησαν στη βίαιη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, παγίδευσαν τους λαούς της περιοχής στο θανάσιμο δίχτυ των πολέμων και στήριξαν με κάθε τρόπο τη νατοϊκή επέμβαση, είναι γεγονός ότι η στάση της Μέρκελ έχει βάση. Πολύ περισσότερο καθώς φοβάται ότι, σε μια στιγμή ο κυβερνητικός της συνασπισμός σπαράσσεται, ένα νέο κύμα προσφύγων από τα Βαλκάνια σε περίπτωση νέων συγκρούσεων, θα της δώσει τη χαριστική βολή.
Δεν είναι, όμως, αυτή η κύρια αιτία. Η γερμανική αστική τάξη θα μπορούσε πιθανότατα να πάρει το ρίσκο των όποιων αλλαγών, ακόμη και στα σύνορα, στην περίπτωση που εκτιμούσε ότι έχει κάτι ουσιαστικό να κερδίσει από αυτό. Σήμερα, όμως, με βάση και την κρίση στην οποία είναι βυθισμένη η ΕΕ – είναι χαρακτηριστικό ότι δεν έχει καταλήξει καν εάν επιθυμεί περαιτέρω διεύρυνση και πουλά παραμύθια στις κυβερνήσεις των δυτικών Βαλκανίων – αλλά και την κόντρα της με τις ΗΠΑ, αυτό δεν συμβαίνει. Ειδικά όταν ο κίνδυνος είναι πολκύ μεγαλύτερος από αυτόν που αντιπροσωπεύει μια αλλαγή ονομασίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Μακεδονίας.
Εθνική αυτοδιάθεση ή ταξικός
διεθνισμός;
Η όξυνση των ανταγωνισμών στα Βαλκάνια, η νέα μοιρασιά που προωθείται και τα όσα συμβαίνουν γενικότερα αυτή την περίοδο στη γειτονιά μας, δικαιώνουν απόλυτα τη θέση του ΝΑΡ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μεγάλου τμήματος της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς: Άρνηση κάθε εμπλοκής στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, συνειδητή υπονόμευση των σχεδιασμών των ισχυρών καπιταλιστικών κέντρων, πάλη κατά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που εμπλέκει άμεσα την Ελλάδα στο δίχτυ του πολέμου, αλλά και κατηγορηματική απόρριψη κάθε είδους αλλαγής των συνόρων που έρχεται ως αποτέλεσμα των παραπάνω διαδικασιών.
Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις αυτές αποδεικνύουν ότι η γενικευμένη προβολή του αιτήματος της «εθνικής αυτοδιάθεσης», χωρίς σύνδεσή του με την τροπή και τη μορφή της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα και περιφέρεια χωρών, μπορεί να αποδειχθεί μια καταστροφική πολιτική παγίδα και ένα θανάσιμο σφάλμα, που θα σπρώξει τους λαούς σε νέες τραγωδίες. Ο αδιαπραγμάτευτος αγώνας για την κατοχύρωση και τον σεβασμό των δικαιωμάτων που πρέπει να απολαμβάνουν όλες ανεξαιρέτως οι μειονότητες, εθνικές και θρησκευτικές, δεν μπορεί να οδηγεί σε άκριτη στήριξη κάθε αιτήματος και κινήματος το οποίο έχει αίτημα την απόσχιση και την ανεξαρτησία — πολύ περισσότερο όταν στην πρώτη γραμμή του δεν βρίσκονται οι εργαζόμενοι, αλλά οι αστικές τάξεις και το κεφάλαιο.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάγκη για την οικοδόμηση ενός ταξικού και διεθνιστικού αντιπολεμικού κινήματος, που θα είναι σε θέση να ανατινάζει τις γέφυρες των ενδοαστικών ανταγωνισμών και του αντιδραστικού εθνικισμού, καθίσταται στις σημερινές συνθήκες ακόμη πιο ώριμη και επιτακτική.