ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΣ
Πως ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε το νόμο «ποινικής συναλλαγής» του Σαμαρά
Το θέμα της ταξικής δικαιοσύνης έφερε συνολικά στο προσκήνιο η πρόσφατη προκλητική απόφαση για την αποφυλάκιση του καταδικασμένου σε 21 χρόνια φυλακή, Αριστείδη Φλώρου, ενός εκ των δύο πρωταγωνιστών, μαζί με τον ήδη ελεύθερο Βασίλη Μηλιώνη, του σκανδάλου Energa-Hellas Power και την υπεξαίρεση 256 εκατ. ευρώ. Την Παρασκευή το βράδυ ανακοινώθηκε η εκ νέου προσαγωγή του μετά από αμφισβήτηση της σχετικής απόφασης. Τη Δευτέρα το πρωί ο Αριστείδης Φλώρος οδηγήθηκε στον εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών στο Εφετείο και εντός της ημέρας επιστρέφει στη φυλακή. ‘Ομως οι πιθανότητες να ξαναβρεθεί σύντομα ελεύθερος είναι μεγάλες.
Τις επόμενες ημέρες αναμένεται να καταθέσει στον εισαγγελέα διαφθοράς, στο πλαίσιο της έρευνας που έχει ξεκινήσει για τις συνθήκες πιστοποίησης της αναπηρίας του.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει την επιστροφή του 39χρονου στην φυλακή σαν μεγάλη επιτυχία της και αποτέλεσμα της δικής της παρέμβασης. Υποστηρίζει ότι ερευνά τις συνθήκες που οδήγησαν στην αποφυλάκιση Φλώρου με αναπηρία 70% και το 35% λόγω …κατάθλιψης! Ρίχνει τις ευθύνες σε επίορκους γιατρούς της επιτροπής που εξέδωσε τη γνωμάτευση, κάτι που πιθανότατα ισχύει, αν και οι ίδιοι τώρα κάνουν λόγο για πλαστογραφία της υπογραφής τους. «Ξέχασε» όμως η κυβέρνηση να αναφέρει πως διατηρεί αλώβητο το νομοθετικό πλαίσιο της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου που επιτρέπει τη συναλλαγή με το Δημόσιο και την προνομιακή μεταχείριση μεγαλο-καταχραστών του Δημοσίου. Τους ίδιους νόμους που κατήγγειλε το 2014 ως αντιπολίτευση. Αυτούς που έχουν οδηγήσει στο να είναι ελεύθεροι και να …φωτογραφίζονται στα μπουζούκια και στη Μύκονο, οι 8 από τους 11 κρατούμενους για το σκάνδαλο.
Η νομοθετική ρύθμιση που μειώνει ποινές, δίνει αναστολές και τεκμήρια αθωότητας σε περιπτώσεις όπως αυτές των Φλώρου – Μηλιώνη πέρασε –στα μουλωχτά– στο νόμο 4312 του 2014 στις 9 Δεκεμβρίου, την ίδια ήμερα που έξω από τη Βουλή γίνονταν διαδηλώσεις στήριξης των αιτημάτων του απεργού πείνας Νίκου Ρωμανού. Ο νόμος αυτός προβλέπει ότι κατηγορούμενοι για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος είναι δυνατόν «με ανέκκλητη έγγραφη δήλωσή τους να καταβάλουν το συνολικό ποσό της οριζόμενης στο κατηγορητήριο ζημίας ή αξίωσης, προς πλήρη ικανοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Στην περίπτωση αυτή οι ποινές τους μειώνονται δραστικά με συγκεκριμένες προβλέψεις: Από ισόβια σε 10 χρόνια φυλακή, από 10 χρόνια σε ένα έτος ανάλογα με το σε ποιο τμήμα της προδικασίας συναίνεσαν. Οι διατάξεις είχαν εξαναγκάσει ακόμη και την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής να εξάγει το εξής εκπληκτικό συμπέρασμα: «Με το νομοσχέδιο αντικειμενικώς ενθαρρύνεται ο δράστης που τελεί διακεκριμένη απάτη πολλών εκατομμυρίων ευρώ σε βάρος του Δημοσίου με τη λογική του “αν με πιάσουν, τα αποδίδω και γλιτώνω”, να τελέσει την πράξη του, και αν ατυχήσει και γίνει αντιληπτός, να υποστεί ποινή η οποία, μπορεί, να είναι κατά κανόνα μετατρέψιμη»!
Για το νομοθέτημα είχαν τοποθετηθεί δύο μετέπειτα υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ένας, ο Γιάννης Πανούσης, είπε ότι με τις διατάξεις αυτές «ο κατηγορούμενος μπορεί να τα βάλει κάτω με χαρτί και με μολύβι και να υπολογίσει τι μπορεί να επιστρέψει, πότε, πόσο τον συμφέρει, πόσο θα μείνει φυλακισμένος και τι μπορεί να αποκρύψει, ώστε, όταν τελειώσει αυτή η ιστορία και εκτίσει την ποινή του, να τον περιμένουν τα λεφτά έξω». Επίσης ο μέχρι πριν λίγες ημέρες υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής είχε πει: «Είναι αίτημα της κοινωνίας να επιστραφούν τα κλεμμένα στο ελληνικό Δημόσιο. Όμως, είναι επίσης αίτημα της κοινωνίας αυτό να μη γίνεται ως συναλλαγή. Διότι τότε, από την “ποινική συνδιαλλαγή”, πάμε στην “ποινική συναλλαγή”».
Μετά από αυτές τις κατηγορηματικές δηλώσεις, θα πίστευε κανείς ότι ύστερα από τρία χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ και με τόσες διακηρύξεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς, αυτός ο νόμος θα είχε καταργηθεί. Όμως η διάταξη όχι απλά βρίσκεται σε πλήρη ισχύ αλλά αποτέλεσε και την αιχμή του δόρατος στην υπερασπιστική γραμμή τόσο του Αριστείδη Φλώρου όσο και του Βασίλη Μηλιώνη. Με απτό μάλιστα αποτέλεσμα, αφού συνέβαλε ώστε η ποινή του δεύτερου να είναι με αναστολή. Στη περίπτωση του Αριστείδη Φλώρου, παραμένει σε εκκρεμότητα το θέμα των χρημάτων που δέχεται να καταβάλλει υπέρ του Δημοσίου. Υπάρχουν διαφωνίες με τους αρμόδιους φορείς της τάξης των 90 έως 120 εκατ. ευρώ. Μια συνθήκη που μπορεί να εξηγήσει πολλά, ακόμη και την προαναφερθείσα πρόβλεψη του Στ. Κοντονή το 2014 περί «ποινικής συναλλαγής».