Δέκα χρόνια από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα το διεθνές συνέδριο Πολιτικής Οικονομίας (ICOPEC 2018), με τίτλο «Δέκα χρόνια μετά τη Μεγάλη ύφεση: Η Ορθόδοξη απέναντι στην Ετερόδοξη Οικονομική» και συμμετοχή 80 και πλέον ελλήνων και ξένων πανεπιστημιακών. Με την ευκαιρία του συνεδρίου συνομιλήσαμε με τον πρόεδρο της Επιστημονικής Εταιρείας Πολιτικής Οικονομίας (ΕΕΠΟ) και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Σταύρο Μαυρουδέα.
Συνέντευξη στον Γιάννη Ελαφρό
Ο μαρξισμός έχει πλήρως περιθωριοποιηθεί ενώ, στις δυτικές εκδοχές του, πολλά ρεύματά του έχουν καταντήσει πτωχοί συγγενείς του μετα-κεϊνσιανισμού
Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, ποια είναι τα αίτιά της;
Η παγκόσμια κρίση του 2008, σε αντίθεση με τις μυωπικές –και βολικές για το σύστημα– απλοϊκότητες τόσο των ορθόδοξων (νεοφιλελεύθερων και νεοκεϋνσιανών) όσο και των ετερόδοξων (κεϋνσιανών) ερμηνειών δεν είναι απλά μία χρηματοπιστωτική κρίση. Δεν οφείλεται δηλαδή απλά στην απορρύθμιση και διόγκωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή πιο απλοϊκά στα golden boys του. Αντίθετα έχει βαθιές ρίζες στη δομή του συστήματος που εκδηλώθηκαν –όπως πολύ εύστοχα υποδεικνύει ο μαρξισμός – με την πτωτική τάση της κερδοφορίας του (και την συνακόλουθη υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου). Η τελευταία ετεροχρονίσθηκε μέσω της υπερανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όμως τελικά η σκληρή πραγματικότητα της πραγματικής οικονομίας όχι μόνο ανακάλεσε στην τάξη την υπερανάπτυξη μέσω πλασματικού κεφαλαίου, αλλά έκανε και την κρίση πολύ πιο έντονη, ακριβώς γιατί προηγήθηκε η χρηματοπιστωτική υπερεπέκταση.
Που βρισκόμαστε σήμερα;
Το σύστημα σήμερα έχει κατορθώσει να βγει από την ύφεση, αλλά δεν έχει επιλύσει τα δομικά της αίτια. Η έξοδος από την ύφεση έγινε επίπονα και με καθυστέρηση (και μάλιστα ακολουθήθηκε από μία δεύτερη «βουτιά») μέσω της δημοσιονομικής επέκτασης και της νομισματικής χαλάρωσης (δηλαδή την πλήρη άρνηση των νεοφιλελεύθερων συνταγών), τη ραγδαία αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας (μέσω μειώσεων μισθών, αύξησης του απλήρωτου χρόνου εργασίας κλπ. που αύξησαν το ποσοστό εκμετάλλευσης) και της μετακίνησης δραστηριοτήτων σε περιοχές του συστήματος με μεγαλύτερη κερδοφορία (π.χ. νεοαναδυόμενες οικονομίες). Όμως η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου (που γεννά την φθίνουσα κερδοφορία) παραμένει, καθώς το σύστημα «πλήγωσε» μεν την εργατική τάξη αλλά απέφυγε να «πληγώσει» επαρκώς τον εαυτό του: να αποδεχθεί τόσες πολλές χρεοκοπίες επιχειρήσεων όσες είναι απαραίτητες για να ξεπεραστεί η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Επιπλέον, συνεχίζει σήμερα να υπεκφεύγει το πρόβλημα επιδιδόμενο ξανά στην χρηματοπιστωτική επέκταση (εκτίναξη τόσο του δημοσιονομικού όσο και του επιχειρηματικού χρέους, χρηματιστηριακή άνοδος). Γι’ αυτό ενεδρεύει συνεχώς –και οι πιο προβληματισμένοι συστημικοί κύκλοι φοβούνται διακαώς– μία επιστροφή της κρίσης.
Όπως σημειώνετε και στο συνέδριό σας μετά από τις μεγάλες κρίσεις καταγραφόταν ιστορικά μια αλλαγή του αστικού θεωρητικού – οικονομικού μοντέλου, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα. Γιατί;
Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον παράδοξο που το συνέδριο της ICOPEC εύστοχα έχει σαν κεντρικό θέμα του. Κατά την γνώμη μου η συνεχιζόμενη κυριαρχία των ορθόδοξων προσεγγίσεων βασίζεται στις αδυναμίες των αντιπάλων τους, όσον αφορά τόσο τον προσδιορισμό του στόχου όσο και τις εναλλακτικές. Οι ετερόδοξες προσεγγίσεις στοχοποιούν ένα μυθικό νεοφιλελευθερισμό και παραγνωρίζουν εθελοτυφλώντας ότι η σύγχρονη ορθοδοξία είναι ένα μίγμα ήπιου νεοφιλελευθερισμού και συντηρητικού νεοκεϊνσιανισμού. Η αδυναμία αυτή προκύπτει γιατί οι ετερόδοξες προσεγγίσεις κυριαρχούνται από κεϊνσιανές και μετα-κεϊνσιανές αντιλήψεις με υπαρκτούς δεσμούς με τον νεοκεϊνσιανισμό και με μοναδική φιλοδοξία την μεταρρύθμιση του συστήματος. Αντίθετα, ο μαρξισμός έχει πλήρως περιθωριοποιηθεί ενώ, στις δυτικές εκδοχές του, πολλά ρεύματά του έχουν καταντήσει πτωχοί συγγενείς του μετα-κεϊνσιανισμού. Αυτό οδηγεί την ετεροδοξία να μην μπορεί να βασισθεί πάνω στον κόσμο της εργασίας και να αποτελεί έναν αδύναμο επαίτη του συστήματος.
Η όξυνση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα δεν αποτελεί μια τροποποίηση της απάντησης του κεφαλαίου, και πολύ επικίνδυνη μάλιστα, καθώς οδηγεί σε απειλή πολέμων και ανάπτυξη του εθνικισμού και του νεοφασισμού;
Κάθε μεγάλη κρίση συμπορεύεται με την έκρηξη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Στην προκείμενη περίπτωση ο παγκόσμιος ηγεμόνας, οι ΗΠΑ, δοκιμάζουν να θωρακίσουν την κυριαρχία τους μεταφέροντας μέρος των δικών τους προβλημάτων στους υποδεέστερους τους και «κονταίνοντας» τους επίδοξους αντικαταστάτες τους. Εκτιμούν ορθά ότι η «παγκοσμιοποίηση», δηλαδή η ασύδοτη κίνηση ιδιαίτερα των δυτικών κεφαλαίων ανά τον κόσμο, εξάντλησε τα οφέλη της και επιπλέον δημιούργησε επικίνδυνους ανταγωνιστές, κυρίως την Κίνα. Συνεπώς, επιστρέφουν στον «οικονομικό εθνικισμό» και στις μονομερείς ενέργειες. Ταυτόχρονα, αυθόρμητα αλλά και σχεδιασμένα, το σύστημα γεννά την ακροδεξιά και τον φασισμό τόσο σαν φόβητρο για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα όσο και σαν μέσο διεξαγωγής των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Φυσικά όλα αυτά φέρνουν τον κίνδυνο του πολέμου (του γόρδιου τρόπου επίλυσης των καπιταλιστικών αντιφάσεων) πολύ πιο κοντά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δοκιμάζεται συνεχώς από τριγμούς. Που βαδίζει;
Η ΕΕ είναι ο ξεπεσμένος αριστοκράτης που καμώνεται τον άρχοντα. Έχει ήδη υποβαθμισθεί δραματικά σε σχέση τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Κίνα. Προβάλλει τον εαυτό της σαν επίδοξο παγκόσμιο ηγεμόνα, ενώ δεν είναι παρά ένα δευτεροκλασάτο πιόνι που κινδυνεύει να αποτελέσει αντικείμενο παζαριού μεταξύ των μεγάλων παικτών (ιδιαίτερα μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας). Στο εσωτερικό της βαθαίνει τις αντιλαϊκές αλλαγές, ενισχύεται η ακροδεξιά αλλά ταυτόχρονα σπαράσσεται από διακρατικούς ανταγωνισμούς, καθώς πολλά κράτη-μέλη «αλληθωρίζουν» προς ανταγωνιστές της. Έτσι η ιδιόμορφη προσπάθεια εμβάθυνσης της από τον ασταθή Γερμανο-Γαλλικό άξονα (πολιτική ενοποίηση και κεντρικός οικονομικός έλεγχος αλλά χωρίς μοίρασμα των προβλημάτων) συγκρούεται με τις αποκλίνουσες τάσεις και την άσχημη οικονομική κατάσταση πολλών οικονομιών, που διεκδικούν είτε μέρος των κερδών του Γερμανού ηγεμόνα είτε/και αυτονομία οικονομικής πολιτικής.
Σε αυτό το φόντο η κυβέρνηση περηφανεύεται για το τέλος των μνημονίων και την έξοδο στις αγορές. Έρχεται η ανάπτυξη;
Ο ελληνικός καπιταλισμός έχει καταντήσει ένας από τους επαίτες της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ενοποίησης. Η ευρωπαϊκή Μεγάλη Ιδέα του (περί παντρέματος με τους ηγεμονικούς Δυτικούς καπιταλισμούς) οδήγησε στην υποβάθμιση του στην διεθνή ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Φυσικά αυτό το πλήρωσε κυρίως ο ελληνικός λαός καθώς οι μεγάλοι καπιταλιστές είναι σχετικά αλώβητοι. Αυτός ο επαίτης είναι πάντα ασταθής (καθώς το μνημονιακό πρόγραμμα έχει αποτύχει παταγωδώς) και ταυτόχρονα υπό μόνιμη εποπτεία από τους ξένους πάτρωνες του. Η ελληνική αστική τάξη είναι ίσως στην ιστορικά χειρότερη περίοδο της καθώς οι δυνατότητες αλλά και η βούληση της να κινηθεί αυτόνομα είναι ανύπαρκτες. Η ανάπτυξη είναι αναιμική και ασταθής, ενώ ο κίνδυνος της κρίσης και της χρεοκοπίας παραμένει. Οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι μόνο για τα πανηγύρια.