Κώστας Δαμανάκης
Μπροστά στην περιβαλλοντική κρίση το αστικό σύστημα μιλά για κανόνες «βιώσιμης ανάπτυξης» ή για τεχνολογική αντιμετώπιση των συνεπειών. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, ο οποίος σε περιόδους κρίσης παροξύνεται, η αναρχία της παραγωγής, το διαρκές κυνήγι για όλο και μεγαλύτερο κέρδος καθιστούν αδύνατη την επικράτηση ενός καπιταλισμού «φιλικού» προς το περιβάλλον.
Για μια άλλη σχέση με τη φύση, με κέντρο τον σεβασμό της, θα πρέπει να αναμετρηθούμε με τις βασικές αντιθέσεις που συγκροτούν τον καπιταλισμό ως εκμεταλλευτικό σύστημα
Η οικολογική κρίση ως πεδίο ταξικής διαπάλης
Η οικολογική καταστροφή αποτελεί ένα μείζον ζήτημα για την ανθρωπότητα στις μέρες μας καθώς έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις ώστε να απειλεί τους όρους ύπαρξής μας στον πλανήτη Γη. Η σχέση που συνδέει τον άνθρωπο και τη φύση έχει διαρραγεί σε μεγάλο βαθμό και έχει αποκτήσει ξεκάθαρα ανταγωνιστικά-εχθρικά χαρακτηριστικά. Είναι όμως αυτό κάτι αναπόφευκτο; Αν όχι, υπό ποιές προϋποθέσεις μπορεί να αντιστραφεί;
Η ανταγωνιστική σχέση φύσης-ανθρώπου είναι ένα φαινόμενο που αναπτύσσεται σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας, καθορίζεται ιστορικά, από τις ταξικές-κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής που επικρατούν. Η γέννηση της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι αυτή που διαμορφώνει μεταξύ άλλων και την αντίθεση ανθρώπου-φύσης. Το κεφάλαιο, όπως έγραφε ο Μαρξ, καταστρέφει-καταληστεύει τις δυο πηγές του κοινωνικού πλούτου: την φύση και την ανθρώπινη εργασία. Το οικολογικό ζήτημα έχει συνιστώσα όχι μόνο τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, αλλά και τη σχέση του ανθρώπου με την ίδια του την εργασία και τα προϊόντα της (αποξένωση-αλλοτρίωση).
Στα ίδια τα θεμελιακά χαρακτηριστικά του συστήματος επομένως, στις αντιθέσεις οι οποίες διέπουν την κοινωνία μας, οφείλεται το γεγονός πως παρά την αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την δυνατότητα για μια νέα, αρμονική συνύπαρξη με τη φύση, τελικά αυτή η ανάπτυξη καταλήγει να είναι αντιδραστική και εχθρική προς το φυσικό περιβάλλον. Αυτή η σύγχρονη αντίφαση αποτελεί και τον πυρήνα γύρω από τον οποίο διαμορφώνονται διαφορετικές προσεγγίσεις και αναλύσεις για το ζήτημα της οικολογικής κρίσης, τόσο από την αστική σκοπιά, όσο και από την ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική.
Οι απάτες της πράσινης ανάπτυξης
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της απάντησης που δίνει το αστικό ρεύμα γύρω από το ζήτημα της οικολογικής κρίσης (όπως και τα αστικά ηγεμονευόμενα κομμάτια του ρεφορμισμού) είναι η προσέγγιση της λύσης με βάση τις επιμέρους τροποποιήσεις ή βελτιώσεις που μπορούν να γίνουν προς όφελος του περιβάλλοντος (όπως η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου ή οι περιορισμοί στην ανεξέλεγκτη καπιταλιστική δραστηριότητα, η επιβολή προστίμων, διακρατικών συμφωνιών κλπ) ή με βάση τις αλλαγές στην καταναλωτική νοοτροπία. Αυτές οι απαντήσεις (αν και πλευρές τους μπορούν να βρίσκονται στο οπλοστάσιο του κινήματος στην καθημερινή του πάλη για την προστασία του περιβάλλοντος), εντούτοις είναι ανεπαρκείς. Και αυτό γιατί είναι ουτοπικό σε μεγάλη κλίμακα να εφαρμοστεί ένα πλαίσιο που θα περιορίζει την χωρίς όρια δραστηριότητα των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, ειδικά σε περίοδο κρίσης και όξυνσης των ενδοκαπιταλιστικών και επιχειρηματικών ανταγωνισμών.
Μια άλλη πλευρά της αστικής απάντησης, η οποία είναι κυρίαρχη σήμερα, είναι η θετικιστική αντίληψη ότι η πρόοδος της επιστήμης και η στοχευμένη έρευνα θα φέρουν ως ακόλουθο την εισαγωγή τεχνικών παραγωγής που θα σέβονται το περιβάλλον («αειφόρος ανάπτυξη», «πράσινος καπιταλισμός») και θα δώσουν την επιζητούμενη λύση. Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη. Η επιστημονική-τεχνολογική εξέλιξη ανοίγει μεν ένα πεδίο δυνατοτήτων, αλλά είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που καθιστά σε τελική ανάλυση αδύνατη την ανάπτυξη και την παραγωγή με γνώμονα το σεβασμό προς το περιβάλλον. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, ο οποίος σε περιόδους κρίσης λαμβάνει οξυμένα χαρακτηριστικά, η αναρχία της παραγωγής, το διαρκές κυνήγι για όλο και μεγαλύτερο κέρδος είναι οι αιτίες που στα πλαίσια του καπιταλισμού καθιστούν αδύνατη σε γενική κλίμακα την χρησιμοποίηση τεχνικών και τεχνολογιών «φιλικών» προς το περιβάλλον. Ταυτόχρονα, μια τέτοια διαδικασία απαιτεί χρόνο και επενδύσεις από την πλευρά των καπιταλιστών, το οποίο όμως έχει επιπτώσεις στον κύκλο του κεφαλαίου. Έτσι οποιαδήποτε αστική προσπάθεια για την εξεύρεση φιλικών προς το περιβάλλον μεθόδων παραγωγής, περισσότερο έχει το χαρακτήρα της εξεύρεσης νέου πεδίου κερδοφορίας, παρά της αποκατάστασης της ισορροπίας στο οικοσύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η απόσυρση των ΗΠΑ από την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα το 2017, καθώς η συμμόρφωση της με τους όρους της συμφωνίας θα αποτελούσε πλήγμα για τις εγχώριες βιομηχανίες του τσιμέντου, του άνθρακα και του χάλυβα.
Η οικολογική κρίση μπορεί να έχει ταξικά αίτια, αλλά έχει διαταξικά αποτελέσματα, καθώς αφορά το σύνολο της ανθρωπότητας. Η επίλυση αυτού του ζητήματος δεν μπορεί να έρθει με ηγεμονία της αστικής αντίληψης, καθώς η τελευταία είναι σύμφυτη με την αποσπασματική, μερική και αταξική αντιμετώπιση του προβλήματος. Και αυτό είναι λογικό, καθώς για να συγκρουστούμε με την ρίζα του, για να μπορέσουμε να πετύχουμε μια άλλη σχέση, με κέντρο την συνεργασία και τον σεβασμό στην φύση, θα πρέπει να αναμετρηθούμε με τις βασικές αντιθέσεις που συγκροτούν τον καπιταλισμό ως εκμεταλλευτικό σύστημα με στόχο να τις αναιρέσουμε. Προφανώς, η αστική τάξη δεν θέλει και δεν μπορεί να ηγεμονεύσει ενός τέτοιου συνολικού σκοπού, καθώς είναι σα να σκάβει το λάκκο που θα θαφτεί η ίδια.
Η θετικιστική αντιμετώπιση του οικολογικού ζητήματος, παρά την αστική του προέλευση, εντούτοις διαπερνά συχνά και τον χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς. Πολλά κόμματα κομμουνιστικής αναφοράς, βασιζόμενα σε μια ουδέτερη θεώρηση των παραγωγικών δυνάμεων, καταλήγουν να αποθεώνουν την δυναμική που κρύβει η εξέλιξή τους, ενώ εστιάζουν την κριτική τους μόνο στο «ποιός κατέχει» τις παραγωγικές δυνάμεις και όχι στον ίδιο τον χαρακτήρα τους. Μια τέτοια αντίληψη έχει ιστορικότητα, αφού στους κόλπους του επίσημου κομμουνιστικού κινήματος, είχε επικρατήσει ένα φαινόμενο -θα λέγαμε- «αριστερού παραγωγισμού», δηλαδή μια δογματική αντίληψη που αντιμετωπίζει με ουδέτερο τρόπο τις παραγωγικές δυνάμεις και ταυτίζει την σοσιαλιστική μετάβαση/οικοδόμηση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στα πλαίσια της εργατικής εξουσίας και της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτή η αντίληψη εκφράστηκε κυρίαρχα στην Σοβιετική Ένωση. Η κατάληξη αυτής της άποψης όσον αφορά το περιβαλλοντικό ζήτημα γίνεται εμφανής από δεκάδες παραδείγματα που δείχνουν ότι οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», παρά την αρχική υψηλή ιεράρχηση του ζητήματος της προστασίας του περιβάλλοντος, εν τέλει επιβάρυναν σε αρκετές περιπτώσεις το οικοσύστημα με τη βιομηχανική δραστηριότητα τους.
Το βασικό ζήτημα με την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν είναι μόνο το ποιος κατέχει την οικονομική-πολιτική εξουσία, άρα το ποιος ιδιοποιείται τα αποτελέσματά της. Η ουσία είναι ο γνώμονας με τον οποίο εξελίσσονται, οι σχέσεις και οι ανάγκες που έρχονται να εξυπηρετήσουν. Η γνώση και η επιστήμη έχουν αντικειμενικό πυρήνα, ο οποίος τους προσδίδει και εν δυνάμει απελευθερωτικά χαρακτηριστικά, ωστόσο είναι ταξικά φορτισμένες από τις επιδιώξεις και την κοσμοθεωρία της κυρίαρχης τάξης που έχει την εξουσία. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να δημιουργεί νέες δυνατότητες για την ανθρωπότητα, να φέρνει πιο κοντά την τάση για κομμουνιστική απελευθέρωση, αλλά ταυτόχρονα έχει και εν μέρει αντιδραστικό χαρακτήρα αφού με νέους όρους επιτυγχάνεται η υποταγή και η υποδούλωση του ανθρώπου και της φύσης από το κεφάλαιο (στο βαθμό που το κεφάλαιο καταφέρνει να το κάνει εφικτό).
Τα αποτελέσματα της επιστήμης έρχονται να εξυπηρετήσουν τις κοινωνικές ανάγκες, όταν και μόνο όταν υφίστανται εφαρμογή σε κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής. Όμως, κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής δεν σημαίνει αναπαραγωγή του αστικού καταμερισμού της εργασίας, αντιγραφή των αστικών μεθόδων παραγωγής, δεσποτισμός, ανελευθερία και αποξένωση των εργαζόμενων από τα μέσα και τα προϊόντα που παράγουν (όπως επικράτησε τελικά στην ΕΣΣΔ). Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η επικράτηση και το βάθεμα της αποξένωσης του εργαζόμενου από το παραγόμενο προϊόν, η αλλοτρίωση του είναι συνυφασμένη με την ασέβεια προς το περιβάλλον και το οικοσύστημα. Αντίθετα, κοινωνικοποιημένα είναι τα μέσα παραγωγής που διαχειρίζονται από τους ίδιους τους εργαζομένους και την κοινωνία, εξελίσσονται με στόχο την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών, στα πλαίσια μιας κοινωνίας των «ελεύθερων και ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών», όπου ταυτόχρονα υπάρχει η αρμονική συνεργασία του ανθρώπου με την Φύση.
Η αντιφατική προσέγγιση της «αποανάπτυξης»
Η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη, αποτελεί όμως πεδίο ταξικής πάλης
Εντός του ριζοσπαστικού-αντικαπιταλιστικού οικολογικού κινήματος υπάρχει το λεγόμενο ρεύμα της «αποανάπτυξης», το οποίο υποστηρίζει ότι η μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης, η εγκατάλειψη της μαζικής χρήσης της τεχνολογίας και των μηχανών, θα οδηγήσουν σε μια βιώσιμη διαβίωση του ανθρώπου στον πλανήτη και θα επαναφέρουν την ισορροπία στο περιβάλλον. Η θεωρία αυτή έχει στον πυρήνα της ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, αφού γεννιέται αυθόρμητα και εναντιώνεται στον αστικό «παραγωγισμό» και στην γραμμική θεώρηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο, η άρνηση της κριτικής στην εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης, στις εφαρμογές και στις χρήσεις τους, σε συνδυασμό με την υποτίμηση της πάλης στο πεδίο των ιδεών γύρω από αυτά τα ζητήματα, οδηγεί τελικά στον κοινωνικό και πολιτικό αναχωρητισμό και στον κατακερματισμό του αγώνα. Οδηγούν στην εγκατάλειψη της ταξικής πάλης στο πεδίο των παραγωγικών δυνάμεων.
Ο χαρακτήρας της οικολογικής κρίσης, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα της λύσης, δηλαδή την κατάργηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων, μέσω της ανατροπής του καπιταλισμού και της οικοδόμησης μιας αταξικής κοινωνίας. Η λογική του ρεύματος της «αποανάπτυξης», παρόλο που στις πιο πολιτικές εκδοχές του αντιλαμβάνεται αυτή την αναγκαιότητα, εντούτοις συνήθως μένει σε μια ηθικολογική στάση γύρω από αυτό το ζήτημα, προτάσσοντας τα συνθήματα του «σαμποτάζ» και της «άρνησης της τεχνολογικής προόδου». Η επιστημονική-τεχνολογική εξέλιξη, προφανώς δεν είναι ταξικά ουδέτερη, όμως, οι δυνατότητες βαθύτερης κατανόησης της φύσης και του κόσμου συνολικά, οι δυνατότητες βελτίωσης της ανθρώπινης καθημερινότητας σε αρμονική ισορροπία με το περιβάλλον, γεννιούνται από την εξέλιξη της επιστήμης και γι αυτό χρειάζεται η τελευταία να αποτελεί πεδίο της ταξικής πάλης.
Αντικαπιταλιστική οικολογία με κομμουνιστική ηγεμονία
Όντας σε μια εποχή όπου η υπερ-αντιδραστικοποίηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού τον ωθεί σε καταστάσεις βαρβαρότητας που δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο, όπου το ξεπέρασμα της κρίσης του συνδέεται με μια νέα καταλήστευση του κοινωνικού πλούτου (φύση-ανθρώπινη εργασία), ωθώντας την ανθρώπινη εργασία να ζει κάτω από το όριό αναπαραγωγής της και καταστρέφοντας τα τελευταία φυσικά αποθέματα που έχουν μείνει αναξιοποίητα (πχ δάσος Αμαζονίου), το δίλημμα καπιταλιστική βαρβαρότητα-καταστροφή της φύσης και του ανθρώπου ή κομμουνιστική απελευθέρωση επανέρχεται με αναβαθμισμένο τρόπο. Η δυνατότητα της ειρηνικής και αρμονικής συνύπαρξης του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον υπάρχει στο σήμερα, αφού υπάρχει το γνωστικό υπόβαθρο για να σχεδιαστεί η παραγωγή όλων των αναγκαίων αγαθών με γνώμονα τον πλήρη σεβασμό προς το οικοσύστημα. Αυτό που απαιτείται είναι μια νέα βάση στη σχέση ανθρώπου-φύσης, το ξεπέρασμα του ανταγωνιστικού χαρακτήρα της μέσω του ξεπεράσματος του ανταγωνιστικού-εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος.
Ταυτόχρονα, είναι άμεσο καθήκον η συνένωση όλων των δυνάμεων με αναφορά στην ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική οικολογία κάτω από την ηγεμονία ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος, που θα είναι σε θέση να ενσωματώνει όλες αυτές τις ριζοσπαστικές αναζητήσεις και να προσφέρει μια σύγχρονη, επιστημονικά τεκμηριωμένη πρόταση για την επίλυση της οικολογικής κρίσης, στα πλαίσια της ανάπτυξης ενός νέου τρόπου παραγωγής και του στόχου της κομμουνιστικής απελευθέρωσης ανθρώπου-φύσης.