παρουσίαση: Λευτέρης Καραμήτρου
Μια νουβέλα του Γιώργου Τσαντίκου που εκτυλίσσεται
στα Γιάννενα με μια νέο-νουάρ ατμόσφαιρα, σε μια στιγμή
της μακράς αυτής περιόδου κρίσης που βιώνουμε.
Θα περίμενε κανείς ότι ένα αφήγημα με τέτοιο τίτλο θα αφορούσε κάποιο ταξίδι στην πρόσφατη περιπέτεια του 20ού αιώνα· στα μισά της «εφόδου στους ουρανούς» ή στην απότομη πτώση από αυτούς. Θα μπορούσε να περιγράφει κάποιο road trip σε πόλεις-φαντάσματα μιας σοβιετικής στέπας, όπου κάποτε ανθούσαν –με τους όποιους όρους– οι παραγωγικές δυνάμεις. Στην πραγματικότητα, η καινούρια νουβέλα του Γιώργου Τσαντίκου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χαραμάδα, δεν αφορά τίποτα από τα παραπάνω. Αντιθέτως, η υποτιθέμενη «σοβιετική στάση λεωφορείου» τοποθετείται στην Ελλάδα της κρίσης, σε μια στιγμή της μακράς αυτής περιόδου που βιώνουμε, η οποία είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ας πούμε, ούτε είναι σαφές ποιο κόμμα κυβερνάει ούτε μας ενδιαφέρει, καθώς αφενός πρόκειται περί μυθιστορήματος πολιτικής φαντασίας, αφετέρου κυβερνάει οπωσδήποτε η αστική τάξη, το οποίο μας είναι αρκετό. Ειδικότερα, η (καταιγιστική) δράση εκτυλίσσεται στη μικρή κοινωνία του συγγραφέα: τα Γιάννενα. Αυτό το δεδομένο κάνει αμέσως το τοπίο εξωτικό και ελκυστικό. Όταν ακούμε «Γιάννενα», σκεφτόμαστε κλασικούς τουριστικούς προορισμούς, όπως τη Λίμνη και το Νησί του Αλή Πασά. Οπωσδήποτε σκεφτόμαστε –με ανάμικτα συναισθήματα– και τα βατραχοπόδαρα. Τι θα μπορούσε, συνεπώς, να συμβεί σε ένα τέτοιο μέρος, τόσο ήρεμο και τόσο μακρινό από το κέντρο της Αθήνας, που να περιλαμβάνει τόση δράση πολιτικού και κοινωνικού προσανατολισμού;
Το αφήγημα, πρώτα και κύρια, δεν εμφορείται από καμία διάθεση τοπιογραφίας. Ο Γιώργος Τσαντίκος αποφεύγει τα παραπάνω κλισέ, εστιάζοντας –ως κύρια πεδία δράσης– στο πανεπιστήμιο, ένα τοπικό τηλεοπτικό κανάλι και το περίφημο καφέ «Πορτραίτο». Μέσα σε αυτά κινούνται οι ήρωές του, άνθρωποι της καθημερινότητας, σίγουρα μακριά από τα πρότυπα του αστικού ή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ο κεντρικός ήρωας, ιδιοκτήτης κυλικείου του πανεπιστημίου, δραστήριος αριστερός στα φοιτητικά του, είναι πάντα ευαίσθητος και φοβισμένος στην πραγματικότητα· ποτέ ετοιμόλογος, θύμα του πανικού του, αδυνατεί να σηκώσει σοβαρή πολιτική αντιπαράθεση και να φλερτάρει με ιδιαίτερη επιτυχία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένας τυπικός μικροαστός, που δεν περιμένει τίποτα· σύντομα όμως θα του ’ρθει από εκεί που δεν το περιμένει και θα βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα. Εκεί θα τον παρασύρει μια δημοσιογράφος του τοπικού «Τιβιπλάς 2» (ενώ, μάλιστα, δεν υπάρχει «Τιβιπλάς 1»), στην προσπάθειά της να αποκαλύψει μια μεγάλη υπόθεση απάτης, που θα συγκλονίσει την τοπική κοινωνία και θα τη βγάλει από την αφάνεια. Μια απάτη, στην οποία εμπλέκεται μια ΜΚΟ (αλίμονο!) ιδιοκτησίας ενός παλιού συμμαθητή του ήρωά μας και ενός τοπικού δημοτικού συμβούλου, την οποία στελεχώνουν φαινομενικά αθώοι χίπστερ. Ο ήρωάς μας θα εμπλακεί μοιραία σε ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό, στο οποίο θα βρει αρωγούς τους υπαλλήλους του –έναν μπαφάκια και μια εντεχνού– και μια μυστική ομάδα που κινείται παράλληλα και εδρεύει στον πάνω όροφο ενός όμορφου καφέ, του θρυλικού πια «Πορτραίτου».
Ο Γιώργος Τσαντίκος, σε αυτό το τοπίο, φιλοτεχνεί μια μετα-νουάρ ατμόσφαιρα, τόσο κωμική και γκροτέσκα, που κατατάσσει επάξια το αφήγημα στην κατηγορία του ευθυμογραφήματος. Οπωσδήποτε θα αρέσει σε όσους αρέσουν τα comic ή τα cartoon. Η «βιοποικιλότητα» των προσώπων, επίσης, είναι τόσο μεγάλη και η πλοκή τόσο αλλόκοτη, που ενίοτε μας θυμίζει το «Έμφυτο Ελάττωμα» του Τόμας Πίντσον. Μόνο που οι ναρκομανείς δίνουν εδώ τη θέση τους στους πρόσφυγες, ενώ οι ακτές του Λος Άντζελες αντικαθίστανται από τις όχθες της Παμβώτιδας. Όλοι έχουν μια θέση σε αυτό τον καταιγισμό εικόνας: αιώνιοι φοιτητές, Ιταλοί ερασμίτες, μικρά αφεντικά, μυστηριώδεις σερβιτόροι, μαστούρηδες στη μέση της εθνικής οδού, πρόσφυγες από τα βάθη της Μέσης Ανατολής, μέλη της τοπικής –αυτοοργανωμένης– ομάδας μπάσκετ, παλιοί κουκουέδες και αριστεριστές, «προσωπικότητες» της τοπικής αυτοδιοίκησης και του επιχειρηματικού κόσμου, χίπστερ και φασίστες επιδοτούμενοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση κ.ά. Όλοι αυτοί μπερδεύονται σε ένα κρεσέντο που περιλαμβάνει από ανατινάξεις κυλικείων, «φύτεμα» ναρκωτικών και σύγχρονο δουλεμπόριο έως γενικευμένα επεισόδια, σπασμένες βιτρίνες και… δολοφονίες από μπάτσους και φασίστες. Εδώ, το μόνο παραπάνω που αξίζει να μαρτυρήσουμε είναι ότι η αφήγηση ενώνει δύο τελείες της πρόσφατης ιστορίας μας: τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, βαραίνοντας την ατμόσφαιρα και πυκνώνοντας τη δράση.
Εντέλει, η νουβέλα του Γιώργου Τσαντίκου, γραμμένη σε μια γλώσσα παρορμητική, καυστική και σύγχρονη, είναι μια περιπέτεια, όπως αυτή που ζήσαμε πρόσφατα και όπως αρκετές ακόμα που πρόκειται να ζήσουμε ως κοινωνία. Είναι μια διακωμώδηση ενός τραγικού παρόντος, που κλείνει με ένα μειδίαμα και ένα «χαρισματικό λέιαπ» μπροστά σε ένα μέλλον που –απ’ ό,τι φαίνεται– διαρκεί πολύ.