Μάκης Γεωργιάδης
55 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου ποιητή
Ήταν 3 Ιουνίου του 1963 όταν στη Μόσχα σταμάτησε να χτυπά η καρδιά ενός προικισμένου επαναστάτη ποιητή. Ήταν η μέρα που σιωπούσε η φωνή του υμνωδού της ειρήνης, της ελευθερίας, της συναδέλφωσης και της αλληλεγγύης των λαών. Ήταν η μέρα που έσβηνε η φυσική παρουσία εκείνου που αφιέρωσε τη ζωή, τη σκέψη και τη δράση του στην υπόθεση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης και στην επαναστατική προοπτική της ανθρωπότητας. Εκείνη τη μέρα εγκατέλειψε τον κόσμο σε ηλικία 61 ετών ο Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ, προδομένος από την καρδιά του
. Ο Ναζίμ Χικμέτ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις καθώς τα έργα του είναι ευρέως γνωστά στην Ελλάδα ενώ τα μελοποιημένα ποιήματά του είναι βέβαιο ότι τα έχουν σιγοτραγουδήσει άνθρωποι οι οποίοι πιθανώς να μη γνωρίζουν ότι πρόκειται για δικούς του στίχους. Στη διάδοση της ποίησης του Χικμέτ συνέβαλαν πνευματικοί-καλλιτεχνικοί ογκόλιθοι όπως ο Μάνος Λοϊζος, ο Θάνος Μικρούτσικος και η απαράμιλλη Μαρία Δημητριάδη που έγραψαν μουσική και ερμήνευσαν με μοναδικό τρόπο βασιζόμενοι στις εξαιρετικές μεταφράσεις του Γιάννη Ρίτσου και του Γιώργη Παπαλεονάρδου.
Ο Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε στην υπό οθωμανική κυριαρχία Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου του 1902. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας αξιωματούχων, καθώς ο πατέρας του Ναζίμ Χικμέτ Μπέης ήταν διευθυντής του γραφείου Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών ενώ διετέλεσε και πρόξενος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Αμβούργο. Η μητέρα του ήταν ζωγράφος. Ωστόσο ο νεαρός Χικμέτ λόγω της διάστασης των γονέων του περνάει πολύ καιρό κοντά στον παππού του στη Μικρά Ασία, ενώ ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη όπου και εισάγεται στην Ακαδημία του Πολεμικού Ναυτικού με προοπτική να ακολουθήσει καριέρα αξιωματικού. Η εποχή εκείνη, η οποία σημαδεύεται από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την παράλληλη αγγλογαλλική κατοχή της Κωνσταντινούπολης και την έξαρση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην αχανή επικράτεια της χώρας, θα λειτουργήσουν σαν πυροκροτητής στη συνείδηση του νεαρού ποιητή. Ο Ναζίμ Χικμέτ γράφει ήδη από την πρώιμη εφηβική του ηλικία και πολύ πριν έρθει σε επαφή με τα κομμουνιστικά ιδεώδη, έχει διαγνώσει τις γενεσιουργές αιτίες της αδικίας και της εκμετάλλευσης και έχει σκιαγραφήσει στη σκέψη του τον πρωτοποριακό ρόλο και την απελευθερωτική προοπτική της εργατικής τάξης.
Την ίδια εποχή το κίνημα των Νεότουρκων του Μουσταφά Κεμάλ Πασά και η επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης θα αποτελέσουν τη θρυαλλίδα για τη διαμόρφωση τελικά ενός ανυπέρβλητου επαναστάτη. Λόγω προβλημάτων υγείας, ο Χικμέτ απαλλάσσεται της στρατιωτικής θητείας. Ωστόσο θα επιδιώξει το 1920 να βρεθεί στο μέτωπο στο πλευρό του Ατατούρκ κοντά στην Άγκυρα. Στην πορεία του προς την Ανατολία θα διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τις συνθήκες εξαθλίωσης του τούρκικου προλεταριάτου και των αγροτικών πληθυσμών και οι σχετικές εικόνες θα τον συγκλονίσουν. Η σύγκρουση με το κίνημα των Νεότουρκων δεν θα αργήσει και είναι αναπόφευκτη. Ο Χικμέτ έχει διοριστεί διευθυντής σε ένα καλό σχολείο της Ανατολίας ωστόσο ασφυκτιά από το βαθύ συντηρητισμό του περίγυρού του ενώ και οι Νεότουρκοι αρχίζουν να αντιμετωπίζουν με εχθρότητα την ευρύτητα πνεύματος και την προοδευτική σκέψη του Χικμέτ. Το 1922 είναι έτος ορόσημο καθώς ξεκινούν οι διώξεις εναντίον του ποιητή αλλά και οι απηνείς διωγμοί των κομμουνιστών ενώ θα δολοφονηθεί και ο πρώτος γραμματέας του Λαϊκού Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας (ΛΚΚΤ) του οποίου το ιδρυτικό συνέδριο είχε πραγματοποιηθεί το Σεπτέμβριο του 1920 στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν.
Ο Χικμέτ καταφεύγει στη Σοβιετική Ένωση ενώ το ΛΚΚΤ, πριν καν ολοκληρώσει τις εργασίες του δευτέρου συνεδρίου του, κηρύσσεται παράνομο τον Οκτώβριο του 1922. Στη Μόσχα ο ποιητής θα σπουδάσει οικονομικά και πολιτικές επιστήμες, ωστόσο η πλέον καταλυτική επαφή θα είναι η συνάντησή του με τον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι οι ιδέες και η τεχνοτροπία του οποίου θα σφραγίσουν το από εκεί και πέρα έργο του Χικμέτ. Η επαφή του με τη ρωσική πρωτοπορία και τα επαναστατικά ρεύματα της ρωσικής ποίησης θα λειτουργήσουν απελευθερωτικά και ο Χικμέτ θα αρχίσει να χρησιμοποιεί πρωτοποριακές υφολογικές φόρμες, ελεύθερο στίχο ενώ η ποίησή του θα λάβει το έντονο δραματικό στοιχείο, εντασσόμενη πάντα στο ιστορικό πλαίσιο. Υπό αυτό το πρίσμα ο Χικμέτ θα εξελιχθεί σε έναν από τους φάρους της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα δίπλα στον Μπρεχτ και πληθώρα άλλων σημαντικών λογοτεχνών.
Από το 1923 είναι μέλος του κόμματος των Μπολσεβίκων και του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας και θα παραμείνει στρατευμένος ως την πρόωρη φυγή του. Ο ίδιος εξηγούσε αργότερα πως η τέχνη δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Όπως έλεγε, «όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς ανά τους αιώνες και σε όλο τον κόσμο ποτέ δεν ήταν ουδέτεροι. Ακόμη κι αν το διακήρυσσαν, ακόμη κι αν υπερασπίζονταν με πάθος αυτήν την ουδετερότητα, αυτό δεν ίσχυε. Με το έργο τους πάντα έπαιρναν θέση πάνω στα κρίσιμα ζητήματα του καιρού τους». Έτσι κι αυτός έπαιρνε πάντα θαρρετά και ξεκάθαρα θέση υπέρ των καταπιεσμένων της πατρίδας του, στο πλευρό των κολασμένων όλων των πατρίδων της γης.
Το 1924 επιστρέφει στην Τουρκία και αρχίζει μια οδύσσεια παράνομης δράσης, κυνηγητού και διώξεων που τελικά θα οδηγήσουν στην καταδίκη του σε 28 έτη φυλάκισης το 1938. Το καθεστώς έκανε προσπάθειες για τη φυσική του εξόντωση και τουλάχιστον δύο απόπειρες δολοφονίας του με αυτοκίνητα να τον καταδιώκουν στα στενά δρομάκια της Κωνσταντινούπολης. Από το 1924 ως και το 1938 ο Χικμέτ μπαινοβγαίνει στις φυλακές διωκόμενος για τη δράση του στις τάξεις του ΚΚΤ το οποίο είχε κηρυχθεί εκτός νόμου. Είχε αναλάβει την οργάνωση παράνομου τυπογραφείου του κόμματος στη Σμύρνη ενώ παράλληλα εργαζόταν ως δημοσιογράφος και αρθρογραφούσε στα κομματικά έντυπα Διαφώτιση και Σφυροδρέπανο. Την ίδια περίοδο δημιουργεί ακατάπαυστα και δημοσιεύει εννιά ποιητικές συλλογές, γράφει περίπου 30 θεατρικά τα οποία δυστυχώς δεν διασώζονται, ενώ παράλληλα γράφει σενάρια κινηματογραφικών ταινιών τα οποία υπογράφει με ψευδώνυμο είτε για να αποφύγει τις διώξεις είτε γιατί διαφωνεί με το περιεχόμενο μιας και γράφει κυρίως για βιοποριστικούς λόγους. Το 1936 για το έργο του Το Έπος του Σεϊχη Μεντρεντίν, ο δημόσιος κατήγορος θα του απαγγείλει κατηγορίες για προδοσία και υποκίνηση του στρατεύματος σε στάση. Θα ζητήσει την εκτέλεσή του. Η δική του θα γίνει από στρατοδικείο πάνω σε πλοίο του πολεμικού ναυτικού και ο Χικμέτ θα υποστεί ανείπωτα σωματικά βασανιστήρια. Θα καταδικαστεί σε 28 χρόνια φυλάκιση και θα οδηγηθεί στις φυλακές της Προύσσας.
Στη φυλακή θα συνεχίσει να γράφει. Ο ίδιος θα μετατρέψει τη φυλακή σε σχολείο για τους κρατούμενους συναγωνιστές του. Ο Χικμέτ από αυτή την άμεση συναναστροφή με το λαϊκό στοιχείο θα εμπνευστεί, θα απορροφήσει την ευρέως χρησιμοποιούμενη καθομιλουμένη τουρκική και τους ιδιωματισμούς της, θα μεστώσει και θα κάνει πιο απλή την ποίησή του. Παράλληλα γράφει μπροσούρες και πολιτικά κείμενα. Η φήμη του έχει ξεπεράσει τα σύνορα της Τουρκίας. Έχει γίνει παγκόσμια. Τα ποιήματα του βγαίνουν από τη φυλακή με τη μορφή γραμμάτων προς τη δεύτερη σύζυγό του αλλά ξεπερνούν το χαρακτήρα της διαπροσωπικής σχέσης, γίνονται κτήμα της ανθρωπότητας. Στη φυλακή έχει υποστεί το πρώτο καρδιακό επεισόδιο. Η πρόθεση του τουρκικού καθεστώτος να τον εξοντώσει στέλνοντάς τον να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του, καθώς και μια απεργία πείνας διάρκειας 18 ημερών που πραγματοποιεί ο ποιητής, ξεσηκώνουν κύμα διεθνούς συμπαράστασης. Ιδρύεται διεθνής επιτροπή με επικεφαλής τους Πάμπλο Πικάσο, Πολ Ρόμπσον και Ζαν Πωλ Σαρτρ που ενεργεί για την αποφυλάκιση του Χικμέτ. Το 1950 η κυβέρνηση Μεντερές παραχωρεί αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους και ο Ναζίμ Χικμετ, μετά από 12 χρόνια στα υγρά κελιά, είναι ελεύθερος αλλά ξένος στην ίδια του τη χώρα
Ο Χικμέτ καταφεύγει εκ νέου στη Σοβιετική Ένωση για την οποία στην κυριολεξία αποδρά εν μέσω καταιγίδας διαπλέοντας με κινηματογραφικό τρόπο τη Μαύρη Θάλασσα στην αρχή με μια βενζινάκατο και στη συνέχεια με ρουμάνικο εμπορικό πλοίο. Αυτός ο μεγάλος κομμουνιστής, ένας μεγάλος άνθρωπος, διεθνιστής και αγωνιστής της ειρήνης, άφησε τεράστια κληρονομιά στην ανθρωπότητα. Η πατρίδα του του στέρησε την υπηκοότητά του αλλά πατρίδα του έγινε κάθε γωνιά αυτής της γης που υπάρχουν καταπιεσμένοι. Κάθε σημείο αυτής της γης όπου υπάρχει έστω κάθε «ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίσει, ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε…»