Μάκης Γεωργιάδης
Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, όλα δείχνουν να υποτάσσονται σε έναν μονοδιάστατο στυλ παιχνιδιού, όπου εξέχοντα ρόλο έχουν οι επιδόσεις και τα αθλητικά προσόντα και πολύ λιγότερο η αυτενέργεια, η φαντασία και οι απρόβλεπτες θεαματικές κινήσεις. Η τακτική και η τεχνοκρατική αντίληψη τα έχουν επισκιάσει σχεδόν όλα.
Η τεχνοκρατική «λαίλαπα» εξορίζει τη φαντασία και καταβροχθίζει τις ποδοσφαιρικές ταυτότητες
Μπορεί να φαίνεται κάπως παράδοξο, αλλά όπως σε ένα γάμο πολλές φορές έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ίντριγκα οι απουσίες και όσοι προσκλήθηκαν αλλά δεν πήγαν, έτσι και σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο το φίλαθλο κοινό ιντριγκάρουν κάποιες ηχηρές απουσίες. Εξηγούμαστε αμέσως. Οι ηχηρές απουσίες στο Μουντιάλ της Ρωσίας, το οποίο άρχισε πριν από μόλις τρεις ημέρες, είναι οι εθνικές ομάδες της Ιταλίας και της Ολλανδίας. Κάτοχος τεσσάρων τροπαίων η πρώτη και τρεις φορές φιναλίστ η δεύτερη, έμειναν εκτός νυμφώνος προς απογοήτευση εκατομμυρίων οπαδών τους.
Κάποιος ίσως να χαρακτηρίσει το γεγονός συμπτωματικό. Μπορεί ασφαλώς κάτι τέτοιο να ισχύει. Υπάρχει ωστόσο μια παράμετρος η οποία δείχνει πως τέτοιου τύπου εξελίξεις είναι πιθανό να σφραγίσουν τις μελλοντικές εξελίξεις στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Η παράμετρος αυτή έχει να κάνει με την ομογενοποίηση του αθλήματος και την ακραία βιομηχανοποίηση, οι οποίες πλέον «στοιχειώνουν» το παγκόσμιο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η αναφορά στις δύο παραδοσιακές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ακόμη δε περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς πως και οι δύο αυτές εθνικές ομάδες έχουν αφήσει έντονα το στίγμα τους τον μισό αιώνα που πέρασε και έγραψαν ιστορία με το χαρακτήρα τους. Είτε στις επιτυχίες τους, κυρίως, είτε στις αποτυχίες τους.
Για δεκαετίες ολόκληρες το θέμα συζήτησης μεταξύ των φιλάθλων είναι ποια ομάδα παίζει το θεαματικότερο ποδόσφαιρο. Η Ιταλία δεν είναι ανάμεσα στις πρώτες επιλογές των φιλάθλων. Αντιθέτως από την εποχή ακόμη του περίφημου κατενάτσιο, η Ιταλία χαρακτηριζόταν από το πείσμα, την «πονηριά», την επιμονή και μια ιδιαίτερη αίσθηση αυταπάρνησης η οποία την έκανε να φτάνει σε τελικούς και να κατακτά κύπελλα, όντας μεγάλο αουτσάιντερ. Ακόμα και όταν κανείς δεν την υπολόγιζε. Με δύο λόγια, η ιταλική σχολή ποδοσφαίρου χάρισε μερικές από τις σπουδαιότερες συγκινήσεις στο φιλοθεάμον κοινό χωρίς ποτέ να παίξει το θεαματικό ποδόσφαιρο το οποίο επί παραδείγματι σε αρκετά τουρνουά έπαιξε η δεύτερη μεγάλη απούσα, η Ολλανδία. Μια Ολλανδία, η οποία με τη δική της σχολή και τις καινοτομίες στο παιχνίδι της, ήδη από τη δεκαετία του 1970, απέκτησε αρκετούς οπαδούς, από αυτούς που σαν ζητιάνοι αποζητούν ένα άλλο, πιο θεαματικό τρόπο παιχνιδιού.
Τι συμβαίνει όμως σήμερα; Αν για δεκαετίες το «τζόγκο μπονίτο», δηλαδή το θεαματικό παιχνίδι της μεγάλης Βραζιλίας, ήταν το ζητούμενο και η κορυφή για όσους έψαχναν τη δικαίωση από το θεό του ποδοσφαίρου προϊόντος, με το πέρασμα του χρόνου και με την εισαγωγή της τεχνοκρατικής αντίληψης στο ποδόσφαιρο, οι διαφορές στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο άρχισαν να γίνονται δυσδιάκριτες. Το Μουντιάλ του 2014 σφράγισε με σοκαριστικό τρόπο την νέα εποχή επικράτησης του ομογενοποιημένου, τεχνοκρατικού και ακραία εμπορευματοποιημένου ποδοσφαίρου. Και τη σφραγίδα έβαλε ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος αυτής της λογικής, ο οποίος σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο συμπυκνώνεται με τον όρο νεοφιλελευθερισμός. Η Γερμανία, μιας και ο έτερος πόλος αυτού του δόγματος, δηλαδή οι ΗΠΑ, είναι ποδοσφαιρικά υπανάπτυκτος ακόμη. Το παγκόσμιο σοκ που προκλήθηκε με το αποτέλεσμα του ημιτελικού της 14ης Ιουλίου 2014 στο στάδιο Μινεϊράο του Μπέλο Οριζόντε, όπου η Γερμανία επιβλήθηκε με 7-1 της «οικοδέσποινας» Βραζιλίας ήταν πραγματικά πρωτοφανές. Η ιστορία ακόμη δεν έχει αποτιμήσει ποιο τελικά ήταν το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό σοκ στην ιστορία της μουντιαλικής ανθρωπότητας. Αν ήταν το περίφημο Μαρακανάζο του 1950, όταν και η Βραζιλία, πάλι ως οικοδέσποινα ηττήθηκε στον τελικό από την Ουρουγουάη με 2-1 ή αν είναι η συντριβή της από τη Γερμανία το 2014.
Το ζήτημα είναι ότι εκείνο το παιχνίδι έδειξε πως από τη μια μεριά η Βραζιλία κατέβηκε χωρίς προσανατολισμό, χωρίς μια διακριτή αγωνιστική ταυτότητα, ενώ από την άλλη η Γερμανία παρέταξε ελλειμματικό μεν ταλέντο, αλλά όλα εκείνα τα στοιχεία προσήλωσης, αποφασιστικότητας, ομαδικότητας και πειθαρχίας τα οποία υποταγμένα και ενσωματωμένα σε μια συμπαγή αντίληψη ποδοσφαιρικής και τεχνοκρατικής ανωτερότητας, έγιναν αιχμή του δόρατος και δήμιος των Βραζιλιάνων. Φυσικά, η Γερμανία δεν είναι τυχαία ομάδα. Μπορεί να μην έχει τις περισσότερες συμπάθειες στον ποδοσφαιρικό πλανήτη, αλλά στις 17 μεταπολεμικές διοργανώσεις του παγκοσμίου κυπέλλου, έχει φτάσει οκτώ φορές στον τελικό και έχει κατακτήσει τέσσερις φορές το κύπελλο. Τόσες συμμετοχές δεν έχει ούτε η Βραζιλία η οποία έφτασε εφτά φορές σε τελικό όμως όντας πιο αποτελεσματική νίκησε στους πέντε.
Το θέμα ωστόσο είναι πως το σύγχρονο ποδόσφαιρο παραμερίζει την ποδοσφαιρική ταυτότητα κάθε συγκροτήματος. Ολοένα και περισσότερο στο αμιγώς αγωνιστικό μέρος αντανακλάται η εμπορευματική και βιομηχανική ομογενοποίηση. Οι Βραζιλιάνοι έχουν πάψει προ πολλού να είναι οι ζογκλέρ και οι μάγοι της μπάλας. Στους Ιταλούς δεν αρκεί πια η στόφα της παλιάς καλής ομάδας, του κατενάτσιο και της αυταπάρνησης και στους Ουρουγουανούς δεν αρκεί πια λίγο ταλέντο και πολύ σκληρότητα στο παιχνίδι.
Το «θαύμα της Βέρνης»
Είναι ίσως διδακτικό να σταθούμε σε μια ιστορία από το παρελθόν η οποία δείχνει να δικαιώνεται στο παρόν και το μέλλον του αθλητικού, αλλά όχι μόνο, γίγνεσθαι. Θα σταθούμε στο επονομαζόμενο «Θαύμα της Βέρνης», όχι τόσο από ιστοριογραφικής άποψης όσο μέσα από τη ματιά του σημαντικού Γερμανού σκηνοθέτη Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο οποίος στην ταινία αλλά και στη θεατρική της διασκευή Ο Γάμος της Μαρίας Μπράουν δίνει παράλληλα με την κορύφωση του δράματος που εκτυλίσσεται στο τελευταίο μέρος, την ατμόσφαιρα της εποχής μετά τον πόλεμο στη διχασμένη Γερμανία.
Για να αποτυπώσει με τον πιο γλαφυρό τρόπο την «εθνική αφήγηση» εκείνης της εποχής στη Γερμανία, παράλληλα με τη δράση, παίζει και η αναμετάδοση του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ελβετίας του 1954. Ο τελικός γίνεται στη Βέρνη μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας, η οποία συμμετέχει για πρώτη φορά μεταπολεμικά σε Μουντιάλ καθώς η διεθνής συνομοσπονδία την είχε τιμωρήσει μαζί με την Ιαπωνία για τα δεινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και της ποδοσφαιρικής υπερδύναμης της εποχής, της Ουγγαρίας. Μάλιστα στην πρώτη φάση, οι δύο ομάδες είχαν βρεθεί και πάλι αντιμέτωπες και οι Γερμανοί είχαν γνωρίσει τη συντριβή από τους Ούγγρους, με 8-3. Κανείς δεν περίμενε να βρεθεί η Δυτική Γερμανία στον τελικό και να νικήσει με 3-2 την Ουγγαρία.
Όπως θα αποδειχτεί δεκαετίες αργότερα, το επονομαζόμενο «θαύμα της Βέρνης», ήταν κι αυτό βασισμένο σε αθέμιτα μέσα. Ωστόσο αυτό μάλλον ήσσονος σημασίας είναι μπροστά στο μήνυμα που περνάει με τη ταινία ο Φασμπίντερ. Όλοι οι όγκοι αποτυχίας και προσωπικών αδιεξόδων που οδηγούν τους πρωταγωνιστές ως την αυτοκτονία, δηλαδή η στυφνή και χωρίς συναισθήματα τεχνοκρατική ανέλιξη, το πάθος για χρήμα κι εξουσία που γίνονται τελικά βρόγχος, αναγορεύονται στις κυρίαρχες αξίες ανασυγκρότησης και κατοπινής επικράτησης ενός έθνους. Αν οι ήρωες αυτοκτονούν, η εικόνα της νικήτριας εθνικής ποδοσφαίρου της Γερμανίας είναι η εικόνα από το μέλλον. Είναι το μέλλον. Η δικαιωμένη τελικά τεχνοκρατική αντίληψη περνάει ολοένα και πιο πολύ και στο ποδόσφαιρο. Ο «βασιλιάς» των αθλημάτων φαντάζει αποστεωμένος και δέσμιος μιας βιομηχανίας την οποία νέμονται μια δράκα πολυεθνικών και μάνατζερ. Και ο Φασμπίντερ δικαιώνεται…