Δημήτρης Σταμούλης
Αποτέλεσμα του συνεχούς ξεζουμίσματος του εργατικού εισοδήματος
Σε μια περίοδο που η κυβέρνηση επιταχύνει τις ηλεκτρονικές κατασχέσεις της λαϊκής κατοικίας και περιουσίας, ως αποτέλεσμα της «και με το παραπάνω δημοσιονομικής προσαρμογής» της χώρας -κατά την έκφραση Τσίπρα στο πρόσφατο υπουργικό συμβούλιο- εξαγγέλθηκε με τυμπανοκρουσίες το μέτρο της επιδότησης μέρους του ενοικίου, ή δόσης στεγαστικού δανείου. Το μέτρο, σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα έχει συνολικό προϋπολογισμό 617 εκατ. ευρώ, από το 2019 και υποτίθεται ότι θα αφορά 1,2 εκατομμύρια πολίτες. Το εισοδηματικό όριο θα είναι τα 8.000 ευρώ για έναν ενήλικα, στα οποία προστίθενται 4.000 ευρώ για κάθε παιδί ή άλλο ενήλικο που βρίσκεται στο νοικοκυριό και το ύψος του χορηγούμενου ποσού θα κυμαίνεται από 70 ως 210 ευρώ το μήνα.
Για παράδειγμα, μια μονογονεϊκή οικογένεια με ένα παιδί, για να λάβει επίδομα 105 ευρώ θα πρέπει να έχει εισόδημα 12.000 ευρώ ή μισθό το πολύ 860 ευρώ, όταν στο κέντρο της Αθήνας, διαμερίσματα 1-2 δωματίων, 40-70 τ.μ., έχουν ενοίκιο 350-450 ευρώ, ενώ σε άλλες εργατικές γειτονιές (π.χ. Κορυδαλλός και Νίκαια), είναι λίγο πιο κάτω 350 ευρώ το μήνα. Εάν συνυπολογιστεί το επίδομα στέγασης, η οικογένεια του παραδείγματος θα πρέπει να επιβιώσει με 500 ευρώ το μήνα!
Σε μια εποχή, λοιπόν, που η ακραία φτώχεια δε φαίνεται να υποχωρεί, ούτε καν να περιορίζεται, η κυβέρνηση παρουσιάζει ως κοινωνική πολιτική ένα μέτρο που υπήρχε επί παλιού Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) ως το 2009, όταν και το κατάργησε το πρώτο μνημόνιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μέτρο «ανακούφισης» των πιο εξαθλιωμένων της ελληνικής κοινωνίας. Παρά το γεγονός ότι η υλοποίηση του τρίτου μνημονίου που συνυπέγραψε με τους δανειστές τοκογλύφους έχει οδηγήσει με περαιτέρω μείωση μισθών, μοίρασμα της ανεργίας που παραμένει υψηλή (31,3% η πραγματική κατά την ΕΚΤ!), ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων (1 στις 2 νέες προσλήψεις είναι ελαστική), σε περαιτέρω ξεζούμισμα του εργατικού εισοδήματος.
Σύμφωνα με τον ερευνητικό οργανισμό «Διανέοσις», το 2016, 1,48 εκατ. άτομα παρέμεναν σε κατάσταση ακραίας φτώχειας. Μάλιστα το ποσοστό ακραίας φτώχειας ενώ το 2009 ήταν μόλις 2,2%, το 2016 είχε εκτιναχθεί σε 13,6%, ως αποτέλεσμα των «δημοσιονομικών προσαρμογών». Με τα ψωροεπιδόματά τους δεν αλλάζει αυτή η τραγική πραγματικότητα. Η «κοινωνική πολιτική» της κυβέρνησης αρχίζει στην ληστρική λεηλασία των εργαζόμενων και τη λιτότητα και καταλήγει στο χτύπημα της κοινωνικής πολιτικής (δημόσια υγεία, παιδεία, ασφάλιση, συντάξεις). Έτσι δημιουργεί ματωμένα πλεονάσματα, και από αυτά στη συνέχεια, «πετά» σε ορισμένους κάποια «ξεροκόκαλα» ανάλογα με το τι της επιτρέπουν κεφάλαιο και δανειστές. Δεν είναι τυχαίο ότι για ένα άλλο επίδομα, αυτό της ανεργίας, αρνείται είτε να το αυξήσει είτε να το δώσει σε όλους τους ανέργους, όταν είναι γνωστό πως π.χ. το πρώτο δεκάμηνο του 2017, ενώ ο αριθμός των ανέργων ήταν 1.030.000, αυτοί που λάμβαναν επίδομα ανεργίας ήταν μόλις 121.000.