Φοίβος Λιναρδάτος
Ο γαλλικός Μάης είναι ένα από εκείνα τα «συμβάντα» της ταξικής πάλης όπου ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώνεται εξαιρετικά και τα γεγονότα τρέχουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Μία από εκείνες τις «στιγμές» που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια, ωστόσο τα υπόγεια ρεύματα που κινούν την ιστορία τις προετοιμάζουν με απόλυτη βεβαιότητα.
Πράγματι, λίγες ημέρες πριν κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα επακολουθούσε. Στο διάγγελμά του (31/12/1967) για τη νέα χρονιά, ο πρόεδρος Σαρλ Ντε Γκολ θεωρούσε πως μόνο «κλυδωνισμοί ικανοί να αναστατώσουν το Σύμπαν θα μπορούσαν να μας κάνουν να παραλύσουμε από κρίσεις». Στις 15 Μάρτη, ο Πιέρ Βιανσόν-Ποντέ, κορυφαία πένα της γαλλικής δημοσιογραφίας διαπίστωνε στην εφημερίδα Μοντ πως «η Γαλλία πλήττει», ενώ στα τέλη Απριλίου το ΓΚΚ διαβεβαίωνε το τμήμα διεθνών σχέσεων του ΚΚΣΕ ότι «δεν ετοιμάζεται τίποτα σοβαρό» και η γαλλική Ασφάλεια διαπίστωνε ότι «η φοιτητική μάζα δεν συμμετέχει στα έκτροπα». Αντιθέτως, ο Γκοντάρ στην Κινέζα έδειχνε να ψυχανεμίζεται τι γίνεται στη Ναντέρ.
Η φοιτητική σπίθα
Η 3η Μαΐου 1968 ήταν ημέρα κομβική. Ήταν η ημέρα που στην Ουμανιτέ δημοσιευόταν άρθρο-καταπέλτης του Ζορζ Μαρσέ, ηγετικού στελέχους του ΓΚΚ, κατά των «γκρουπούσκουλων», των μικρών πολιτικών ομάδων, οι οποίες πρωτοστατούσαν στις έως τότε φοιτητικές κινητοποιήσεις και κινούνταν στα αριστερά του κόμματος, έχοντας προέλθει σε μεγάλο βαθμό από διασπάσεις της φοιτητικής νεολαίας του ή από τους καταστασιακούς και τον αναρχικό χώρο. Ήταν όμως και η ημέρα που τούτες οι κινητοποιήσεις ξεπερνούσαν τον μικρό κύκλο των «μυημένων», έβγαιναν από τους φοιτητικούς χώρους της Ναντέρ και της Σορβόνης και μεταφέρονταν στο Καρτιέ Λατέν και το Παρίσι γενικότερα.
Πολλοί απέδωσαν το πέρασμα από τις διάσπαρτες και μειοψηφικές ενέργειες, τις προκλήσεις και τις παραδειγματικές πράξεις στο πραγματικό κίνημα στον υπερβάλλοντα ζήλο των κατασταλτικών αρχών, που με τη βαναυσότητά τους πυροδότησαν τη φοιτητική αντίδραση. Δεν ήταν μόνο ή κυρίως αυτό. Η εκρηκτική ύλη που συσσώρευαν ο ακαδημαϊκός αυταρχισμός και η αβέβαιη επαγγελματική προοπτική, η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Βιετνάμ, ο τεχνοκρατισμός και η παράδοση των σπουδών στο κεφάλαιο, ο πουριτανισμός και η ρηχότητα της ζωής – αυτά ήταν που έφερναν κατά χιλιάδες πλέον τους φοιτητές σε δρόμους που καίνε.
Το βήμα της 3ης Μαΐου έγινε μεγαλύτερο στις 6 Μαΐου, ημέρα κατά την οποία οκτώ φοιτητές της Ναντέρ παραπέμπονταν στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Τους συμπαραστάθηκαν το πρωί 5.000 φοιτητές, που το απόγευμα διπλασιάστηκαν. Για να αντιμετωπίσουν την αστυνομική αγριότητα, οι φοιτητές χρησιμοποίησαν μαζικά τους κυβόλιθους με τους οποίους ήταν στρωμένοι οι δρόμοι. Εξ ου και το σύνθημα: «Κάτω από το πλακόστρωτο υπάρχει παραλία». Αφορούσε μόνο την άμμο που βρισκόταν κάτω από τους κυβόλιθους ή ήταν αλληγορικό;
Το μέσο αυτό θα χρησιμοποιηθεί πολύ πιο μαζικά στις 10 Μαΐου, στην πρώτη νύχτα των οδοφραγμάτων – η επόμενη ήταν στις 24 Μαΐου. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο κορυφαίες στιγμές θα παρεμβληθούν η απεργία, οι καταλήψεις δεκάδων σχολών και οι ατελέσφορες προσπάθειες συνάντησης των φοιτητών με τους αγωνιζόμενους εργάτες.
Οι εργάτες στο προσκήνιο
Σχεδιάστηκε για να είναι μια τυπική απεργία διαμαρτυρίας για τα δεκάχρονα της προεδρίας Ντε Γκολ και μια εκτονωτική κίνηση απέναντι στο φοιτητικό κίνημα. Όμως το ένα εκατομμύριο εργατών που ξεχύθηκε στους δρόμους στις 13 Μαΐου έφερε στο προσκήνιο μια βαθύτερη διεργασία, την οποία τα γραφειοκρατικά συνδικάτα δεν μπορούσαν να προβλέψουν.
Δεν είχαν δώσει σημασία στις «άγριες» απεργίες που είχαν εκδηλωθεί το προηγούμενο διάστημα σε αρκετά εργοστάσια, με πρωταγωνιστές τους νέους εργάτες, στήριξη σε διαδικασίες βάσης και αμφισβήτηση του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος. Έτσι αιφνιδιάστηκαν με τη δυναμική που απελευθερώθηκε στην απεργία και προσπάθησαν να ξανακλείσουν το τζίνι στο μπουκάλι, εστιάζοντας σε στενά οικονομικές διεκδικήσεις (η κομμουνιστική CGT) ή σε θεσμικές (η σοσιαλιστική συνομοσπονδία).
Μία ημέρα μετά, οι εργάτες της Sud-Aviation έδειχναν ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εύκολο. Κάτι πιο βαθύ βρισκόταν σε εξέλιξη. Την κατάληψη της αεροναυπηγικής εταιρείας, η οποία οργανώθηκε «από τα κάτω», διαδέχτηκαν σαν χιονοστιβάδα καταλήψεις σε δεκάδες εργοστάσια –μεταξύ αυτών και το εμβληματικό εργοστάσιο της Ρενό στην Μπουλόν-Μπιγανκούρ, λίγο έξω από το Παρίσι– και απεργίες σχεδόν σε όλες τις επιχειρήσεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Έτσι, το δεκαήμερο 17-27 Μαΐου η Γαλλία είχε παραλύσει, από μια απεργία που στην ουσία ήταν γενική και κάλυπτε 8 εκατομμύρια εργαζομένους.
Αυτό σε πρώτο πλάνο. Γιατί σε δεύτερο –που, όπως αποδείχτηκε, ήταν πολύ σημαντικό– σοβούσαν εσωτερικές συγκρούσεις στις συνειδήσεις και την πρακτική των απεργών: αυθεντική κατάληψη ή ανάθεση, ριζοσπαστική διεκδίκηση ή παζάρεμα καλύτερου μισθού, συνάντηση με τη νεολαία ή υγειονομική ζώνη απέναντί της;
Κι ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, τα συνδικάτα κάθονταν στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου με την κυβέρνηση και την εργοδοσία, για να υπογράψουν στις 27 Μαΐου τις συμφωνίες της Γκρενέλ (από το όνομα του δρόμου που βρισκόταν το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων). Οι «κατακτήσεις» που εξασφάλισαν δεν στάθηκαν ικανές να κάμψουν τους εργάτες. Το διαπίστωσαν πρώτοι οι ηγέτες της CGT, στο ίδιο τους το κάστρο, στην Μπουλόν-Μπιγιανκούρ.
Η ώρα της πολιτικής
Το απόγευμα της 27ης Μαΐου ήταν φανερό ότι η Γαλλία ζούσε έναν σοβαρό κλονισμό του αστικού στάτους και έμπαινε εκ των πραγμάτων ζήτημα τούτης ή της άλλης συνολικής πολιτικής λύσης. Όχι ότι ως τότε δεν υπήρχε πολιτικό ζήτημα, απλώς δεν ήταν τόσο καταλυτικά στο προσκήνιο.
Την ημέρα εκείνη, οι κυρίαρχοι αστικοί κύκλοι έδειχναν να ανησυχούν για τη δυναμική των πραγμάτων και να προβληματίζονται για την τακτική που έπρεπε να ακολουθηθεί και τη διάταξη του κομματικού χάρτη μετά την αποτυχία τόσο της τακτικής του μαστίγιου (καταστολή, γραμμή Ντε Γκολ) όσο και του καρότου (συμφωνίες Γκρενέλ, γραμμή Πομπιντού). Από την άλλη, ο ριζοσπαστισμός ενός τμήματος των εργαζομένων και των νέων έδειχνε να μην ικανοποιείται με ψίχουλα, να αναζητά άλλου τύπου απαντήσεις, να μην εγκλωβίζεται εύκολα στις υφιστάμενες συνδικαλιστικές δομές και τη χειραγώγηση από τύποις αριστερά ή κομμουνιστικά κόμματα.
Πώς απάντησαν στο ζήτημα που είχε τεθεί οι πρωταγωνιστές του Μάη; Ένα τμήμα του φοιτητικού κινήματος το βράδυ της 27ης Μαΐου βρέθηκε στο στάδιο Σαρλετί να διασπαθίζει τους αγώνες του σε μια κοινοβουλευτικού τύπου λύση, που συμπυκνωνόταν στο πρόσωπο του σοσιαλιστή Μαντές-Φρανς, πρώην πρωθυπουργού και του πιο αγαπητού στο κατεστημένο υποστηρικτή των φοιτητών. Το ΓΚΚ, που μέχρι τότε έδινε μάχη για να περιοριστούν οι εργατικοί αγώνες σε οικονομικά αιτήματα, πρόβαλλε ως λύση τη «λαϊκή δημοκρατική κυβέρνηση με τη συμμετοχή των κομμουνιστών», η οποία θα προέκυπτε από την κοινοβουλευτική συνεργασία του κόμματος με τη σοσιαλδημοκρατική ομοσπονδία του Φρανσουά Μιτεράν. Ο τελευταίος, πρότεινε στις 28 Μαΐου μια κοινοβουλευτική λύση που συνδύαζε τις δύο προηγούμενες, με τον ίδιο κυρίαρχο και στην προεδρία και υποβαθμισμένο ρόλο του ΓΚΚ. Οι τροτσκιστές υποστήριξαν μια παραλλαγή της πρότασης του ΓΚΚ, χωρίς τον Μαντές-Φρανς και τον Μιτεράν, και συμμετείχαν στη διαδήλωση που οργάνωσε η CGT το μεσημέρι της 29ης Μαΐου για να υποστηρίξει την πολιτική πρόταση του κόμματος.
Και οι πάνω; Οι πάνω ταλαντεύτηκαν. Εξέτασαν τον κίνδυνο μιας ριζοσπαστικής εξέλιξης αλλά και το ενδεχόμενο να κάνουν πέρα τον «Γέρο», όπως αποκαλούσαν τον στρατηγό Ντε Γκολ. Τελικά, όμως, αυτός (αντιπροσωπεύοντας τον αστικό κόσμο) ήταν που έδωσε τη λύση. Εξασφάλισε τη στήριξη του στρατού και κινητοποίησε επίλεκτες δυνάμεις του γύρω από τη γαλλική πρωτεύουσα. Μάλιστα, στις 29 Μαΐου, εξαφανίστηκε για κάποιες ώρες, για να μεταβεί στο Μπάντεν-Μπάντεν στη Γερμανία, όπου έδρευαν 70.000 Γάλλοι στρατιώτες. Κι όταν βεβαιώθηκε ότι το ΓΚΚ δεν είχε πρόθεση να καταλάβει την εξουσία και ο ίδιος είχε τη στήριξη του στρατού, επέστρεψε στη Γαλλία. Με βαρυσήμαντο διάγγελμά του, στις 30 Μαΐου, προκήρυσσε εκλογές και έθετε το δίλημμα: «Ντε Γκολ ή ολοκληρωτικός κομμουνισμός». Πέταξε το γάντι σε κάποιους (ΓΚΚ) που ούτε ήθελαν ούτε μπορούσαν να το σηκώσουν. Χρησιμοποίησε μια απειλή που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε για να συσπειρώσει τους καθωσπρέπει και συντηρητικούς Γάλλους. Και το πέτυχε. Φάνηκε αυτό την ίδια ημέρα, όταν εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι πλημμύρισαν τους δρόμους του Παρισιού για να τον υποστηρίξουν. Την ημέρα εκείνη έκλεισε στην ουσία η δυνατότητα του Μάη να μετεξελιχθεί σε άμεση πολιτική ανατροπή* η ρωγμή του όμως παρέμεινε.