Ιταλία
Γιώργος Παυλόπουλος
Στόχος των δύο κυβερνητικών εταίρων και του εκλεκτού τους για τη θέση του πρωθυπουργού (που ήδη δέχεται… πρέσινγκ, μετά τις αποκαλύψεις για το βιογραφικό και τις οφειλές του) δεν είναι η ρήξη με την ΕΕ και την ευρωζώνη, αλλά η επαναδιαπραγμάτευση της θέσης της Ιταλίας και η διεκδίκηση αναβαθμισμένου ρόλου.
Αντιδραστικό και εχθρικό για τους εργαζόμενους το πρόγραμμα
Ο σύνδεσμος βιομηχάνων διεμήνυσε ήδη ότι απορρίπτει τις παροχές προς τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα
Πέντε πράγματα οφείλουν να είναι ξεκάθαρα εξαρχής όσον αφορά στη συμφωνία για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης της Ιταλίας, που οριστικοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα, μετά από περίπου δυόμιση μήνες «παζάρι». Πρώτον, ότι δεν είναι η πρώτη φορά μεταπολεμικά που στην κυβέρνηση της συγκεκριμένης χώρας θα συμμετέχει ένα ακροδεξιό κόμμα, μιας και η Λίγκα του Βορρά (όπως και τα Αδέλφια της Ιταλίας, που τώρα όμως δεν έχουν ρόλο) ήταν σύμμαχοι του Μπερλουσκόνι κατά την προηγούμενη κυβερνητική του θητεία. Δεύτερον, ότι το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, η μεγαλύτερη δηλαδή συνιστώσα της νέας κυβέρνησης που θα συγκροτήσει (άνευ απροόπτου) ο εξωκοινοβουλευτικός και τεχνοκράτης Τζουζέπε Κόντε, δεν αποτελεί τμήμα της Αριστεράς, έστω κι αν εκμεταλλεύτηκε τη βαθιά κρίση του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου και «κούρσεψε» μαζικά τις ψήφους των αριστερών και της εργατικής τάξης – άλλωστε, στην Ευρωβουλή έχει συνεργαστεί με το βρετανικό UKIP του Φάρατζ.
Τρίτον, ότι οι τελευταίες εξελίξεις αποτυπώνουν γλαφυρά τη βαθιά και πολύπλευρη κρίση που μαστίζει την Ιταλία και την απαξίωση του «παλιού» πολιτικού σκηνικού και προσωπικού της χώρας, φανερώνοντας παράλληλα τις οργιώδεις διεργασίες που συντελούνται σε επίπεδο κοινωνίας. Τέταρτον, ότι καθίσταται για μια ακόμη φορά κραυγαλέα (και συνάμα τραγική) η απουσία της Αριστεράς και ειδικά ενός αντικαπιταλιστικού ρεύματος ρήξης και ανατροπής μέχρι τέλους που θα μπορούσε να διεκδικήσει την ηγεμονία στη σημερινή Ιταλία που «βράζει», με αποτέλεσμα να αφήνει ελεύθερο το έδαφος για να αλωνίζουν οι πάσης φύσης ακροδεξιοί και εθνικιστές «αντισυστηνμικοί». Και πέμπτον, ότι η κυβέρνηση αυτή έρχεται να βαθύνει τα υπάρχοντα και να προκαλέσει επιπλέον ρήγματα στο οικοδόμημα της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Σε αυτό το τελευταίο σημείο οφείουμε να είμαστε επίσης ξεκάθαροι. Η απειλή για την ΕΕ, η ανησυχία που διακατέχει τα επιτελεία της και οι απειλές που έχουν διατυπώσει ήδη ανοιχτά αρκετοί κορυφαίοι πολιτικοί και αξιωματούχοι της, δεν απορρέουν από την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση του ντι Μάγιο και του Σαλβίνι θα αμφισβητήσει την κυριαρχία του κεφαλαίου στην Ιταλία και την Ευρώπη. Έχουν να κάνουν, πρώτα και πάνω από όλα, με την απόφαση του ιταλικού καπιταλισμού και της ιταλικής αστικής τάξης να διεκδικήσουν δυναμικά αναβαθμισμένη θέση και ρόλο στον ευρωπαϊκό καταμερισμό, αμφισβητώντας την ντε φάκτο πρωτοκαθεδρία Γερμανών και Γάλλων.
Για να το καταφέρουν, εφαρμόζουν την κλασική, δοκιμασμένη συνταγή: Αξιοποιούν τη λαϊκή αγανάκτηση και απελπισία, την ανάγκη για κάτι νέο που θα δίνει προοπτική και ελπίδα, υποτάσσοντας μεγάλα τμήματα της κοινωνίας στην εξυπηρέτηση των επιδιώξεων της ολιγαρχίας. Ενισχύουν, έτσι, την ηγεμονία της σε όλα τα επίπεδα και της προσφέρουν ένα στρατό προθύμων, οι οποίοι (οι δύστυχοι…) πιστεύουν ότι ψηφίζουν και εργάζονται για τη ρήξη με το κατεστημένο από την πλευρά των δικών τους συμφερόντων. Οικοδομείται, με άλλα λόγια, μια συμμαχία ανάμεσα στους «πάνω» (που εκφράζονται κυρίως από τη Λίγκα, η οποία σάρωσε στον πλούσιο Βορρά) και τους «κάτω» (μέσω των Πέντε Αστέρων, που κυριάρχησαν στον φτωχότερο Νότο), πάνω στον καμβά του εθνικού συμφέροντος , που στη συγκεκριμένη φάση περιλαμβάνει και την ελεγχόμενη αντιπαράθεση με το «διευθυντήριο» των Βρυξελλών και κυρίως το Βερολίνο.
Σε καμία περίπτωση, φυσικά, στόχος της νέας κυβέρνησης και αυτών που τη στηρίζουν δεν είναι η συνολική ρήξη με το «κατεστημένο» της ΕΕ και του ευρώ. Εξάλλου, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αστική τάξη της Ιταλίας, ιδρυτικής χώρας-μέλους της ΕΟΚ, έχουν εδώ και δεκαετίες δεθεί οργανικά και με πανίσχυρους δεσμούς με το εγχείρημα και το οικοδόμημα της «καπιταλιστικής ολοκλήρωσης» της Ευρώπης. Σήμερα, λοιπόν, αυτό που αμφισβητούν δεν είναι η ουσία της, αλλά η μορφή της, απαιτώντας να… ανακατευτεί πάλι η τράπουλα – παραπέμποντας έντονα, και σε αυτό το επίπεδο, στην τακτική του Τραμπ έναντι των εταίρων και ανταγωνιστών των ΗΠΑ σε όλο τον πλανήτη.
Για να μην υπάρχουν δε αμφιβολίες περί αυτού, ο πρόεδρος του συνδέσμου βιομηχάνων της Ιταλίας, της Κονφιντούστρια, τα είπε σταράτα λίγη ώρα προτού ο Κόντε εισέλθει στο προεδρικό μέγαρο για να λάβει την εντολή από τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Όχι απλώς ζήτησε να μην υπάρχει κατά μέτωπο σύγκρουση με τις Βρυξέλλες, αλλά αμφισβήτησε εξαρχής εκείνο το τμήμα της συμφωνίας ανάμεσα στα δύο κόμματα που ισοδυναμεί με κάποιου είδους παροχές για τα φτωχότερα στρώματα. «Δεν ξέρω από πού θα προέλθουν όλοι αυτοί οι πόροι που απαιτούνται για να γίνουν πράξη οι πολλές διακηρύξεις και υποσχέσεις», είπε χαρακτηριστικά.
Φυσικά, δεν αμφισβήτησε τη δραστική μείωση του συντελεστή φορολόγησης που προτείνεται (ενιαίος στο 15-20%), μιας και από αυτό θα βγουν οφελημένες κυρίως οι επιχειρήσεις. Ούτε εμφανίστηκε αντίθετος στις προσπάθειες για μείωση του δημόσιου χρέους, ακόμη και μέσω του παζαριού με την ΕΚΤ για «παραγραφή» κάπου 250 δισ. ευρώ που έχουν υπονοήσει ντι Μάγιο και Σαλβίνι. Όμως, έθεσε στο στόχαστρό του άλλα μέτρα που έχουν διακηρυχθεί, όπως είναι για παράδειγμα, η ακύρωση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού και η γενναία αύξηση του κατώτατου εγγυημένου μηνιαίου εισοδήματος κοντά στα 750 ευρώ για όλα τα νοικοκυριά. Διότι, όπως ισχυρίζεται, τέτοιου είδους πολιτικές πλήττουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων – και σε αυτό, βεβαίως, δεν μοιάζουν διατεθειμένοι να του φέρουν πολλές αντιρρήσεις οι ηγέτες των δύο εταίρων ούτε ο προαλειφόμενος για νέος πρωθυπουργός.
Αναμφισβήτητα, πάντως, εκείνο στο οποίο συμφωνούν όλοι – μαζί και ο πρόεδρος Ματαρέλα, ο οποίος εμφανίζεται ως η φωνή της λογικής, της δημοκρατίας και του κατεστημένου – είναι ένα: Η δραστική μείωση του αριθμού των προσφύγων που θα δέχεται η Ιταλία και η άμεση απομάκρυνση από το έδαφός της περίπου μισού εκατομμυρίου.