Ιάσονας Σιαμαντάς
Ο Μάης έδειξε πως ακόμη και στην καρδιά του αναπτυγμένου καπιταλισμού, ακόμη και σε μια εποχή που αυτός φαίνεται να σαρώνει τα πάντα -άρα, γιατί όχι και σήμερα- μπορούν να υπάρχουν εκρήξεις ριζοσπαστικές, που βάζουν απέναντι ολόκληρο το καπιταλιστικό μοντέλο και διερευνούν μια προοπτική πέρα κι ενάντια σε αυτό.
Η νεολαία, ως ευαίσθητος παλμογράφος κάθε εποχής, αντιλαμβάνεται ότι ο καπιταλισμός, παρά τα ιδεολογήματα περί «αφθονίας», δεν μπορεί να δώσει ένα θετικό όραμα
Αν και μπορεί να μοιάζει με κλισέ, στην πραγματικότητα ο Μάης παραμένει επίκαιρος ακριβώς γιατί τα αίτια που έβγαλαν τους φοιτητές τότε στο προσκήνιο και στα οδοφράγματα παραμένουν και εντείνονται. Έτσι σήμερα το άρωμα του Μάη είναι ακόμη εκεί, στη χώρα που τον γέννησε, στις μεγάλες συνελεύσεις, καταλήψεις και πορείες των εργατών και των φοιτητών της Γαλλίας κόντρα στην αναδιάρθρωση της παιδείας και του δημοσίου που επιχειρεί η κυβέρνηση Μακρόν. Αλλά είναι κι εδώ και παντού όπου ο κόσμος του κεφαλαίου, για να ξεπεράσει την κρίση του, επιτίθεται με τις ίδιες περίπου συνταγές στη νεολαία και τον κόσμο της εργασίας.
«Στην πραγματικότητα, αν υπάρχει ένα πρόβλημα της “νεολαίας” στη σύγχρονη κοινωνία, αυτό οφείλεται στο ότι η νεολαία αισθάνεται με περισσότερη οξύτητα τη βαθιά κρίση αυτής της κοινωνίας. Όντας κατεξοχήν προϊόν της σύγχρονης κοινωνίας, είναι κι η ιδία σύγχρονη είτε για να ενσωματωθεί σ’ αυτήν ανεπιφύλακτα, είτε για να την αρνηθεί ριζικά». Γραμμένο, θά ‘λεγε κανείς για το σήμερα, για το σημερινό κορυφαίο δίλημμα που προβάλλει και τώρα ως επιλογή ζωής για τη σύγχρονη νεολαία, τούτο το ερώτημα που διατυπώνει η μικρή μπροσούρα με τίτλο Για την αθλιότητα των φοιτητικών κύκλων, που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1966 στο Στρασβούργο, μας βοηθά να δούμε τα αίτια της φοιτητικής έκρηξης του 1968.
Για να δούμε, όμως, τα αίτια, πρέπει να ψάξουμε νωρίτερα. Είκοσι και κάτι χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου φαίνεται να πλησιάζει το τέλος της «χρυσής τριακονταετίας» του καπιταλισμού και ο ίδιος αρχίζει να δείχνει τα πρώτα του λαχανιάσματα. Σε αυτό το κλίμα, η νεολαία, η οποία για πρώτη φορά στην ιστορία βρίσκεται πλέον τόσο μαζικά στα πανεπιστήμια, ως ευαίσθητος παλμογράφος κάθε εποχής, αντιλαμβάνεται ότι ο καπιταλισμός, παρά τα αστικά ιδεολογήματα της εποχής περί «αφθονίας», σταθερής απασχόλησης κ.λπ., δεν μπορεί να της δώσει ένα θετικό όραμα. Το πολύ να της προσφέρει μια ζωή που, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα διαφέρει από αυτή των πατεράδων και των παππούδων της.
Παράλληλα βλέπει πως ο πιεστικός και κουραστικός δρόμος της ανώτατης παιδείας, ο οποίος το προηγούμενο διάστημα μπορούσε να της εγγυηθεί οικονομική και κοινωνική ανέλιξη, πλέον έχει μετατραπεί σε μια κούρσα που καταδικάζει την πλατιά πλειοψηφία των φοιτητών της εποχής στη ζωή που επιφύλασσε η φορντική γραμμή παραγωγής για την ανειδίκευτη ή μισοειδικευμένη εργατική τάξη. Αναδεικνύεται, έτσι, στη συνείδηση της νεολαίας η βαθιά αντίθεση μεταξύ των δυνατοτήτων της ίδιας και της εποχής και του ρόλου που της επιφύλασσε το αστικό καθεστώς τόσο στην παραγωγή όσο και στην κοινωνία.
Το ζήτημα της εργασιακής προοπτικής άνοιγε επιτακτικά και πολύπλευρα για τους φοιτητές. Αφορούσε τον ρόλο των αποφοίτων στην παραγωγική διαδικασία και ιεραρχία, τον επικείμενο (ειδικά για τα μικροαστικά κομμάτια) ταξικό υποβιβασμό τους (αλλιώς, την προλεταριοποίησή τους), αλλά και τις δυνατότητες για επαγγελματική αποκατάσταση που θα είχαν ως αυριανοί εργαζόμενοι. Έτσι, το ερώτημα δεν ήταν μόνο αν θα έβρισκαν ή όχι δουλειά, αλλά και τι δουλειά θα ήταν αυτή, με ποιο περιεχόμενο και κοινωνικό ρόλο. Χαρακτηριστικό για τα παραπάνω είναι ότι σε ερευνά του IFOP (Institut Français d’ Opinion Publique) τον Σεπτέμβριο του 1968, το 57% των ερωτηθέντων απάντησε πως το κύριο αίτιο των κινητοποιήσεων του Μάη ήταν η εργασιακή προοπτική της νεολαίας.
Κόντρα στα «πρέπει» του συστήματος
Ωστόσο, ο Μάης δεν αμφισβήτησε μόνο -έστω εμβρυακά- την παραγωγική βάση του καπιταλισμού και το υποταγμένο σε αυτήν πανεπιστήμιο· στράφηκε συνολικά ενάντια στον καπιταλιστικό τρόπο ζωής και το κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο (επίσης εμβρυακά). Στην ίδια έρευνα, η δεύτερη απάντηση με ποσοστό 35% έλεγε πως σημαντικό αίτιο ήταν η μη προσαρμογή των πανεπιστημίων στις σύγχρονες ανάγκες (που πάντως κατανοούνταν αντιφατικά). Έτσι, μέσα και από την κατάσταση των γαλλικών πανεπιστημίων, που περισσότερο έμοιαζαν με μεσαιωνικά μοναστήρια παρά με σύγχρονα ιδρύματα, γεννιέται η αντιαυταρχική διάθεση, κοινό γνώρισμα των αγωνιστών της περιόδου, καθώς και το αίτημα για δημοκρατικές ελευθερίες.
Η εναντίωση σε αυτή την κατάσταση εκφράστηκε με πολλούς τρόπους, με πιο χαρακτηριστική ίσως τη διεκδίκηση των φοιτητών για ελεύθερη είσοδο στα δωμάτια των δύο φύλων. Μια διεκδίκηση που κατά βάση δεν πήγαζε από το πνεύμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, αλλά από τη διάθεσή τους να είναι αυτοί που θα ορίζουν τη ζωή τους σε όλες τις πτυχές της, από την εργασία και τις σπουδές έως την τέχνη και των έρωτα. Να αρνηθούν το ότι οι αξίες που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζονται αυστηρά και «ορθολογικά» από τους πάνω, είναι χυδαία και μονοδιάστατα υλικές, δεν μπορεί να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, το «αλληλεγγύη στον λαό του Βιετνάμ» ή το «όχι στις φυλετικές διακρίσεις».
Οι νέοι τότε προσπάθησαν -αντιφατικά και με ελλείψεις, προφανώς- να σκιαγραφήσουν ένα διαφορετικό αξιακό πρόταγμα κόντρα στο καλούπωμα, κόντρα στα «πρέπει» των πρυτάνεων, στα «πρέπει» του Ντε Γκολ ή του παραδοσιακού ΚΚ, κόντρα τελικώς στα «πρέπει» που προέβαλε το σύστημα.