Γιώργος Τσαντίκος
Με έκθεσή του, το Ελεγκτικό Συνέδριο της ΕΕ προαναγγέλλει τον «θάνατο» των ΣΔΙΤ καθώς αποδείχθηκαν προβληματικές. Θα δώσουν βέβαια τη θέση τους σε ακόμα πιο κερδοφόρες για το κεφάλαιο «φόρμουλες».
Οι Συμπράξεις Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), είναι βασικά ένας τρόπος εκχώρησης δημόσιας περιουσίας σε ιδιώτες, προκειμένου αυτοί να εξοικονομήσουν από το αρχικό κεφάλαιο επενδύσεων εις βάρος του Δημοσίου και στη συνέχεια, να βγάλουν κέρδος από αυτές. Ωστόσο, φαίνεται ότι η «μπογιά» τους ξεθωριάζει, καθώς μέχρι και η ΕΕ διαπιστώνει ότι είναι προβληματικές.
Πριν από λίγο καιρό, το Ελεγκτικό Συνέδριο της ΕΕ σε 100σέλιδη έκθεσή του με τίτλο «Οι Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα στην ΕΕ: Πολλαπλές αδυναμίες και περιορισμένα οφέλη» διαπίστωνε ότι …υπάρχει πρόβλημα. Το ενδιαφέρον είναι ότι το πρόβλημα δεν εστιάζεται ειδικά στην Ελλάδα, ώστε να έχουν βάση και νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα τύπου «εδώ δεν περάσαμε διαφωτισμό/καπιταλισμό/ ιδιωτικό τομέα» που ενισχύουν την εύκολη αντίληψη περί «ψωροκώσταινας», αλλά σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Φυσικά, δεν πρόκειται για μια έκθεση που προασπίζει το δημόσιο συμφέρον και τη θέση ότι δεν μπορούν να ξεπουλιούνται τα πάντα, ειδικά βασικές υποδομές και τομείς όπως οι οδικοί άξονες, η εκπαίδευση, η υγεία κ.λπ. Η αφοπλιστική όμως, παραδοχή, ότι «στα περισσότερα ελεγχθέντα έργα, η μέθοδος των ΣΔΙΤ επελέγη χωρίς να έχει προηγηθεί συγκριτική ανάλυση που να καταδεικνύει ότι επρόκειτο για τη μέθοδο που μεγιστοποιούσε την αποδοτικότητα» καταδεικνύει ότι η συγκεκριμένη διαδικασία δεν έχει να κάνει με την εξασφάλιση ποιότητας,
συμφέροντος, κοινωνικού χαρακτήρα, αλλά είναι εργαλείο εφαρμογής πολιτικής. Της ίδιας πολιτικής που επιτάσσει «μικρότερο κράτος», άρα στρατιές αναπληρωτών στην εκπαίδευση χιλιάδες συμβασιούχους στους Δήμους κ.ο.κ.
Το σχετικά ιλαρό είναι πως 13 κράτη δεν εμπιστεύτηκαν καν τη διαδικασία των ΣΔΙΤ, όπως παρατηρεί η έκθεση. Στην Ελλάδα όμως, οι μεγαλοκατασκευαστικές πήραν μερίδα του λέοντος. Η έκθεση αναφέρει ό,τι σχεδόν έχει προσαφθεί στον τρόπο με τον οποίο εκχωρήθηκαν σε ιδιώτες και κατασκευάστηκαν οι μεγάλοι οδικοί άξονες, για να παραδοθούν στην κυκλοφορία μετά από πολλά χρόνια, πανάκριβοι και σχεδόν απαγορευτικοί για το μέσο εισόδημα που άλλωστε, συμπιέστηκε πολύ στην Ελλάδα των μνημονίων.
Καταρχάς, η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναφέρει ότι η κατασκευή-αναβάθμιση των οδικών δικτύων πρακτικά ανατέθηκε σε αναδόχους και δεν επέτρεψε κάποια διαπραγμάτευση: «Η διαπραγματευτική θέση του εταίρου από τον δημόσιο τομέα θα ήταν καλύτερη, προκειμένου να επιτύχει ευνοϊκότερους συμβατικούς όρους, εάν είχαν αξιολογηθεί τουλάχιστον δύο προσφέροντες». Στην Ιρλανδία, αντίστοιχα οδικά έργα καθυστέρησαν γιατί ο ανάδοχος «δεν είχε συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια». Πίσω στην Ελλάδα, τα έργα που ελέγχθηκαν παρουσίασαν καθυστερήσεις και υπερβάσεις κόστους περί το 1,2 δισ. ευρώ που επιβάρυνε το Δημόσιο. Στην Ισπανία όπου πάλι πλήρωσε το Δημόσιο, το παραπάνω κόστος ήταν 0,3 δισ. ευρώ, στη Γαλλία ήταν 13 δισ. ευρώ περισσότερα από τα προϋπολογισμένα, σπάζοντας κάθε ρεκόρ στην ΕΕ.
Ακόμα πιο «γαργαλιστικά» είναι τα συμπεράσματα για τον τρόπο χρηματοδότησης των έργων που τα πλήρωσαν οι έλληνες πολίτες πριν φτιαχτούν καν. «Δεδομένου ότι οι δημόσιες αρχές είχαν μεταβιβάσει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο της ζήτησης (κυκλοφορία) στους εταίρους από τον ιδιωτικό τομέα (παραχωρησιούχους) στις συμβάσεις ΣΔΙΤ, η μείωση των εσόδων επηρέασε σημαντικά την οικονομική ισορροπία των συμβάσεων και οδήγησε τους δανειστές να διακόψουν τη χρηματοδότηση των έργων, καθώς δεν πίστευαν πλέον στην οικονομική βιωσιμότητά τους, με αποτέλεσμα την άμεση αναστολή των κατασκευαστικών εργασιών».
Η …εκπληκτική διαπίστωση, ότι δηλαδή οι ελληνικές κυβερνήσεις έκαναν συμφωνίες που ουσιαστικά επέτρεπαν σε αναδόχους και δανειστές να μην φτιάξουν τα έργα, μεταφράστηκε στις διαδοχικές «επανεκκινήσεις» των έργων σε διάφορα χρονικά σημεία, με αξέχαστα περιστατικά τις …σκόνες πίσω από τους Σαμαρά-Βενιζέλο σε εργοτάξιο που ουσιαστικά δεν λειτουργούσε, αλλά και τις διαδοχικές «κορδέλες» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε τμήματα της Ιόνιας, τα οποία αμέσως μετά κόστιζαν πανάκριβα στους οδηγούς. Και σα να μη φτάνουν αυτά, το Ελεγκτικό Συνέδριο της ΕΕ διαπιστώνει ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις υπέγραψαν άρον-άρον ΣΔΙΤ, πριν καν επιλύσουν βασικά ζητήματα.
Μόνο στην Ολυμπία οδό, το κόστος ανά χιλιόμετρο αυξήθηκε κατά 69% από τον αρχικό προϋπολογισμό και συνολικά, το χιλιομετρικό κατασκευαστικό κόστος στην Ολυμπία, στον «Μορέα» και στον Ε65 αυξήθηκε κατά 36%. Ο τελευταίος δε, περικόπηκε ως έργο κατά 55%, καθότι το τμήμα Καλαμπάκα-Εγνατία κρίθηκε ασύμφορο από τους κατασκευαστές.
Η μαγική λέξη «ανταποδοτικότητα»
Ο σύγχρονος καπιταλισμός χρησιμοποιεί τον όρο «ανταποδοτικότητα», όχι όμως για να περιγράψει την επιστροφή ενός δημόσιου έργου στον πολίτη, αλλά το κέρδος για την εταιρία που θα το φτιάξει ή θα το διαχειριστεί. Την ακολουθία αποδοτικότητας-κινδύνων επισείει και η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της ΕΕ, όχι από πλευράς κοινωνικής αποστολής και χαρακτήρα των έργων, αλλά από τη θέση του ιδιώτη και της εταιρίας. Λέει δηλαδή ότι υπάρχει ο κίνδυνος της
«υποχρησιμοποίησης» ενός δρόμου και ότι θα πρέπει να είναι πιο συγκροτημένες και λεπτομερείς οι προμελέτες. Κοινώς ή θα πρέπει ένα έργο να μη γίνεται καθόλου ή να το χρυσοπληρώνει ο πολίτης-χρήστης, με απονευρωμένη εντελώς την κοινωνική αποστολή του και την απόλυτη ανάγκη για ελεύθερη, δωρεάν χρήση του.