Κώστας Παλούκης
Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς του 1933, η αρχειομαρξίστρια κομμουνίστρια καπνεργάτρια Κατίνα Εμμανουηλίδου δραπέτευσε από τις φυλακές Αβέρωφ, προκαλώντας νέα ανησυχία στο αστικό στρατόπεδο, καθώς τον Μάρτιο του 1932 είχε αποδράσει από τις φυλακές Συγγρού ο Μιχάλης Μπεζεντάκος. Η νέα απόδραση προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, καθώς έγινε από γυναίκα. Από μια γυναίκα ζυμωμένη στο επαναστατικό κίνημα, που αφιέρωσε τη ζωή της στην ταξική πάλη.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1907 – γεννιέται η Κατίνα Εμμανουηλίδου στα Θείρα της Σμύρνης
1927 – συμμετοχή στο απεργιακό κίνημα στα καπνεργοστάσια του Πειραιά
1929 – εντάσσεται στην Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Αρχειομαρξιστών (ΚΟΜΛΕΑ)
1930, Πρωτομαγιά – συλλαμβάνεται στην Αθήνα
1932, Πρωτομαγιά – νέα σύλληψη στη Θεσσαλονίκη, με μωρό παιδί.
1933, 1η Ιανουαρίου – δραπετεύει από τις φυλακές Αβέρωφ
1933, 3 Απρίλη – θάνατος, συμμετοχή εκατοντάδων εργατών στην κηδεία της
«Η απόδρασις αυτή είνε η θρασυτέρα, μυθιστορηματικωτέρα και σπουδαιοτέρα όλων διότι η αποδράσασα είνε μία γυναίκα», έγραψε η Καθημερινή
Η κάθε εποχή φτιάχνει τους δικούς της ήρωες και τις δικές της ηρωίδες. Οι άνθρωποι του μεσοπολέμου κάπως έχουν απωθηθεί από τη συλλογική μνήμη, κυρίως γιατί η μεσοπολεμική κομμουνιστική αριστερά ήταν ηττημένη και πολύ διαφορετική από την αριστερά των κατοπινών χρόνων. Η Κατίνα Εμμανουηλίδου είναι μία από τις ηρωίδες της εποχής της.
Ήταν μικρασιάτισσα, γεννημένη στα Θείρα της Σμύρνης το 1907. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου εργάστηκε ως καπνεργάτρια. Αμέσως αναδείχτηκε στις πρώτες απεργίες και κυρίως σε εκείνες του 1927. Στα 1929 προσχώρησε στην Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Αρχειομαρξιστών (ΚΟΜΛΕΑ). Στα 1930, ορίστηκε να εκπροσωπήσει τους αρχειομαρξιστές στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση. Συνελήφθη, κακοποιήθηκε άγρια και καταδικάστηκε σε έναν μήνα φυλακή.
Εξαιτίας των διώξεων, στάλθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, ανέπτυξε πλούσια δράση, πρωταγωνιστώντας στις κινητοποιήσεις του γυναικείου καπνεργατικού κινήματος, σε μία εποχή που το επάγγελμα της καπνεργασίας θηλυκοποιείται. Συμμετείχε στις αρχειομαρξιστικές επιτροπές που υπεράσπιζαν τους ισραηλίτες στα πογκρόμ του 1931. Συνελήφθη μαζί με άλλους κομμουνιστές αλλά αφέθηκε ελεύθερη ύστερα από βασανισμό. Συνελήφθη ξανά το 1931 και καταδικάστηκε σε τέσσερις μήνες φυλακή. Την Πρωτομαγιά του 1932 είχε ορισθεί ομιλήτρια στην παράνομη αρχειομαρξιστική συγκέντρωση, παρότι είχε μόλις γεννήσει. Η ίδια περιγράφει τα γεγονότα εκείνα που την έκαναν γνωστή στο εργατικό κίνημα: «πήρα το λόγο και σταματώντας το τραμ που πέρναγε εκείνη τη στιγμή άρχισα να μιλώ στους συγκεντρωμένους για το ιστορικό της Πρωτομαγιάς». Δεν απέφυγε για μια ακόμα φορά τη σύλληψη. Στο κρατητήριο ένα βασανιστήριο μεταξύ των πολλών αφορούσε το μωρό της, όταν μία συντρόφισσά της το έφερε για να το θηλάσει. Οι αστυνομικοί χτύπησαν την συνοδό με αποτέλεσμα αυτή να λιποθυμήσει και το παιδί να πέσει στα μάρμαρα. Τότε, σύμφωνα με την Εμμανουηλίδου, «πλήθος πολύ είχε συγκεντρωθεί έξω απ’ το τμήμα και από χριστιανικότητα φώναζαν να μου δώσουν το παιδί να το βυζάξω. Είχε να φάει 10 ώρες». Τελικά, τα κατάφερε, αλλά καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλακή συν 2 χρόνια εξορία στη Γαύδο.
Μεταφέρθηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Ωστόσο, ήταν καρκινοπαθής σε σημεία πολύ συνήθη στους καπνεργάτες εκείνη την εποχή. Αποφάσισε να παλέψει την αρρώστια και να αποδράσει. Η Πάλη των Τάξεων (η εφημερίδα των Αρχειομαρξιστών) έγραφε: «Ένα σιδεροπρίονο ήταν αρκετό… το σχέδιο της δραπέτευσης έγινε από την ίδια. Απ’ έξω η φρουρά μας θα την περίμενε. Έκοψε με το πριονάκι τα σίδερα του παράθυρου του κελιού της. Κατέβηκε στο εξωτερικό προαύλιο με ”σχοινί” που έφτιαξε με τα σεντόνια της. Έπειτα κατάφερε να σκαρφαλώσει στον εξωτερικό τοίχο, με άλλα σχοινιά». Ήταν η νύχτα της Πρωτοχρονιάς του 1933, Σάββατο προς Κυριακή.
Διεξήχθησαν συστηματικές ανακρίσεις στις φυλακές Αβέρωφ και οι δύο συγκρατούμενές της και μέλη του ΚΚΕ, Μπεφάνη και Στρατηγάκη, παρότι υπέστησαν βασανισμούς, «δεν θέλησαν να πουν τίποτε». Τις επόμενες ημέρες αρχειομαρξιστές συλλαμβάνονταν στον δρόμο χωρίς καμία αιτία με την ελπίδα ότι θα ανακαλύψουν τους συνενόχους της απόδρασης. Εν μέσω εορτών, ο αστικός κόσμος αντιμετώπιζε την απόδραση ως μία πρόκληση των κομμουνιστών, ενώ το κομμουνιστικό κίνημα πανηγύριζε για το χτύπημα. Η Καθημερινή, με τίτλο «Οι θηλυκοί συναγωνίζονται τους άρρενας», υπογραμμίζει ότι «η απόδρασις αυτή είνε η θρασυτέρα, μυθιστορηματικωτέρα και σπουδαιοτέρα όλων διότι η αποδράσασα είνε μία γυναίκα, μία αρχειομαρξίστρια». Η Αλλαγή μεταφέρει τα λόγια της κοινής γνώμης: «Μωρέ ο κομμουνισμός άλλαξε και τις γυναίκες. Φαίνεται να τις δίνει θάρρος και τις κάνει παλληκάρια». Η εφημερίδα Ακρόπολις τόνιζε ότι πρόκειται για μία ακόμη «επίδειξη ικανότητος των ελληνών κομμουνιστών», καθώς κατάφεραν να απελευθερώσουν μία «φημισμένη σύντροφό τους». Τα Αθηναϊκά Νέα αφιέρωσαν ένα σατιρικό ποίημα, συνδέοντας σαφώς την απόδρασή της με το κίνημα για τη γυναικεία χειραφέτηση: «…Και ο Αγώνας της γυναίκας καμαρώνει / Και το συμβούλιόν του ευθύς… / Εξέδωσε το κάτωθι ανακοινωθέν / “Άντρες! Δεινοί κατήγοροι της γυναικείας λίμας / Πούναι το μόνο μας προσόν, το μόνο μας καμάρι…». Στο ανδροκρατικό αστικό φαντασιακό, η γυναικεία λίμα στα χέρια μίας κομμουνίστριας μπορούσε να γίνει όπλο αγώνα ενάντια στην ανδρική και συνάμα καπιταλιστική χειραφέτηση. Τέλος, ο Ριζοσπάστης στάθηκε πολύ κατώτερος των περιστάσεων και σε πλήρη αναντιστοιχία με τα συναισθήματα αλληλεγγύης των μελών του ΚΚΕ αναφέρθηκε στο γεγονός μόνο με λίγες φράσεις. Ύστερα από την κατακραυγή αναγκάστηκε να απολογηθεί γι’ αυτήν τη στάση.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 4 Απριλίου 1933, η Πάλη των Τάξεων έγραφε: «Η Κατίνα Εμμανουηλίδου πέθανε, εκατοντάδες εργάτες ορκίστηκαν πάνω στον τάφο της να εκδικηθούν τον δολοφόνο καπιταλισμό και να πυκνώσουν τις γραμμές της αριστερής αντιπολίτευσης». Όλο αυτό το διάστημα ζούσε στο Ιπποκράτειο σε καθεστώς παρανομίας. Λίγες μέρες πριν τον θάνατό της μεταφέρθηκε σε μια αρχειομαρξιστική οικογένεια για να πεθάνει μέσα σε συντροφικό περιβάλλον. Σύμφωνα με την αρχειομαρξιστική εφημερίδα, την άλλη μέρα του θανάτου «από το πρωί διαδόθηκε η είδηση από στόμα σε στόμα» και «εκατοντάδες εργάτες που την αγάπησαν κι είχαν ακόμα ζωηρή την εικόνα της δραπέτευσής της, γεμάτοι συγκίνηση, σε λίγες ώρες, χωρίς να κυκλοφορήσουν προκηρύξεις, χωρίς δημοσίευση, βρέθηκαν στις 5 μ.μ. στο Α΄ Νεκροταφείο». Ήταν τέτοια η αίσθηση της ήττας στους κρατικούς μηχανισμούς ώστε οι αστυνομικές αρχές και ως εκ τούτου ο αστικός τύπος έφτασαν στο σημείο να αμφισβητήσουν τον θάνατό της, υποστηρίζοντας πως είναι μπλόφα και στη θέση της τάφηκε μια άλλη αρχειομαρξίστρια η Μαριάνθη Θεοδωράτου. Ήταν φανερό. Η Κατίνα Εμμανουηλίδου με τον ηρωικό θάνατό της είχε νικήσει τον αστικό κόσμο. Δεν ήταν μόνο οι ζωντανοί κομμουνιστές αλλά και τα φαντάσματά τους που έκαναν τους αστούς του μεσοπολέμου να τρομάζουν.