Μαριάννα Τζιαντζή
Όπως ο Ροβινσώνας, έχει και η Αριστερά τη συνήθεια να χτίζει όχι μόνο έναν αλλά δύο και τρεις ή και περισσότερους «τόπους λατρείας», ακόμα και όταν βρίσκεται σε ένα έρημο νησί.
Το πρόβλημα με τις «πολλές συναγωγές» της Αριστεράς είναι ότι υπάρχουν σε έναν ωκεανό εγωισμού, αδιαφορίας, μοιρολατρίας και παραίτησης
Όπως λέει μια ιστορία που έχει καταγράψει ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ, ο Ροβινσώνας Κρούσος ήταν Εβραίος, που τον 20ο αιώνα ναυάγησε σε ένα ερημονήσι, όπου δεν βρήκε κανέναν ιθαγενή να του κάνει συντροφιά και να τον βαφτίσει Παρασκευά επειδή τον συνάντησε ημέρα Παρασκευή, όπως στο θρυλικό μυθιστόρημα των εφηβικών μας χρόνων. Ύστερα από πολλά χρόνια μοναξιάς, πέρασε ένα καράβι ανοιχτά του νησιού και ο Ροβινσώνας τού έκανε σινιάλο. Ο πλοίαρχος μαζί με μερικούς ναύτες επιβιβάστηκαν σε μια βάρκα και βγήκαν στην ακτή. Εκεί ο Ροβινσώνας τούς αφηγήθηκε τις περιπέτειές του. Συγκινημένος ο πλοίαρχος, που ήταν Άγγλος, δέχτηκε να τον πάρουν στο καράβι και να τον πάνε στην Αγγλία.
Πριν μπουν στη βάρκα, ο Ροβινσώνας θέλησε να ξεναγήσει τον πλοίαρχο στο εσωτερικό του νησιού και να του δείξει ό,τι είχε φτιάξει τόσα χρόνια με τα χεράκια του. «Εδώ είναι το σπίτι μου, ο φράχτης, το χωράφι όπου βόσκουν οι κατσίκες μου και μετά είναι η συναγωγή μου». Λίγο πιο πέρα ήταν ο στάβλος και το αμπέλι και πλάι ένα άλλο κτίσμα.
«Κι αυτό τι είναι;» ρώτησε ο πλοίαρχος.
«Αυτή είναι η δεύτερη συναγωγή».
«Με συγχωρείτε», ρώτησε ο πλοίαρχος ελαφρώς ξαφνιασμένος, «αλλά εσείς δεν είστε ο μοναδικός κάτοικος του νησιού;»
«Ακριβώς».
«Τότε γιατί χτίσατε δύο συναγωγές;»
«Να, υπάρχει η συναγωγή που πηγαίνω και υπάρχει κι αυτή που δεν πηγαίνω».
Στην ιστορία μας η λέξη «συναγωγή» θα μπορούσε να αντικατασταθεί από τη λέξη «καφενείο» (αυτό που πηγαίνουμε κι αυτό που δεν πηγαίνουμε) ή «φούρνος» (αυτός απ’ όπου αγοράζουμε ψωμί και αυτός απ’ όπου δεν ψωνίζουμε γιατί δεν μας αρέσει είτε ο φούρναρης είτε το ψωμί που ψήνει). Και για να μην επικριθούμε γι’ αντισημιτισμό, η ίδια λέξη θα μπορούσε να αντικατασταθεί από το «τζαμί» ή την «εκκλησία».
Η Ελλάδα είναι γεμάτη εκκλησίες και διαρκώς χτίζονται νέες. Σε κάθε ελληνική πόλη, χωριό, παραθεριστικό κέντρο και γειτονιά υπάρχουν πάνω μία εκκλησίες στις οποίες, σε λίγες μέρες, μπορούμε να ακούσουμε το «Χριστός Ανέστη». Σε κοντινή απόσταση, υπάρχουν μοναστήρια, ξωκλήσια, ό,τι διαλέξει η ψυχή του ορθόδοξου χριστιανού. Οι πλούσιοι χριστιανοί μπορούν, αν διαθέτουν αρκετά μεγάλο οικόπεδο, να χτίσουν στο εξοχικό τους το ιδιωτικό τους «ιερό ναΰδριο» (σύμφωνα με την εκκλησιαστική ορολογία) ή παρεκκλήσι τηρώντας τους σχετικούς πολεοδομικούς κανόνες. Κάποιοι αποφεύγουν να πάνε αργά τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου στην εκκλησία από βαρεμάρα, σνομπισμό ή για λόγους αρχών, όμως οι περισσότεροι τηρούν το έθιμο και συχνά διαλέγουν το ναό (όχι τη συναγωγή όπως ο εβραίος Ροβινσώνας), την τοποθεσία ή τον ιερέα που συμπαθούν. Έτσι κι αλλιώς, αυτός ο εαρινός φαστ-τρακ νυχτερινός εκκλησιασμός δεν συνδέεται τόσο με την πίστη όσο με τη συνήθεια. Το «κάνω Ανάσταση» δεν έχει μόνο θρησκευτικό, αλλά και γερά ριζωμένο κοινωνικό χαρακτήρα.
Έχει και η Αριστερά τη μακρόχρονη συνήθεια να χτίζει όχι μόνο έναν, αλλά δύο και τρεις ή και περισσότερες «τόπους λατρείας», ακόμα και όταν κατοικεί σε ένα έρημο νησί. Σαν τους «Θεατρίνους» του Γιώργου Σεφέρη, «στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε […] στήνουμε θέατρα και σκηνικά, όμως η μοίρα μας πάντα νικά».
Το κύριο σ’ αυτή την αλληγορική ιστορία του Καριέρ δεν είναι η ύπαρξη δύο τόπων λατρείας για ένα άτομο, αλλά η απουσία πιστών, η μοναξιά του Ροβινσώνα. Και συχνά το πρόβλημα με τις «πολλές συναγωγές» της Αριστεράς είναι ότι μοιάζουν με έρημο νησί μέσα σε έναν ωκεανό εγωισμού, αδιαφορίας, μοιρολατρίας και παραίτησης — καταστάσεις που μερικές φορές είναι εξίσου διαβρωτικές με την ανοιχτή εχθρότητα ή την ωμή καταστολή του ταξικού εχθρού. Κι όμως, όχι ένας αλλά πολλοί Ροβινσώνες και πολλοί Παρασκευάδες ζουν στο ίδιο μ’ εμάς νησί, μόνο που, μέχρι τώρα, ο καθένας τους μιλάει τη δική του γλώσσα.