Γιώργος Κρεασίδης
Γιώργος Τσαντίκος
Από τις 22 Μάρτη του 2009 έχουν περάσει 9 χρόνια, αλλά η ανάγκη στην οποία απάντησε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ούτε πάλιωσε, ούτε έχει εκλείψει. Αντίθετα, είναι πολλαπλάσια σήμερα σε μια εποχή που ο καπιταλισμός δείχνει τα δόντια του. Από το Γενάρη του 2009 είχε ξεκινήσει μια πρωτοβουλία που γεννήθηκε στις αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις ανά την Ελλάδα που ακολούθησαν την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Στις 31 Γενάρη πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη συγκέντρωση στο Σπόρτινγκ. Δύο μήνες αργότερα, έγινε η πανελλαδική συνάντηση στην Αθηναΐδα της «Πρωτοβουλίας για την ενότητα και την κοινή δράση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς», όπου παραβρέθηκαν 1.300 και πλέον αγωνιστές και αγωνίστριες.
Η συνάντηση κατέληξε σε απόφαση, σχέδιο πολιτικής διακήρυξης και την πρόταση για το όνομα: Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία για την Ανατροπή, ή αλλιώς ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μια μόνιμη ανατρεπτική, αντικαπιταλιστική «ανορθογραφία» στην καπιταλιστική «τάξη», μια υπενθύμιση ότι η Αριστερά είναι και οφείλει να παραμένει μαχητικά ασυμβίβαστη, αναπνέοντας στα κινήματα και στις μάχες που δίνονται σε κάθε χώρο δουλειάς και δραστηριότητας, που προβληματίζεται ώστε να απαντήσει σε κάθε πρόκληση και μεγάλο ιστορικό ερώτημα από εργατική θέση, που ενώνει όλους όσους αναζητούν δρόμους αντίστασης, ρήξης και ανατροπής.
Αυτή η πορεία δεν είναι ούτε γραμμική ούτε λείπουν προβλήματα. Στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν δρουν πλέον όλες οι οργανωμένες δυνάμεις που συνυπέγραψαν την ίδρυσή της. Άλλοι αγωνιστές πάλι ήρθαν στις γραμμές της στην πορεία. Άλλες έχουν υποστεί μετασχηματισμούς. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμένει σημείο αναφοράς για τον κόσμο της δουλειάς και όχι «συμφωνία πολιτικών γραφείων». Με την αυτοτελή της παρέμβαση σε εκλογικές διαδικασίες, αλλά κυρίως και πάνω από όλα με την παρουσία της στην καθημερινότητα των ανθρώπων και στους αγώνες, με όλες τις αδυναμίες και τις αντιθέσεις της, είναι πλέον ένα κεκτημένο της επαναστατικής Αριστεράς και βαδίζει σε μια από τις πιο σημαντικές καμπές ως εγχείρημα.
Φάρος του αντικαπιταλιστικού ανατρεπτικού προγράμματος
Η εννιάχρονη πορεία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που την καθιστά το μακροβιότερο μέχρι στιγμής αντικαπιταλιστικό μέτωπο, δεν ήταν εύκολη και χωρίς ελλείψεις. Πέρα όμως μια ομφαλοσκόπηση, υπάρχει ένα μόνιμο ερώτημα, που δεν παίρνει πάντα επαρκείς απαντήσεις: ανταποκρίνεται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις ανάγκες της εποχής, αντιπροσωπεύει την αγωνία του εργαζόμενου, μετατρέποντάς τη σε δύναμη ρήξης και ανατροπής;
Μέχρι τώρα δεν έχουν λείψει απογοητεύσεις και παλινδρομήσεις από θέσεις που αποφασίστηκαν αμεσοδημοκρατικά, η «έξωθεν μαρτυρία» που έμεινε πίσω από την «έσωθεν πρόθεση». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όμως έχει γεννηθεί από εξεγερτική μήτρα. Έχει αναδειχθεί ως διακριτός πόλος στην Αριστερά, «εξασφάλισε την αυτοτέλεια της επαναστατικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και τη δυνατότητά της να παρεμβαίνει στο κίνημα με ένα συνεκτικό αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα που συνδέει τις ανάγκες και τους αγώνες της εργατικής τάξης σήμερα με την αντικαπιταλιστική ανατροπή, την επανάσταση, τον σοσιαλισμό, την κομμουνιστική προοπτική», λένε οι Θέσεις της 4ης συνδιάσκεψης (Θέση 27). Χωρίς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι ιδέες της διεθνιστικής ρήξης και αποδέσμευσης από ευρώ και ΕΕ, της διαγραφής του χρέους, των κρατικοποιήσεων με εργατικό έλεγχο παντού θα είχαν πολύ λιγότερη επιρροή και «ορατότητα» ή θα ήταν υποσημείωση σε αντιλήψεις περί «εθνικής ανάπτυξης» κλπ. Ακόμα, είναι πολύτιμο στοιχείο το γεγονός πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δίνει μάχη απέναντι σε «αριστερές» κυβερνητικές αυταπάτες και την πίεση της «δεξιάς προσαρμογής».
Όμως, τα όποια κεκτημένα δεν αρκούν. Στις Θέσεις σημειώνεται ότι αναμετρήθηκε με το καθήκον για μια «αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ από εργατικές και αντικαπιταλιστικές θέσεις, να δώσει την μάχη ώστε η αναπόφευκτη λαϊκή δυσαρέσκεια να στρέφεται σε αριστερή, αντιΕΕ, αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και όχι σε δεξιά ή ακροδεξιά δικαιώνοντας την αστική πολιτική (νίκη του μονόδρομου του συστήματος, της επιχειρηματικότητας, της ΕΕ κλπ)» (Θέση 28).
Αυτές είναι οι προκλήσεις των μελλούμενων. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως έγινε σημείο αναφοράς τα προηγούμενα χρόνια, έτσι πρέπει να γίνει «φάρος» του αντικαπιταλιστικού ανατρεπτικού προγράμματος στις νέες συνθήκες, με « πειστική κριτική στις άλλες δυνάμεις της αριστεράς και η ενωτική απεύθυνση για να ενισχύεται το κίνημα και να ανοίγουν δρόμοι για το κέρδισμα πρωτοπόρων δυνάμεων με την αντικαπιταλιστική πάλη» (Θέση 28).
Πρέπει να γίνει πολιτική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση, να ενισχύσει την πρωτοπόρα παρέμβαση στους καθημερινούς αγώνες. Πρέπει όμως να αλλάξει και η ίδια, να ανακτήσει τη ζωντάνια της αμεσοδημοκρατικής συλλογικότητας, να ξαναλειτουργήσουν και να γίνουν κύτταρο ζωτικό οι συνελεύσεις της, να υποδεχθούν ή και να επαναφέρουν στη δράση τους αγωνιστές και αγωνίστριες.
Όλα αυτά έχουν απαραίτητη προϋπόθεση να (ξανα)γίνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπόθεση των ανθρώπων της, υπόθεση κομμουνιστική, επαναστατική.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αγωνιζέται κατά του πολέμου, του εθνικισμού και του φασισμού
Τα δυο χρόνια από την προηγούμενη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ χαρακτηρίστηκαν από το ξεδίπλωμα της αντιδραστικής πολιτικής του τρίτου μνημονίου των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παράλληλα με τη στρατηγική της ολοένα και στενότερης πρόσδεσης στο σχεδιασμό του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ για την ευρύτερη περιοχή. Την πολιτική αυτή συνοδεύει η συστηματική προσπάθεια καταστολής, αλλά και ακύρωσης της δράσης του εργατικού και μαζικού κινήματος, μέσα από την αξιοποίηση των προσβάσεων, της ιδεολογικής επίδρασης και του αντιδεξιού διλήμματος.
Ήταν λίγο μετά την 3ησυνδιάσκεψη τον Απρίλη του 2016, όταν ο κόσμος της δουλειάς βρέθηκε αντιμέτωπος με το ασφαλιστικό του Κατρούγκαλου. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έγκαιρα προσπάθησε να συμβάλλει στην ανάπτυξη κινητοποιήσεων που θα έμπαιναν φραγμός, με την πρόταση που απεύθυνε στις δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς, το ΚΚΕ και τη ΛΑΕ. Το γεγονός ότι το συνδικαλιστικό κίνημα τήρησε στάση αναμονής στη λογική «απεργία όταν και εάν κατατεθεί νομοσχέδιο», επέτρεψε στην κυβέρνηση να πετύχει τον απόλυτο αιφνιδιασμό. Το όριο της ρεφορμιστικής Αριστεράς έδειξε το γεγονός ότι αυτή η στάση ήρθε με πρόταση του ΠΑΜΕ. Ήταν φανερό λοιπόν πως απαιτούνταν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την αντικαπιταλιστική Αριστερά βαθύτερες επεξεργασίες για την κατάσταση της εργατικής τάξης και τη στρατηγική του κινήματος. Έλειπαν όμως και οι συστηματικοί δεσμοί με τον κόσμο της δουλειάς που θα επέτρεπαν να αμφισβητηθούν αποφασιστικά οι συσχετισμοί και να δοκιμαστεί ένας άλλος αγωνιστικός δρόμος με μαζικούς όρους. Βαδίζοντας σε αυτό το δρόμο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πάλεψε και έδωσε τη μάχη για την απεργία στις 12 Γενάρη φέτος, μια κινητοποίηση χωρίς ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ απέναντι στην 3ηαξιολόγηση και τα προαπαιτούμενα του μνημονίου.
Οι Θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσεγγίζουν την ανάγκη αυτή με μια συνολική ματιά, δε μένουν μόνο στο συνδικαλιστικό κίνημα. Θέτουν αποφασιστικά, χωρίς να φοβούνται την αυτοκριτική το πρόβλημα της ηγεμονίας του ρεφορμισμού παρά τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, και την ανάγκη μιας άλλης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Στο κείμενο επισημαίνεται ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ «αντιμετώπισε την πίεση της ‘’δεξιάς προσαρμογής’’ από το ανερχόμενο ρεφορμιστικό ρεύμα που βάδιζε για την ‘’αριστερή κυβέρνηση’’ προβάλλοντας σαν ‘’ρεαλιστική λύση’’ τον ‘’έντιμο συμβιβασμό’’ με τους δανειστές και το κεφάλαιο, την ‘’διαπραγμάτευση εντός της ΕΕ’’ κλπ». Ταυτόχρονα υπογραμμίζεται πως «δεν μπόρεσε όμως να αντιμετωπίσει βαθύτερα το ρεφορμιστικό ρεύμα συγκροτώντας γύρω της ένα πιο ανθεκτικό, πιο βαθύ κοινωνικά και πολιτικά αντικαπιταλιστικό ρεύμα» (Θέση 28).
Από αυτή σκοπιά ήρθαν μια σειρά από πρωτοβουλίες τόσο στο εργατικό κίνημα, όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο προσφυγικό, συχνά μέσα από τον ΣΥΠΡΟΜΕ και την ΚΕΕΡΦΑ, καθώς στην ίδια περίοδο μετά την 3ηΣυνδιάσκεψη η Ελλάδα έρχεται στο επίκεντρο με τη μαζική συγκέντρωση και εγκλωβισμό προσφύγων στην Ειδομένη και τα νησιά του Αιγαίου, ειδικά μετά τη ρατσιστική συμφωνία Τουρκίας-ΕΕ. Δόθηκε μια πραγματική μάχη, που ανέδειξε ένα πρωτοφανές κίνημα αλληλεγγύης, για επιβίωση, αξιοπρέπεια, δικαιώματα και ελευθερίες των διωγμένων από τους πολέμους και τον ιμπεριαλισμό. Ενάντια στη ρατσιστική πολιτική και τη βία της ΕΕ και των κυβερνήσεων της, αλλά και τη φασιστική τρομοκρατία.
Ξεχωριστής σημασίας ήταν η δουλειά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου και του περιβάλλοντος, συμβάλλοντας στη δράση λαϊκών συνελεύσεων. Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ από το καπέλωμα τέτοιων αγώνων, στην απόλυτη ταύτιση με τα επιχειρηματικά συμφέροντα, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις το Ελληνικό, την Ελντοράντο στη Βορειοανατολική Χαλκιδική και το γήπεδο του Μελισσανίδη στη Ν. Φιλαδέλφεια, έκανε δυσκολότερη την προσπάθεια του κινήματος. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν παρούσα στους αγώνες σε Σκουριές, Ελληνικό, Ακαδημία Πλάτωνος, Σέρρες για τον αγωγό ΤΑΡ, ενάντια στις εξορύξεις υδρογονάθρακα στην Ήπειρο, ενώ έσπασε το κλίμα τρομοκρατίας στη Ν. Φιλαδέλφεια πραγματοποιώντας εκδήλωση, παρά την «εκστρατεία» τραμπούκων εναντίον της.
Το μέτωπο ενάντια σε πόλεμο, εθνικισμό, φασισμό, ενάντια συνολικά στον ιμπεριαλισμό ήταν σταθερή προτεραιότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παράλληλα με πρωτοβουλίες διεθνιστικής εργατικής αλληλεγγύης. Πρωτοστάτησε στη διακήρυξη αριστερών οργανώσεων ενάντια στον εθνικισμό, τον ιμπεριαλισμό και τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς στο Μακεδονικό και την αντίστοιχη διαδήλωση στις 3 Φλεβάρη, ενόψει του εθνικιστικού συλλαλητηρίου στην Αθήνα. Σε σαφή διαχωρισμό από την πατριδοκαπηλεία και τον κάλπικο «αντιιμπεριαλισμό» που ζητά την εύνοια των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ ή της Ρωσίας. Παράλληλα στήριξε πρωτοβουλίες αντίστοιχου χαρακτήρα, όπως με το κείμενο που διαμορφώθηκε με πρόταση της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας Θεσσαλονίκης. Οργάνωσε το διήμερο για τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή επανάσταση με διεθνείς συμμετοχές τον περασμένο Νοέμβρη, ενώ στέκει στο πλευρό των αγώνων του κουρδικού και τουρκικού λαού, της Παλαιστίνης, στις μαχόμενες δυνάμεις του αριστερού «όχι» στην ΕΕ (Lexit) στη Βρετανία και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Καταλονία, χτίζει σχέσεις με δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς μιας σειράς χωρών. Συνέχεια σε αυτή την κατεύθυνση θα υπάρξει μπροστά στην όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού με πρωτοβουλίες για ένα κίνημα αποτροπής του πολέμου και διεθνιστικής αλληλεγγύης στις δυο πλευρές του Αιγαίου και σε όλη την πολύπαθη περιοχή της Αν. Μεσογείου.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσπάθησε να απαντήσει στην ανάγκη συσπείρωσης δυνάμεων και υποδοχής του αγωνιστικού δυναμικού που αποδεσμεύεται από την μνημονιακή διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ, δοκιμάζοντας να ανταποκριθεί στην αναζήτηση καθαρών απαντήσεων από τη σκοπιά των εργαζομένων. Αυτό παράλληλα με την υπαρκτή ανάγκη για ένα πραγματικό οργανωτικό στήριγμα απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου, που θα ανοίγει δρόμους για μια άλλη κοινωνία. Εκεί στόχευε η πρωτοβουλία για την πολιτική συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που παρουσίασε μετά την προηγούμενη συνδιάσκεψη. Η «συσπείρωση των πολύμορφων δυνάμεων, ρευμάτων και αγωνιστών που εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ, που αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα και τα όρια των ρεφορμιστικών προτάσεων, στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου-πόλου», είναι βασική ιδέα των Θέσεων, ενταγμένη στην προσπάθεια για «άμεσα ορατά βήματα στην πολιτική συνεργασία των αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, αντι ΕΕ δυνάμεων και των ευρύτερων δυνάμεων της ανατροπής» (Θέση 29). Η ενίσχυση, το προγραμματικό βάθεμα, η διεύρυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναδεικνύονται σε κρίσιμες προϋποθέσεις για μια τέτοια προσπάθεια.