Βασίλης Μηνακάκης
Στις 21 Φεβρουαρίου 1848 στο Λονδίνο εκδίδεται το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, με υπογραφή Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς. Σχεδόν ταυτόχρονα ξεσπά στο Παρίσι το επαναστατικό κύμα που σαρώνει την Ευρώπη. Το κύμα θα κοπάσει, αλλά το Μανιφέστο έχει σαλπάρει για να γίνει ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία στον κόσμο. Και το ταξίδι συνεχίζεται…
170 χρόνια πέρασαν. Λογικό, συνεπώς, το ερώτημα: Δεν πάλιωσε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο; Δεν ανήκει σε μια άλλη εποχή, με φουγάρα και χειρώνακτες εργάτες, που σε τίποτα δεν μοιάζει με τη δική μας εποχή του διαδικτύου (τώρα και του διαδικτύου των πραγμάτων), των κρυπτονομισμάτων, των άυλων εμπορευμάτων, της παγκοσμιοποίησης, των υβριδικών πολέμων και της τρισδιάστατης εκτύπωσης;
Αν ήταν έτσι, γιατί χρειάζεται να ξορκίσουν εν έτει 2017 το φάντασμα του κομμουνισμού στο συνέδριο της Εσθονίας; Γιατί χρειάζεται να θυμίζουν διαρκώς τα «εγκλήματα» του κομμουνισμού και να τον ταυτίζουν με τον φασισμό; Μήπως επειδή, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες εχθρών και «φίλων», το πνεύμα του Μανιφέστου εξακολουθεί να είναι παρόν και επίκαιρο, ριζοσπαστικό και επικίνδυνο;
Όμως, τι ακριβώς το κάνει επικίνδυνο; Τι διατηρεί το Μανιφέστο στις πρώτες θέσεις των πιο πολυδιαβασμένων βιβλίων παγκοσμίως; Τι του έδωσε τη δυνατότητα να είναι το βιβλίο που οι ιδέες του συνέγειραν και συνεγείρουν εκατομμύρια ανθρώπων, έγιναν σύνθημα και κυρίως μαζικό κοινωνικοπολιτικό κίνημα; Ξεχωρίζουν δύο πλευρές.
Καταρχάς, τοποθέτησε την κριτική στα κακώς κείμενα της καπιταλιστικής κοινωνίας σε εντελώς νέα βάση. Δεν ήταν οι πρώτοι, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, που ανέδειξαν τις ασχήμιες της κεφαλαιοκρατίας και την αθλιότητα του εργατικού βίου, τον παραλογισμό των κρίσεων και της αντίφασης ανάμεσα στον πλούτο των λίγων και τη μιζέρια των πολλών. Ήταν όμως οι πρώτοι που κατέδειξαν ότι όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Απορρέουν από το γονιδίωμα της αστικής τάξης πραγμάτων: την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, την αντίφαση ανάμεσα στον ορθολογισμό σε επίπεδο επιχείρησης και τον ανορθολογισμό σε επίπεδο κοινωνίας.
Αυτή η θέση, άραγε, είναι σήμερα για το νεκροταφείο των κοινωνικών ιδεών ή είναι πιο επίκαιρη από ποτέ; Το δεύτερο, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αν ψάξει κανείς να βρει τι βρίσκεται πίσω από τη χρηματοπιστωτική φούσκα, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τις κάθε λογής Novartis, τις μεταναστευτικές ροές, την ανεργία, τους πλειστηριασμούς, την εργασία-λάστιχο, θα διακρίνει παντού το ίδιο γονιδίωμα, πιο ωμό, εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό από ποτέ. Άρα και την ίδια πρόκληση: αν δεν τελειώνουμε μαζί του, αν τη θέση του δεν πάρει μια κοινωνία ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, ανθρώπων που θα ζουν πραγματικά και δεν θα επιβιώνουν απλώς, μια κοινωνία χωρίς τάξεις και κάθε λογής εκμετάλλευση, χωρίς καταπίεση, εξουσία και αποξένωση, είναι αδύνατον να απαλλαγούμε απ’ όλα αυτά. Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε.
Αλλά πώς μπορεί να γίνει αυτό; Εδώ βρίσκεται η δεύτερη μεγάλη συνεισφορά του Μανιφέστου. Και επισφραγίστηκε ήδη κατά τη συγγραφή του: αντί να είναι «ευαγγέλιο», κατήχηση θρησκευτικού τύπου –τέτοιο κείμενο είχε ανατεθεί στον Μαρξ και τον Ένγκελς να γράψουν– ήταν ένα κάλεσμα στράτευσης και αγώνα, ένα σύνολο χειραφετητικών ιδεών και πολιτικών θέσεων που ξεκαθάριζαν από την πρώτη στιγμή ότι μπορούν να γίνουν υλική δύναμη, αν κατακτήσουν τις εργατικές, κατά κύριο λόγο, μάζες, αν αποτελέσουν προϊόν και ψυχή της ιστορικής δυναμικής της ταξικής πάλης. Δεν ήταν μια πλατωνική ιδέα, μια επιθυμία, μια νοητική σύλληψη, μια βουλησιαρχική κατασκευή, ένα εκκοσμικευμένο θεολογικό «πιστεύω» που όφειλε κανείς να το ασπαστεί. Ήταν η πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Η πραγματική κίνηση των ίδιων των εργατών.