Νίκος Γιακουμέλος
Η τελευταία ταινία της σύμπραξης Marvel/ Disney, o Μαύρος Πάνθηρας, μπορεί να μην είναι η πρώτη ταινία με μαύρο υπερήρωα σε ρόλο πρωταγωνιστή (είχε προηγηθεί το 1998 το Blade με τον Wesley Snipes), είναι όμως η πρώτη ταινία του είδους στην οποία το θέμα της φυλετικής καταπίεσης τίθεται τόσο έντονα. Η αλήθεια είναι πως το είδος των υπερηρωικών ταινιών, παρότι κυρίαρχο εδώ και αρκετά χρόνια στη μαζική κουλτούρα, δυσκολεύεται πολύ να αποδώσει χαρακτηριστικά άλλων εθνικοτήτων ή φυλών και, όταν το κάνει, να μην τους συμπεριφέρεται υποτιμητικά. Ωστόσο, η ιστορία του πρώτου μαύρου υπερήρωα δεν αντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα τόσο στο αισθητικό κομμάτι, που ξεχειλίζει από πολύ ιδιαίτερα αισιόδοξο πνεύμα, όσο και πολιτικά. Το Black Panther, σε σκηνοθεσία Ράιαν Κούγκλερ, καταφέρνει να μιλήσει ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές για τον ιμπεριαλισμό, και μάλιστα από την πλευρά των ηττημένων. Όχι μόνο αυτό, αλλά με αφετηρία την Αφρική, ο Κούγκλερ ξεκινά ένα ταξίδι με αναφορές στα πρώτα πλοία σκλάβων που έφταναν στον Νέο Κόσμο για να δομήσουν μια Νέα Κόλαση, στις συνθήκες του βιώνει η έγχρωμη κοινότητα στα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα γκέτο, την καταπίεση και την υποτίμηση που βιώνουν οι μαύρες γειτονιές στις μεγάλες μητροπόλεις του κόσμου που χτίστηκε πάνω στον ιδρώτα τους. Ο Μαύρος Πάνθηρας, όντας ο πρώτος μαύρος υπερήρωας των κόμικ (1966), είχε ένα μεγάλο κενό να καλύψει και μπορούμε να πούμε πως δεν το κατάφερε όσο θα μπορούσε. Αντί να αγκαλιάσουν την κουλτούρα των ανθρώπων για τους οποίους προοριζόταν, οι δημιουργοί του Τζακ Κίρμπι και ο Σταν Λι, υπολείπονταν της άνεσης ή της εγγύτητας για κάτι τέτοιο και προτίμησαν τον μύθο του ευγενούς άγριου, μια εικονογράφηση-καρικατούρα των λαών της Αφρικής και μια γενικότερη στάση άγνοιας για τα θέματα της μαύρης κοινότητας. Έτσι, ο πρώτος ήρωας ανθρώπων φτωχών ήταν… ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο. Για ανθρώπους που η δικαιοσύνη αγνόησε ή στόχευσε, η εκπροσώπησή τους στα κόμικ ήταν ένας βασιλιάς. Οι συνθήκες αυτές μπορεί να δημιούργησαν στην πορεία έναν πολύ ενδιαφέροντα και πολυσχιδή χαρακτήρα, όμως δεν κατάφεραν (απόλυτα) να του δώσουν ένα κοινωνικό πρόσημο. Προς έκπληξη όλων, ο Κούγκλερ ενώ δεν αγνοεί αυτή την παράδοση αλλά ίσα-ίσα την αναδεικνύει, καταφέρνει ακριβώς αυτό: να φέρει τον Μαύρο Πάνθηρα στο επίκεντρο κοινωνικών και πολιτικών προβληματικών. Σαν αρχηγός μιας κοινωνίας που δεν βίωσε τα δεινά του ιμπεριαλισμού και έτσι κατάφερε να ακμάσει, προβληματίζεται για τον ρόλο που πρέπει να κρατήσει απέναντι σε αυτούς με τους οποίους συνδέεται με πολιτισμικά και φυλετικά δεσμά. Σε καμία άλλη ταινία της Marvel δε θα μπορούσαμε να έχουμε συζητήσεις για προσφυγικές ροές, για άσυλο, για πολιτική.
Την ίδια ακριβώς στιγμή, η ταινία αναδεικνύει και τις έμφυλες διαστάσεις, δίνοντας στις γυναίκες ηρωίδες ρόλο σχεδόν πρωταγωνιστικό, φέρνοντάς τις στην πρώτη γραμμή της πολιτικής και στρατιωτικής δυναμικής. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η αντιμετώπιση του ανταγωνιστή Κιλμόνγκερ, ο οποίος παρουσιάζεται σαν ένας ακραία ριζοσπαστικοποιημένος νέος με κύριο κίνητρο το ταξικό μίσος και την απώλεια του πατέρα από το χέρι των ισχυρών, φαντάζει κάπως δασκαλίστικη παρόλο που δεν του στερεί το δίκιο. Την ίδια στιγμή, η τελική λύση που διαλέγει ο Μαύρος Πάνθηρας (ο κεντρικός ήρωας που ακούει στο όνομα Τ’Τσάλα) για να συμβιβάσει το δίλημμα της χώρας του, της Γουακάντα, μεταξύ εξωστρέφειας και απομονωτισμού –άλλη μια βαθιά πολιτική συζήτηση που διεξάγεται σε όλη την διάρκεια της ταινίας– φαντάζει ένα ημίμετρο.
Τελικά, ο Μαύρος Πάνθηρας σίγουρα δεν είναι η ταινία που θα μπορούσε να ήταν, είναι όμως η πιο προωθημένη από όλες τις ταινίες του είδους της και αυτό είναι που δεν πρέπει να αγνοηθεί.