ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Ο Τσόρτσιλ δεν είναι μόνο πρόσωπο της ιστορίας αλλά και πρόσωπο του μύθου. Ενός μύθου που συντηρεί το δέος, συχνά όμως σε βάρος της κριτικής σκέψης. Μια ταινία που αξίζει να τη δούμε και που επιβεβαιώνει τη δύναμη και τη γοητεία του σινεμά.
Η ταινία αναφέρεται στις πρώτες εβδομάδες της πρωθυπουργίας του Ουίνστον Τσόρτσιλ το 1940, όταν οι χιτλερικές στρατιές κατελάμβαναν τη μία μετά την άλλη τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και το κορυφαίο δίλημμα των Βρετανών πολιτικών ήταν διαπραγματεύσεις και συμβιβασμός με τον Χίτλερ ή αντίσταση μέχρι το τέλος.
Η απόφαση δεν ήταν εύκολη, καθώς η στρατιωτική υπεροχή της Γερμανίας φαινόταν συντριπτική, η Αμερική τηρούσε ουδετερότητα, η Γαλλία είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά, ενώ 500.000 Βρετανοί στρατιώτες ήταν εγκλωβισμένοι στη Δουνκέρκη, πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα.
Ο Τσόρτσιλ μιλά για τη «νίκη», κάνει και το σχετικό σήμα με τα δύο δάχτυλά του, όμως μέσα του ταλαντεύεται, αμφιβάλλει. Τελικά θα βρει δύο συμμάχους και θα βροντοφωνάξει «ελευθερία ή θάνατος». Οι σύμμαχοί αυτοί είναι αφενός ο βασιλιάς Γεώργιος Στ´, ο οποίος αν και αρχικά αντιπαθεί βαθιά τον νέο πρωθυπουργό, τελικά υποκύπτει στη γοητεία του, και αφετέρου ο κυρίαρχος λαός, τη γνώμη του οποίου αφουγκράζεται ο Τσόρτσιλ όταν, για πρώτη φορά στη ζωή του, μπαίνει στον υπόγειο σιδηρόδρομο και ταξιδεύει σαν απλός επιβάτης.
Δεν θα ποτέ, του λένε οι απλοί Βρετανοί. «Ποτέ, ποτέ!». Ο πρωθυπουργός δακρύζει: «Από δω κι εμπρός θα με δείτε πολλές φορές να κλαίω», δηλώνει χωρίς ίχνος αμηχανίας. Ατσαλωμένος από το λαϊκό σθένος, απορρίπτει κάθε διαπραγμάτευση με τον Χίτλερ και εκφωνεί τον περίφημο λόγο του στο Κοινοβούλιο «…θα πολεμήσουμε σε στεριά, θάλασσες και ωκεανούς». Οι βουλευτές όλων των κομμάτων, όρθιοι, τον επευφημούν — στο μεταξύ έχει πραγματοποιηθεί η επιτυχής εκκένωση της Δουνκέρκης.
«Τι συνέβη;» ρωτά ξαφνιασμένος έναν συνάδελφό του ο υπουργός Εξωτερικών Χάλιφαξ, που ήταν υπέρ της συνθηκολόγησης με τη Γερμανία, όταν βλέπει τον Τσόρτσιλ να αποθεώνεται (κάτι που δεν συνέβη ακριβώς έτσι). Η απάντηση που παίρνει είναι: «Επιστράτευσε την αγγλική γλώσσα και την έστειλε στη μάχη».
«Αλλάξατε γνώμη», παρατηρεί κάποιος και ο Τσόρτσιλ απαντά: «Αυτοί που δεν αλλάζουν γνώμη, δεν αλλάζουν ποτέ τίποτα».
Στην πραγματικότητα, η διαδρομή του Τσόρτσιλ με το μετρό δεν συνέβη ποτέ. Η συνομιλία του με τους απλούς Βρετανούς γίνεται κινηματογραφική αδεία, ενώ η αξία της ιστορικής ομιλίας του στο Κοινοβούλιο αναγνωρίστηκε αναδρομικά. Ο τίτλος, λοιπόν, της ταινίας θα μπορούσε να ήταν «Ο Ουίνστον στο μετρό», μια αναφορά στην παλιά ταινία του Λουί Μαλ, «Η Ζαζί στο μετρό»… Να υποθέσουμε ότι, αν οι πολιτικοί ηγέτες ἐμπαιναν καμιά φορά στο λεωφορείο ή το τρένο, θα έπαιρναν αποφάσεις εναρμονισμένες με το λαϊκό αίσθημα; Λίγο δύσκολο να το πιστέψουμε.
Η σύγκριση με τη «Δουνκέρκη», που προβλήθηκε πριν λίγους μήνες στους κινηματογράφους, είναι αναπόφευκτη. Και οι δύο ταινίες είναι πολιτικές και πατριωτικές. Η «Δουνκέρκη» είναι μια καλογυρισμένη ταινία δράσης, όπου οι λέξεις «Ναζί» ή «φασισμός» λάμπουν διά της απουσίας τους. Αντίθετα ο Τσόρτσιλ, αν και παλαιότερα είχε εκφραστεί κολακευτικά για τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, τώρα φαίνεται σφοδρός πολέμιος της «τυραννίας» που απειλεί το «νησί» και μιλά με περιφρόνηση για τον «Χερ Χίτλερ» και τον λακέ του, τον Μουσολίνι.
Όπως και άλλοι ηγέτες της ίδιας ιστορικής περιόδου (Στάλιν, Ρούζβελτ), ο Τσόρτσιλ δεν είναι μόνο πρόσωπο της ιστορίας αλλά και πρόσωπο του μύθου. Ενός μύθου που συντηρεί το δέος, συχνά όμως σε βάρος της κριτικής σκέψης και αποτίμησης.
Μια αγιογραφία του Τσόρτσιλ είναι αυτή η ταινία, που εξυπηρετεί και το αφήγημα των ημερών περί ισχυρής, μετά το Brexit και παρά το Brexit, Βρετανίας. Όμως μια αγιογραφία τόσο κομψή και δυναμική, που μπορεί να πείσει ακόμα και τους επιφυλακτικούς. Το υποδειγματικό σενάριο είναι γεμάτο τσορτσιλικά ευφυολογήματα, ενώ η πολεμική ατμόσφαιρα είναι στο βαθύ φόντο: δεν βλέπουμε μάχες και αίματα, όμως ξέρουμε ότι η απειλή είναι κοντά, πολύ κοντά. Ο Γκάρι Όλντμαν, στον ρόλο του Τσόρτσιλ, είναι καθηλωτικός, ενώ η σκηνοθεσία του Τζο Ράιτ έχει ρυθμό και ένταση. Με λίγα λόγια, μια ταινία που αξίζει να τη δούμε. Όχι για να μάθουμε ιστορία αλλά γιατί πρόκειται για ένα άψογο προϊόν που επιβεβαιώνει τη δύναμη και τη γοητεία του σινεμά.