Τίποτα το νεοπλουτίστικο ή χολιγουντιανό δεν συναντάμε στο ντεκόρ και στα αισθήματα των χαρακτήρων.
Βίκυ Παπαδοπούλου
Όλα είναι όμορφα στην ταινία Να με φωνάζεις με τ᾽ όνομά σου: τα πρόσωπα, το σπίτι, η εξοχή, η μικρή και δίχως αυτοκίνητα πόλη στη βόρεια Ιταλία, η μουσική, το φαγητό ο σπιτικός χυμός από νωπά βερίκοκα (εδώ δεν πίνουν κόκα κόλα), τα ρούχα των ηθοποιών, ακόμα και ο καιρός: ένα γλυκό αλλά όχι αποπνιχτικά ζεστό καλοκαίρι του 1983. Εκλεπτυσμένη και διόλου γλυκανάλατη είναι και η ερωτική σχέση που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές της ταινίας, τον 17χρονο έφηβο Όλιο και τον Αμερικανό Όλιβερ, έναν μεταπτυχιακό φοιτητή (όπως υποθέτουμε) που θα φιλοξενηθεί για έξι εβδομάδες στην εξοχική βίλα του καθηγητή αρχαιολογίας, του πατέρα του Όλιο, για να τον βοηθήσει στην έρευνά του.
Τίποτα το νεοπλουτίστικο ή χολιγουντιανό δεν συναντάμε στο ντεκόρ και στα αισθήματα των χαρακτήρων. Ένα σπίτι γεμάτο αντίκες ρουστίκ, όχι σαλονιού, και παντού η πατίνα του χρόνου. Το ευρωπαϊκό αισθητικό ιδεώδες κυριαρχεί και μπροστά του υποκλίνεται και ο Αμερικανός επισκέπτης. Ο Όλιβερ, ωραίος σαν μοντέλο, είναι ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης, αθλητικός, ευφυής, ακομπλεξάριστος και καλός χορευτής. Οι γονείς του Όλιο είναι σκληροπυρηνικοί διανοούμενοι αλλά ταυτόχρονα φιλικοί, εγκάρδιοι, απλοί και απροσποίητοι. Και φυσικά πλούσιοι. O Παζολίνι, αν ζούσε, πιθανόν θα έβαζε σε κάποια ταινία του τον ηθοποιό που υποδύεται τον Όλιο, τον Αμερικανό Τιμοτέ Σαλαμέ, αν και μάλλον σε ρόλο αληταρά προλετάριου με πονηρό βλέμμα και όχι «καλού παιδιού».
Η οικογένεια είναι σφιχτοδεμένη. Πατέρας, μαμά και γιος ανταλλάσσουν φιλιά, αγκαλιές και χάδια, αλλά ταυτόχρονα είναι ανοιχτοί στον Άλλο, στους Άλλους. Νοιάζονται για την κουλτούρα και τους ανθρώπους. Και ο γιος, βιβλιοφάγος και μεγάλο μουσικό ταλέντο, παίζει πιάνο σαν άγγελος — ας υποθέσουμε ότι οι άγγελοι παίζουν πιάνο.
Μέσα στο παραδεισένιο περιβάλλον της αγρέπαυλης στη Λομβαρδία, μοιάζει σχεδόν φυσικό ο Όλιβερ και ο Όλιο να ερωτευθούν ο ένας τον άλλο με κομψότητα και αφοπλιστική απλότητα. Και οι γονείς θα δείξουν απέραντη κατανόηση, ιδίως ο πατέρας στο λογύδριό του προς τον γιο στο τέλος της ταινίας. Η οικογένεια απορροφά τους κραδασμούς.
Η ταινία, που είναι υποψήφια για Όσκαρ, αποθεώθηκε από την κριτική σε όλο τον κόσμο, όπως έχει συμβεί και με άλλες ταινίες του σκηνοθέτη της, του Ιταλού Λούκα Γκουαντανίνο. Δεν είναι μια τυπική «γκέι ταινία», αλλά ένας ύμνος στην ομορφιά των ανθρώπων, των κτιρίων, της φύσης, των αντικειμένων. Η κάμερα και ο φωτισμός μεταμορφώνουν τον Όλιο σε αρχαίο άγαλμα, που το κάλλος του υπερβαίνει την έννοια της αρρενωπότητας. Διόλου τυχαία, οι τίτλοι της ταινίας είναι μια διαδοχή φωτογραφιών με περίφημα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά αγάλματα εφήβων και νέων. Ανάμεσα στις φωτογραφίες, μικρά προσωπικά αντικείμενα: ένα φιλμ Kodak, ένα κύπελλο με μολύβια, λίγα τραπουλόχαρτα, μια σελίδα της Corriere della sera, της εφημερίδας που διαβάζει κάθε πρωί ο πατέρας.
Ο χαρακτηρισμός «αριστούργημα» και μάλιστα βισκοντικής απόχρωσης, ο οποίος έχει αποδοθεί στην ταινία, είναι υπερβολικός. Ασφαλώς η ταινία είναι προοδευτική, καθώς βρίσκεται στον αντίποδα της ομοφοβίας και της κοινωνικής προκατάληψης απέναντι στον ομοφυλοφιλικό έρωτα. Εδώ κανείς δεν αποπλανεί, δεν «διαφθείρει» κανέναν ή, μάλλον, η αποπλάνηση είναι αμοιβαία.
Τελικά, η ταινία αυτή φαίνεται να δικαιώνει τον Όσκαρ Ουάιλντ που έλεγε ότι «η ομορφιά είναι μια μορφή μεγαλοφυΐας, μάλιστα είναι ανώτερη από τη μεγαλοφυΐα γιατί δεν χρειάζεται εξήγηση». Όμως η ανοχή, η κατανόηση, η απενοχοποίηση της επιθυμίας εδώ συντελούνται σε ένα μυθικό περιβάλλον, πολύ μακριά από τη βουή, τις ανάγκες, τις μικρότητες και τη βία της πραγματικής ζωής.