Γιώργος Παυλόπουλος
Όψεις του ίδιου νομίσματος το εθνικιστικό, (ακρο)δεξιό μπλοκ Συντάγματος και Θεσσαλονίκης και ο επιθετικός κοσμοπολιτισμός του ΣΥΡΙΖ
Προσπάθεια να δοθεί χαρακτήρας «παλλαϊκής αντικυβερνητικής συγκέντρωσης» στη σημερινή συγκέντρωση
Έωλη παραμένει η νέα διαδικασία επίλυσης του Μακεδονικού, που υπηρετεί πρωτίστως τις επιδιώξεις των ΗΠΑ και του ανταγωνισμού τους με τη Ρωσία στα Βαλκάνια, δευτερευόντως όμως και της ΕΕ, ενώ κινείται βάσει των σχεδιασμών που έχουν κάνει οι κυβερνήσεις σε Αθήνα και Σκόπια. Για την ώρα, βεβαίως, Τσίπρας, Ζάεφ και Νίμιτς εμφανίζονται αποφασισμένοι να προχωρήσουν, με ορόσημο τη σύνοδο του ΝΑΤΟ τον ερχόμενο Ιούνιο και στόχο να συμφωνηθεί εκεί η ένταξη της πΓΔΜ, με ή χωρίς νέα ονομασία. Ωστόσο, η πολιτική και κοινωνική δυναμική που έχει αναπτυχθεί στο εσωτερικό των δύο άμεσα ενδιαφερόμενων χωρών, κυρίως στην Ελλάδα, προκαλεί αμφιβολίες για το κατά πόσο και πώς θα προχωρήσουν τα σχέδιά τους ή αν, τελικά, θα αναγκαστούν να τα αναθεωρήσουν, όπως είχε γίνει το 2008.
Αναμφίβολα, η προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να παρελάσει το Σάββατο στην Αθήνα και, πολύ περισσότερο, η σημερινή εθνικιστική συγκέντρωση στο Σύνταγμα μαζί με τα «παρελκόμενά» της, αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα που θα μετρήσουν σοβαρά κυβέρνηση, κόμματα και κέντρα εξουσίας προτού κάνουν το επόμενο βήμα τους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί, σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, δύσκολα θα ανακοπούν.
Ήδη, όσον αφορά στη σημερινή συγκέντρωση, ο χαρακτήρας που της δίνεται είναι σαφώς διαφορετικός σε σύγκριση με εκείνη της Θεσσαλονίκης. Η (ημιεπίσημη) υιοθέτησή της από τη Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη και του Σαμαρά, η στήριξή της από τον Ιερώνυμο και την ηγεσία της εκκλησίας, η ενεργοποίηση υπέρ της σαφώς περισσότερων αστικών κέντρων και, φυσικά, η επιλογή-επιβολή του Μίκη Θεοδωράκη ως βασικού ομιλητή της είναι σαφές ότι στέλνουν μήνυμα πως πρόκειται για μια εκδήλωση η οποία εκφράζει και ενώνει πολύ ευρύτερα τμήματα από την «σκληρή» Ακροδεξιά.
Για την ακρίβεια, τις τελευταίες ημέρες επιχειρείται εντατικά και συστηματικά να μετατραπεί στη μεγαλύτερη αντικυβερνητική διαδήλωση που έχει πραγματοποιηθεί επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με σαφή πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς και του «εθνικού». Οι εμπνευστές αυτής της γραμμής επιδιώκουν να πετύχουν με ένα σμπάρο δύο τριγόνια: Αφενός, να πάρουν ρεβάνς από τις «πλατείες της Αριστεράς» της περιόδου 2011-’12, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι μπορούν να χτυπούν με τα ίδια όπλα και μάλιστα πιο αποτελεσματικά — «Η πλατεία εκδικείται», ήταν ο χαρακτηριστικός τίτλος εφημερίδας την Παρασκευή.
Αφετέρου, ποντάροντας στη συσσωρευμένη κοινωνική οργή, την απογοήτευση από την κυβέρνηση και την αίσθηση κινηματικής ήττας, καταβάλλεται προσπάθεια συσπείρωσης κάτω από τη σκέπη της ΝΔ, έτσι ώστε να αποκτήσει την πολιτική δυναμική που (εμφανώς) της έλειπε και να κάνει το άλμα προς την κυβέρνηση, ενδεχομένως επιταχύνοντας τη διεξαγωγή εκλογών λόγω ΑΝΕΛ. Προκειμένου δε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η ηγετική της ομάδα ακολουθεί πιστά τη συνταγή που έχουν εφαρμόσει όμορα κόμματα στην Ευρώπη (Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία κ.λπ): «Νοθεύει» το αντιδραστικό της προφίλ με κάποια (περιορισμένα) φιλολαϊκά και κοινωνικά στοιχεία, ενώ την ίδια στιγμή υιοθετεί το μεγαλύτερο μέρος της ατζέντας της Ακροδεξιάς. Με άλλα λόγια, η ΝΔ μετατρέπεται η ίδια σε μια «σοβαρή Χρυσή Αυγή», αποτρέποντας έστω και προσωρινά τη δημιουργία ενός άλλου πολιτικού φορέα που θα την απειλήσει.
Απέναντι σε αυτό το δεξιό-ακροδεξιό στρατόπεδο, η αστική τάξη παρατάσσει τις δυνάμεις της… λογικής και του διαλόγου, που εκφράζονται κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, με τη σύμπλευση του Ποταμιού, καθώς και του «εκσυγχρονιστικού» τμήματος του παλιού και νέου ΠΑΣΟΚ. Εκεί στρατεύονται και αρκετοί πανεπιστημιακοί και αναλυτές (ακόμη και ανοιχτά προσκείμενοι στη ΝΔ), αλλά και θεσμικοί φορείς του κεφαλαίου –όπως ο ΕΒΕΑ, εμμέσως όμως και οι σύνδεσμοι βιομηχάνων και εξαγωγέων της βόρειας Ελλάδας που «σιωπούν», μη υιοθετώντας το εθνικιστικό παραλήρημα– οι οποίοι θεωρούν ότι μια συμβιβαστική λύση αποτελεί την καλύτερη επιλογή για μια νέα εφόρμηση στην αγορά της πΓΔΜ και την ακόμη πιο σφιχτή πρόσδεσή της στο ελληνικό «άρμα».
Πρόκειται, ουσιαστικά, για την πιο κοσμοπολίτικη εκδοχή της αστικής πολιτικής, η οποία εξυπηρετεί τους ίδιους επιθετικούς στόχους με άλλα μέσα, ενώ δίνει μια μοναδική ίσως δυνατότητα στο πολιτικό προσωπικό να εμφανιστεί δημοσίως με διαφορετικό προσωπείο. Διότι την ίδια στιγμή, εντός συνόρων, οι διαφορές γίνονται ολοένα πιο δυσδιάκριτες, μιας και οι δύο εκδοχές είναι στην πράξη ενωμένες και αποφασισμένες για την εξόντωση του κόσμου της εργασίας και τη νέα βίαιη αναδιανομή πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, με τη συνταγή των μνημονίων, της ΕΕ και του ΔΝΤ — άλλωστε, και οι μεν και οι δε πρωταγωνίστησαν στην εκστρατεία υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα του 2015.
Σε κάθε περίπτωση, το παραπάνω σκηνικό –ανεξαρτήτως της τροπής που θα πάρουν οι εξελίξεις– αναδεικνύει την οριστική και αμετάκλητη χρεοκοπία κάθε αντίληψης και γραμμής στο εσωτερικό της Αριστεράς που υποτάσσεται στο «εθνικό» ή, έστω, του δίνει προβάδισμα σε συγκεκριμένες συνθήκες. Όσοι, όπως η ΛΑΕ, προβάλλουν προτάσεις περί «αντιμνημονιακών μετώπων» και «εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης», απευθυνόμενοι ακόμη και σε «πατριωτικές δυνάμεις» οι οποίες συμμετέχουν ενεργά στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, όχι απλώς κάνουν λάθος αλλά παραπλανούν τον λαό και υπονομεύουν κάθε προσπάθεια για την αναγκαία κινηματική και πολιτική απάντηση. Οφείλουν δε να το ξανασκεφτούν και να αναθεωρήσουν τη στάση τους εκείνοι, όπως το ΚΚΕ, που ενώ ορθά καταγγέλλουν τα ιμπεριαλιστικά σχέδια, επιμένουν να ρίχνουν το βάρος τους στον (υπαρκτό) εθνικισμό του μικρότερου παίκτη στην εξίσωση, δηλαδή της πΓΔΜ, υποβαθμίζοντας την επιθετικότητα και τις ιμπεριαλιστικές τάσεις του ελληνικού κεφαλαίου.
Το ενιαίο μέτωπο και ο αγώνας ενάντια στα σχέδια του κεφαλαίου, των κυβερνήσεων και των κομμάτων του, κατά των «δυτικών» (ΕΕ, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ) και «εξ’ ανατολών» ιμπεριαλιστών (Ρωσία, Κίνα), όπως και η συγκρότηση ενός ρωμαλέου διεθνιστικού-αντιπολεμικού κινήματος, είναι προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ για να επιβιώσουμε σήμερα και να έχουμε ελπίδα για το αύριο. Για να στραφούν η δυσαρέσκεια και η οργή αριστερά και αντικαπιταλιστικά.