Διάλογος για το κομμουνιστικό κόμμα
Τάκης Κυπραίος
Αναγκαία η σύνδεση με τμήματα της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης
Η ουσία του οργανωτικού ζητήματος βρίσκεται πριν και πάνω απ’ όλα στο πρόγραμμα και στους τρόπους έμπρακτης προώθησης του
Η άθλια έως τραγική ελληνική πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται από το 2010 και ύστερα από κυβερνήσεις που επικαλούνται συνεχώς την έξοδο από την παγκόσμια κρίση του 2008 -2009, έχει πολύ βαθύτερα αίτια. Η εμμονή των κυρίαρχων κύκλων στην πολιτική μετωπικής επίθεσης στον κόσμο της εργασίας δεν είναι απλώς μια ευκαιρία λόγω των αρνητικών συσχετισμών και της έλλειψης του «αντίπαλου δέους», ούτε αποτελεί απλά αναγκαστική υποταγή στην ΕΕ και το ΔΝΤ. Αποτελεί, πρωτίστως, εσωτερική αντικειμενική αναγκαιότητα του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού (και του ελληνικού), προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα της χαμηλής κερδοφορίας του και να ξεπεράσει την κρίση του.
Έτσι λοιπόν, η διεκδίκηση ακόμα και μιας δευτερεύουσας αντίθεσης αποκτά πολύ ευρύτερη αξία και περιεχόμενο. Σε τελευταία ανάλυση, συνεπάγεται σύγκρουση με το βασικό πυρήνα της καπιταλιστικής πολιτικής και απαιτεί σύγχρονους επαναστατικούς εργατικούς αγώνες. Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής βρίσκεται κατά συνέπεια στον αντίποδα της επιδιωκόμενης ανάπτυξης, όπως την εννοούν οι αστοί. Υπαγορεύεται από τα ταξικά συμφέροντα των εργατών. Είναι ένα πρόγραμμα με στόχους που όχι μόνο δεν διαχειρίζεται την κρίση για λογαριασμό του συστήματος, αλλά κλιμακώνει την αντιπαράθεση, δίνει προοπτικές, στο βαθμό που γίνεται μαζικά αποδεκτό και ωριμάζουν τα γενικότερα πολιτικά ζητήματα, να αποκτήσει επαναστατική προοπτική.
Ο κεντρικός του άξονας είναι η υπεράσπιση της ζωής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Οι βασικοί στόχοι του εργατικού κινήματος, στο έδαφος της διατηρούμενης αστικής κυριαρχίας όχι μόνο διεκδικούν και συγκρούονται αλλά, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούν να ανατρέπουν και να κατακτούν νίκες ενάντια στο χρέος και παρά το χρέος, ενάντια στην ΕΕ και παρά την ΕΕ. Αυτό σημαίνει π.χ. ριζική ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής υπέρ του εργατικού πολιτικού κινήματος.
Αδιαίρετο στοιχείο του προγράμματος είναι η πάλη για την αποτροπή του πολέμου και την ειρήνη. Είναι ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας για εθνική αυτοδιάθεση, ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία, για έξοδο από την ΕΕ, την απαγκίστρωση της Ελλάδας από το ιμπεριαλιστικό πολιτικοστρατιωτικό μπλοκ του ΝΑΤΟ, το κλείσιμο των ξένων στρατιωτικών βάσεων.
Οι άμεσοι εργατικοί στόχοι και πολύ περισσότερο οι υλικές –και όχι επικοινωνιακές– νίκες αποτελούν τον βασικό κρίκο του εργατικού κινήματος για τις αγωνιστικές κατακτήσεις και αντιστάσεις του σε διαρκή αντιπαράθεση με την αδιαλλαξία και τους θεσμούς του συστήματος. Η τέχνη της εργατικής πολιτικής έγκειται στο να συνδέονται αυτοί οι βασικοί στόχοι, υλικά-πολιτικά και από την άποψη των ιδεών, με την ανώτερη αναγκαιότητα της επαναστατικής εξουσίας, δίχως τη μηχανιστική ταύτιση μαζί της.
Η άρνηση της παραπάνω θεμελίωσης αποτελεί τον πυρήνα του προβλήματος στην πολιτική της Αριστεράς.
Οι εργατικοί στόχοι του άμεσου προγράμματος αναφέρονται σ’ όλες τις πλευρές της αστικής κυριαρχίας και πολιτικής. Αλλά το πού θα σπάσει, στη βάση τίνος θεμελιώδους ή ποιών θεμελιωδών κοινωνικών στόχων πάλης θα ανατραπεί η κυβερνητική πολιτική, θα εξαρτηθεί από την πραγματική κίνηση της πάλης των τάξεων.
Η εργατική πολιτική επομένως υπολογίζει, κάθε φορά, τη συγκεκριμένη δυνατότητα των πιο ώριμων προβλημάτων-κρίκων για να επιτύχει ένα τακτικό ρήγμα. Έτσι, λαμβάνεται έμπρακτα υπόψη η ανισόμετρη ανάπτυξη του κινήματος και σχεδιάζεται σε κάθε φάση η συγκέντρωση, αντίστοιχα, μάχιμων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
Φυσικά, το σύνολο των αντικαπιταλιστικών στόχων ενός προγράμματος απαιτεί την εργατική εξουσία και κυβέρνηση. Η πάλη για την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος, που πρακτικά οδηγεί μέσα από τους αγώνες στην απελευθέρωση των εργατών, δεν μπορεί παρά να είναι έργο των ίδιων των εργατών.
Η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, η επιδιωκόμενη μεγάλη αναμέτρηση και συνακόλουθα η σταθερά επιδιωκόμενη εργατική δημοκρατία, είναι τελικά έργο του κινήματος της εργατικής τάξης, της εξεγερμένης πλειοψηφίας της και των σύμμαχων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, που συνεχώς μετασχηματίζονται από την παρέμβαση της πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος.
Αυτή η πρωτοπορία, που συνιστά το πολιτικό υποκείμενο της εργατικής πολιτικής και ευρύτερα της επανάστασης, συγκροτείται από την ειδική στρατηγική πρωτοπορία, που είναι το κόμμα, τη γενική πρωτοπορία, που είναι το πολιτικό μέτωπο και τις αγωνιζόμενες εργατικές-λαϊκές μάζες, που είναι το κίνημα. Όλα αυτά μαζί στη διακριτικότητα και αλληλεπίδρασή τους. Είναι κατά συνέπεια ένα ευρύ, ιστορικά εξελισσόμενο πολιτικό υποκείμενο της κοινωνικής χειραφέτησης.
Η ανάγκη επαναθεμελίωσης, ειδικά του κόμματος της εποχής μας, είναι αναμφισβήτητη.
Το κόμμα είναι τμήμα της τάξης και σε καμιά περίπτωση όργανό της. Ούτε υποκαθιστά, ούτε ελέγχει την πολιτική δράση των εργατών και δεν περιορίζει την πολιτική ως υπόθεση του κόμματος, δηλαδή ως υπόθεση της ηγεσίας του.
Ο ρόλος του και τα οργανωτικά του χαρακτηριστικά πρέπει να αντιστοιχηθούν με τις εξελίξεις στην οργάνωση της εργασίας στον 21ο αιώνα.
Η συγκρότηση ενός κόμματος σήμερα δεν μπορεί να είναι προϊόν μόνο προσπαθειών από τα πάνω. Για τη δημιουργία του, δεν αρκεί μια απλή συνένωση ομάδων. Απαιτείται κάτι πολύ ευρύτερο και βαθύτερο. Πρέπει να είναι η κατάληξη μιας ανοιχτής προσπάθειας και ενός ισότιμου διαλόγου, χωρίς προκαθορισμούς, στη βάση ενός κομμουνιστικού προγράμματος και την προϋπόθεση πως θα συνδέεται με τμήματα της εργατικής τάξης, προπαντός με τμήματα της πρωτοπορίας της σύγχρονης εργατικής τάξης, τους αγρότες και διάφορα άλλα στρώματα του πληθυσμού.
Το οργανωτικό κληροδότημα που έφτασε ως τις ημέρες μας, αυτό που οι απανταχού κομμουνιστές γνώρισαν ως κομμουνιστικό κόμμα, είναι διαφορετικό από το κόμμα που επιδρούσε πριν το 1917 και καθοδήγησε νικηφόρα τις επαναστατημένες μάζες.
Το κόμμα αυτό, τη λειτουργία του, δεν τα γνωρίσαμε.
Η ουσία του οργανωτικού ζητήματος βρίσκεται πριν και πάνω απ’ όλα στο πρόγραμμα και στους τρόπους έμπρακτης προώθησης του. Βρίσκεται «στη συνειδητότητα της προλεταριακής πρωτοπορίας […] με τον όρο ότι οι πλατιές μάζες θα πείθονται από την ίδια τους την πείρα για αυτή την ορθότητα. Χωρίς αυτούς τους όρους κάθε απόπειρα να δημιουργηθεί πειθαρχία μετατρέπεται αναπόφευκτα σε κούφια λόγια, σε φρασεολογία, σε πιθηκισμούς» (Λένιν). Υπό αυτό και μόνο υπό αυτό το πρίσμα έχουν αξία και οι αναγκαίοι ειδικοί καταστατικοί κανόνες λειτουργίας, που συνθέτουν το οργανωτικό μοντέλο κόμματος.
Από την παραπάνω συνολική και στερεή θεώρηση του οργανωτικού ζητήματος απομακρυνόταν βαθμιαία η ηγεσία των τριτοδιεθνιστικών κομμάτων. Γι αυτό και όσο αυστηρότερο γινόταν το καταστατικό αυτών των κομμάτων, τόσο πολλαπλασιάζονταν οι συγκρούσεις, οι διασπάσεις και οι αποχωρήσεις, τόσο και περιοριζόταν το κύρος τους.
Αλλά για ένα τέτοιο κόμμα που «Εκεί που κατοικώ εγώ, είναι το σπίτι του, και κει που δέχεσαι επίθεση εσύ, εκεί δίνει τη μάχη» (Μπρεχτ) αξίζει τον κόπο να αγωνιστούμε.