Ειρήνη Θάνου
Ο όρος «Big Pharma» περικλείει το σύνολο των κυρίαρχων πολυεθνικών φαρμακευτικών κολοσσών και χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η «σκοτεινή πλευρά» της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Οι ρίζες της χρονολογούνται στον 19ο αιώνα, όταν ιδρύθηκαν πολλές από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες. Πλέον οι εξέχοντες παίχτες της φαρμακοβιοχημανίας –όπως Bayer, GlaxoSmith-Kline (GSK), Merck, Novartis, Pfizer, Roche, Sanofi-Aventis– ελέγχουν το ήμισυ της αγοράς με παγκόσμια έσοδα πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το 2014 και κέρδη που ξεπερνούν εκείνα της στρατιωτικής βιομηχανίας. Χαρακτηριστικά, κάθε ευρώ που επενδύεται στην παρασκευή ενός παντενταρισμένου φαρμάκου αποφέρει στα μονοπώλια των φαρμακοβιομηχανιών περίπου 1.000 ευρώ. Η Bayer, για παράδειγμα, ανέπτυξε και κυκλοφόρησε την ασπιρίνη, η οποία θεωρήθηκε απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Παρόλα αυτά η Bayer κατείχε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που της επέτρεπε το μονοπώλιο της παραγωγής για σχεδόν 20 χρόνια.
Αυτή η εξαιρετικά κερδοφόρα βιομηχανία έχει αναπτύξει μηχανισμούς για τη συντήρηση και αύξηση της οικονομικής της κυριαρχίας. Οι φαρμακευτικές εταιρείες δαπανούν μεγαλύτερα ποσά από κάθε άλλη βιομηχανία για να επηρεάσουν τους πολιτικούς. Η οικονομική και πολιτική επιρροή των φαρμακευτικών εταιρειών εντάθηκε το 1958, όταν δημιουργήθηκε η Ένωση Φαρμακευτικής Έρευνας και Κατασκευαστών της Αμερικής (PhRMA), η οποία αποτελεί έως και σήμερα το μεγαλύτερο φαρμακευτικό λόμπι των ΗΠΑ. Από το 1998 έως το 2015 ο οργανισμός αυτός παραχώρησε πάνω από 2,5 δις δολάρια για άσκηση πίεσης και χρηματισμό δημόσιων υπαλλήλων.
Τα σκάνδαλα της Big Pharma είναι ευρέως γνωστά και επαναλαμβανόμενα εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, ελάχιστα μέτρα έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση αθέμιτων και παράνομων πρακτικών. Αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στην τεράστια επιρροή που διαθέτουν οι παγκόσμιοι όμιλοι αλλά εδράζεται στο ίδιο το σύστημα της εκμετάλλευσης. Σε αυτό το περιβάλλον αναπτύσσεται και κυριαρχεί η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα, ενώ ανθούν και τα φαινόμενα της «περιστρεφόμενης πόρτας», δηλαδή του περάσματος των πολιτικών σε επιχειρηματικές στελεχικές θέσεις και τούμπαλιν.
Φάρμακο που δεν φέρνει κέρδη, απλά δεν αναπτύσσεται
Οι πολυεθνικές εταιρείες δεν χρηματοδοτούν την έρευνα για θεραπευτικά φαρμακευτικά κοκτέιλ για την αντιμετώπιση του καρκίνου, επειδή σε αυτά περιλαμβάνονται και γενόσημα φάρμακα που δεν επιφέρουν κέρδη, καθώς δεν είναι πατενταρισμένα
Με αφορμή τη συζήτηση γύρω από το σκάνδαλο της Novartis προκύπτει ένα μείζον ερώτημα: Που αποσκοπεί η καταβολή τόσο πολλών χρημάτων από τις φαρμακευτικές εταιρείες σε πολιτικά στελέχη και γιατρούς; Αν και σε μεγάλο βαθμό αόρατος για την κοινή γνώμη, στόχος είναι –μεταξύ άλλων– η διαμόρφωση κατάλληλων νόμων και ενός θεσμικού πλαισίου εντός του οποίου οι φαρμακευτικές εταιρείες θα διατηρούν τα κέρδη τους αυξανόμενα. Είτε μέσω της τιμολογιακής και εμπορικής τους πολιτικής, είτε για την κατεύθυνση των ερευνητικών τους προσπαθειών αλλά και κλινικών τους δοκιμών, οι πολυεθνικοί κολοσσοί απομυζούν κρατικούς προϋπολογισμούς και τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων. Το βάθος των πρακτικών που λερώνει τον κλάδο του φαρμάκου είναι αξιοσημείωτο. Η ιστορία του πώς οι λεγόμενες Big Pharma επιδιώκουν τεράστια κέρδη σε βάρος της υγείας και ευημερίας των ανθρώπων έχει πολλές ενδιαφέρουσες πλευρές.
Ενδεικτικά, τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρήθηκε μια ριζική αλλαγή στην ανάπτυξη φαρμακευτικών σκευασμάτων, η οποία εκκινούσε από σημαντικές αλλαγές στη διεξαγωγή των κλινικών δοκιμών. Από το 1990 έως σήμερα τα πανεπιστήμια και τα ακαδημαϊκά ιατρικά κέντρα έχουν αντικατασταθεί ολοένα και περισσότερο από ιδιωτικούς ερευνητικούς οργανισμούς κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Αυτή η διαδικασία ιδιωτικοποίησης των κλινικών δοκιμών καθοδηγείται από την επιθυμία των φαρμακευτικών εταιρειών να μειώσουν το κόστος και να επιταχύνουν την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
Στα πλαίσια αυτά, το 2015 έσκασε στη δημόσια σφαίρα το περιστατικό της Turing Pharmaceuticals, η οποία αύξησε την τιμή ενός φαρμάκου για τη θεραπεία του HIV από 13,50 δολάρια στο συγκλονιστικό ποσό των 750 δολαρίων ανά χάπι. Στο πρόσωπο του διευθυντή Martin Shkreli –ο οποίος στις πρώτες συνεντεύξεις τύπου περιφρονούσε κάθε σχετική ερώτηση προκαλώντας την δημόσια οργή– θα μπορούμε να προσωποποιείται κάθε εκπρόσωπος φαρμακευτικής, ο οποίος ισχυρίζεται ότι πρέπει να χρεώνουν τόσο πολύ ένα φάρμακο, ώστε να αποσβέσουν όλα τα χρήματα που έχουν επενδύσει σε χρόνια έρευνας και ανάπτυξης. Ένα ακόμα παράδειγμα της εκρηκτικής αντίφασης των δυνατοτήτων της ανθρωπότητας να ζήσει καλύτερα και της πραγματικότητας, είναι μια νέα γονιδιακή θεραπεία για τη λευχαιμία, η οποία εγκρίθηκε πρόσφατα από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), που όμως κοστολογείται στα 475.000 δολάρια ετησίως, αποκλείοντας τη συντριπτική πλειοψηφία των πασχόντων. Η προπαγάνδα για τα μυθικά κόστη ανάπτυξης εξειδικευμένων φαρμάκων καταρρέει σταδιακά, αφήνοντας έκθετο το παιχνίδι μεταξύ εθνικών και υπερεθνικών θεσμών και φαρμακευτικών εταιρειών. Σύμφωνα με τα δεδομένα πρόσφατης μελέτης, το μέσο κόστος ανάπτυξης ενός φαρμάκου για τον καρκίνο υπολογίζεται περίπου στα 720 εκατομμύρια δολάρια. Την ίδια στιγμή που το μέσο ετήσιο έσοδο από τις πωλήσεις είναι περίπου 2,7 δισ. δολάρια. Ήτοι κέρδη που αγγίζουν τα 2 δις. από τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας.
Αφού εξασφαλίζουν το ύψος του κέρδους μέσω της υπερτιμολόγησης, οι Big Pharma κοιτούν το μέλλον. Η νομοθεσία επιτρέπει τα φάρμακα που έχουν αναπτυχθεί πρόσφατα να εξακολουθούν να είναι επιλέξιμα για πατέντες 20ετίας, με τη λογική να βοηθηθούν οι εταιρείες να καλύψουν το κόστος της έρευνας και της ανάπτυξης! Στα παραπάνω νομοθετημένα σκάνδαλα έρχεται η πρακτική των παραγωγών φαρμάκων να δημιουργούν «αειθαλή» προϊόντα, κάνοντας πολύ μικρές αλλαγές στο φάρμακο, δικαιολογώντας έτσι την επέκταση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (πατέντες) — χωρίς κανένα όφελος για τον καταναλωτή. Ο FDA έχει κατηγορηθεί ότι είναι πολύ χαλαρός στις πρακτικές ρύθμισης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Δεν είναι περίεργο, καθώς οι Big Pharma συμβάλλουν περίπου στα δύο τρίτα του ετήσιου προϋπολογισμού του FDA, πληρώνοντας υψηλά τέλη για να επισπεύσει τη διαδικασία έγκρισης φαρμάκων.
Ίσως η πιο σημαντική και υποτιμημένη πλευρά αφορά την άμεση εμπλοκή της φαρμακοβιομηχανίας στα επιστημονικά αποτελέσματα. Όχι μόνο μέσω της χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων και κλινικών μελετών με στόχο να καρπωθεί το επιστημονικό αποτέλεσμα, αλλά πολύ περισσότερο μέσω της αναβάπτισης του κινήτρου οικονομικού οφέλους σε κίνητρο ενδιαφέροντος για τον συνάνθρωπο. Αυτή την τακτική ακολούθησε ο αμερικανικός φαρμακευτικός κολοσσός Pfizer, όταν ανακοίνωσε πως θα τερματίσει τα προγράμματα ανάπτυξης θεραπευτικών σκευασμάτων για τη νόσο Αλτσχάιμερ και θα ανακατανείμει τη χρηματοδότηση στους τομείς εκείνους που θα του επιτρέψουν καλύτερες παροχές στους ασθενείς. Διαβάζοντας πίσω από την επιχειρηματική γλώσσα, η εταιρεία στρέφει τη χρηματοδότηση στην έρευνα για φάρμακα που είναι πιο πιθανό να είναι εμπορικά επιτυχημένα και κατά συνέπεια κερδοφόρα. Παράπλευρες απώλειες αυτού του σχεδίου οι 300 θέσεις εργασίες που χάθηκαν και τα 47 εκατομμύρια πασχόντων από άνοια παγκοσμίως. Να σημειωθεί πως μέχρι και σήμερα δεν υπάρχουν διαθέσιμες θεραπείες που σταματούν ή αναστρέφουν την εξέλιξη της ασθένειας.
Έτσι οι μεγάλοι παίκτες της φαρμακοβιομηχανίας, αφού πρώτα αποφασίσουν πως θα επενδύσουν στους πιο επικερδείς τομείς (πχ. ογκολογία, διαβήτης κλπ), εν συνεχεία παρεμβαίνουν και στα θεραπευτικά σχήματα που προκρίνουν τα αποτελέσματα βασικών ερευνών. Ένα πολύ διαφωτιστικό παράδειγμα προέρχεται από τον τομέα της έρευνας για τον καρκίνο. Τα τελευταία χρόνια, η βαθύτερη μελέτη των χαρακτηριστικών της ασθένειας συνηγορεί στη χρήση κοκτέιλ ουσιών για την αποφυγή φαινομένων ανθεκτικότητας σε ένα φάρμακο. Όμως κάθε εταιρεία που διαθέτει το δικό της δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δεν ενδιαφέρεται να χρηματοδοτήσει κλινικές δοκιμές για ελπιδοφόρα μείγματα ουσιών, καθώς τα φάρμακα μπορεί να μην αποφέρουν κέρδη, εάν χρησιμοποιούνται μαζί με ένα φτηνό γενόσημο ή ένα φάρμακο μιας άλλη εταιρείας. Συγκεκριμένα, μια μελέτη του 2013 έδειξε ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν ένα γενόσημο φάρμακο για τον διαβήτη που ονομάζεται μετφορμίνη έχουν πολύ μικρότερο κίνδυνο να πεθάνουν από καρκίνο του προστάτη. Ωστόσο, δεδομένου ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη μετφορμίνη έληξε το 2003, καμία φαρμακευτική εταιρεία δεν ενδιαφέρθηκε να χρηματοδοτήσει μελέτες συνδυαστικών θεραπειών που περιλαμβάνουν μετφορμίνη επειδή δεν θα υπάρξει ένα νέο –κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας– φάρμακο στο τέλος της μελέτης. Σήμερα, διεξάγονται τουλάχιστον 38 κλινικές δοκιμές για τη δοκιμή μετφορμίνης σε μελέτες θεραπευτικών συνδυασμών, αλλά καμία από αυτές δεν χρηματοδοτείται από φαρμακευτική εταιρεία. Αντ’ αυτού, τα κέντρα καρκίνου, τα νοσοκομεία και τα πανεπιστήμια αναζητούν υποστήριξη από κυβερνήσεις και ιδρύματα για τη χρηματοδότηση των δοκιμών.
Είναι σαφές πως τα υψηλά κέρδη της βιομηχανίας είναι συνυφασμένα με τα, θεσμοθετημένα και μη, σκάνδαλα αλλά ασύμβατα με την ανακούφιση των ασθενών και την ευημερία των ανθρώπων.
Με μια χορηγία ξεχνιούνται(;) τα σκάνδαλα, όπως με τη Siemens
Όσο και αν προσπαθήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να αποδείξει, δια της εις ατόπον απαγωγής, την καθαρότητά της απέναντι στους χρηματιζόμενους πολιτικούς ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και να διακηρύξει τις προθέσεις της να ξεκαθαρίσει τον χώρο του φαρμάκου από τη διαφθορά, η ιστορία δεν ξεχνά. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους. Οι ελεγχόμενες αποκαλύψεις πάντα χρησιμοποιούνταν για τον έλεγχο πολιτικού προσωπικού και τον (από)προσανατολισμό της κοινής γνώμης. Τρανταχτό υποκριτικής σύγκρουσης με τη διαφθορά αποτελεί ο πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος ενόσω κατακεραύνωνε τον χρηματισμό αμερικανών πολιτικών από φαρμακευτικές, ξέχασε να αναφέρει τη δωρεά ενός εκατομμυρίου δολαρίων από τη Novartis για την τελετή της ορκωμοσίας του!
Για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δραματουργεί, επιφέροντας την πολιτική της νέμεση στην ύβρη που διέπραξε το «παλιό» πολιτικό σκηνικό των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αυτό το θέατρο της πολιτικής σκηνής αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αν συγκριθεί με την κατάληξη του αντίστοιχου σκανδάλου Siemens. Ας θυμηθούμε πως το 2012 μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της Siemens υπεγράφη εξωδικαστικός συμβιβασμός με τον οποίο η γερμανική εταιρεία υποχρεούταν σε καταβολή αποζημίωσης περίπου 90 εκατ. ευρώ και άλλων παροχών όπως υποτροφίες, επενδύσεις κλπ. Από αυτά, 18 εκατ. δόθηκαν στις περίφημες υποτροφίες ΙΚΥ-SIEMENS για την υποστήριξη της έρευνας στους λεγόμενους τομείς αιχμής της ενέργειας, βιομηχανίας, υγείας, υποδομών- αστικής ανάπτυξης-περιβάλλοντος. Ο κατηγορούμενος βρέθηκε σε θέση ευεργέτη, πλέον, και μπορεί να επιλέξει πως θα επενδύσει τα χρήματα που απέσπασε. Προσβλέποντας σε μια δεύτερη τετραετία, η κυβέρνηση στην εθνική αναπτυξιακή στρατηγική της για το 2017-2021, προβλέπει την προέλκυση επιχειρηματικών χρηματοδοτήσεων στην Έρευνα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη και της ελληνικής βιομηχανίας να μπει στο παιχνίδι της καινοτομίας. Είναι προφανές πως το κίνητρο των Big Pharma αλλά και των μικρότερων εγχώριων παικτών είναι η εκμετάλλευση των δημόσιων υποδομών και του έμψυχου δυναμικού για την παραγωγή εμπορεύσιμων ερευνητικών αποτελεσμάτων, με το μικρότερο δυνατό κόστος. Μάλλον η κάθαρση που ευαγγελίζεται η Κυβέρνηση θα έρθει με τη μορφή κάποιου ευεργετήματος της Novartis. Το περιτύλιγμα της δωρεάς θα μιλάει για τη μεγάλη προσπάθεια να αναστραφεί το περίφημο «brain drain» αλλά και για την ενίσχυση της επιστήμης, με έμφαση στη χρηματοδότηση του Ιατροβιολογικού τομέα. Με έναν σμπάρο στοχεύουν πολλά τρυγόνια, αν δεν παρέμβει καθοριστικά ο λαϊκός παράγοντας, απαιτώντας άμεσα τη δημιουργία κρατικών δομών έρευνας, ανάπτυξης και παραγωγής που στόχο θα έχουν τη θεραπεία του ασθενή και την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας χωρίς φραγμούς.