Θοδωρής Περεντίδης
Η πολιτική της ΕΕ «επιδοτεί» την εισαγόμενη ζάχαρη
Οι κινήσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στη διαχείριση της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ) και της συνολικής δραστηριότητας (παραγωγή, εμπορία, εργαζόμενοι κ.λπ.) δεν διαφοροποιούνται σε τίποτα από τις προηγούμενες αντιλαϊκές κυβερνήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ταγοί του έταζαν λαγούς με πετραχήλια για ένα θέμα που «πονάει» την περιοχή του Βόρειου Έβρου, προσπαθώντας να πείσουν ξανά τους δυσαρεστημένους αγρότες της περιοχής να στραφούν στο τεύτλο. Εν μέρει το πέτυχαν, προς νέα όμως απογοήτευση των αγροτών, καθώς η παραγωγή δεν πήγε όπως την περίμεναν, τα εφόδια παρέμειναν στα ύψη και πολλές φορές η χρηματοδότηση και η αποπληρωμή τους δεν έφτανε στην ώρα της.
Στο θέμα της διατήρησης των θέσεων εργασίας υποσχέθηκαν ότι κανένας δεν θα χάσει την δουλειά του, χωρίς όμως να αποκλειστεί η πιθανότητα απώλειας εργασιακών και μισθολογικών δικαιωμάτων, ενώ η ασφάλεια των εργαζομένων θεωρείται πολυτέλεια στην εποχή των μνημονίων. Μόνο για τη φετινή περίοδο «καμπάνιας» σημειώθηκε διψήφιος αριθμός ατυχημάτων, αρκετά από αυτά σοβαρά, ενώ πρόσφατα είχαμε και νεκρό. Οι εργοδηγοί και οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν την κατάσταση που επικρατεί στο «κουφάρι» της βιομηχανίας, με τον μη συντηρημένο πάγιο εξοπλισμό να δημιουργεί απερίγραπτες συνθήκες εργασιακής ανασφάλειας και επικινδυνότητας.
Ο ασαφής προγραμματισμός της διοίκησης δεν μπορούσε ούτε να υπολογίσει πόσο θα διαρκέσει η περιβόητη βιομηχανική λειτουργία (καμπάνια). Έτσι, ακόμα και σήμερα, τα τεύτλα παραμένουν στα χωράφια, οι αγρότες παραγωγοί είναι απλήρωτοι ενώ οι τιμές σε σύγκριση με το αυξανόμενο κόστος παραγωγής. δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές και προσοδοφόρες. Ακόμα και μηχανήματα του στρατού κινητοποιήθηκαν προκειμένου να μην αφεθεί έκθετη η διοίκηση.
Οι παραγωγοί τσακώνονται με τη διοίκηση επειδή παραμένουν απλήρωτοι και απειλούν με εξώδικο. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χαρίτσης ρίχνει τις ευθύνες στην Τράπεζα Πειραιώς, διότι δεν τηρεί την ήδη εύθραυστη συμφωνία ρευστότητας. Η παραγωγή ζάχαρης έχει μείνει στη «μέση», υπάρχουν αγρότες που έχουν μείνει με τα τεύτλα στα χωράφια τους και κυβερνητικοί κύκλοι τάζουν ότι οι συγκεκριμένοι αγρότες θα αποζημιωθούν και θα εισπράξουν έναντι. Οι εξελίξεις από μεριάς διοίκησης προσδιορίζονται για τα τέλη Ιανουαρίου, χωρίς όμως να είναι σαφές αν τελικά η Τράπεζα Πειραιώς θα χρηματοδοτήσει την ΕΒΖ έναντι υποθήκευσης μεγάλων ποσοτήτων ζάχαρης και δέσμευσης των κερδών των σερβικών θυγατρικών. Μέσα σε όλα αυτά συζητήθηκε, επίσης, αλλά από ότι φαίνεται δεν επικράτησε –προς το παρόν– η άποψη για γενναία μείωση μισθών στο εργοστάσιο.
Το 2015 η ΕΒΖ είχε ζημίες 58 εκατ. ευρώ, το 2016 40,3 εκατ. ευρώ και πέρσι 23 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, τους τελευταίους μήνες του 2017 παρατηρήθηκε σημαντικός περιορισμός των εργασιών της. Ο τζίρος συρρικνώθηκε κατά 50%, μείωση που οφείλεται στην υποχώρηση της παραγωγής, την είσοδο πληθώρας ανταγωνιστών στην αγορά ζάχαρης μετά την πρόσφατη απελευθέρωσή της, καθώς και στη δραστική πτώση της τιμής της ζάχαρης κατά περίπου 30% έναντι του 2016.
Το περιβάλλον της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και της αγροτικής αναδιάρθρωσης δημιουργεί ανισότητες και βίαιη ανακατανομή εισοδήματος και προϊόντος. Από το 1980, με την εφαρμογή της ΚΑΠ στην Ελλάδα, άρχισαν να πραγματοποιούνται ραγδαίες αλλαγές στην αγροτική παραγωγή της χώρας. Σκοπός αυτών των αλλαγών δεν ήταν άλλος από την επιτάχυνση της «καπιταλιστικής ανάπτυξης» στην αγροτοδιατροφική αλυσίδα. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος έπρεπε η γεωργική παραγωγή να «προσαρμοστεί» στις ανάγκες της ευρωπαϊκής αγοράς και των πολυεθνικών εμπορίας και μεταποίησης αγροτικών προϊόντων. Το απαραίτητο εργαλείο υπήρχε, και δεν ήταν άλλο από «τις στοχευμένες επιδοτήσεις». Σε μία χώρα, με εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένους οικονομικά μικρομεσαίους αγρότες, οι κατευθυνόμενες επιδοτήσεις σε κάποια αγροτικά προϊόντα, άλλαξαν ραγδαία τον γεωργικό χάρτη. Μία τέτοια περίπτωση είναι και η παραγωγή ζάχαρης. Λόγω των κοινοτικών επιλογών (η εισαγόμενη ζάχαρη από τρίτες χώρες είναι φθηνότερη από την παραγόμενη στην Ελλάδα) σημειώνεται σημαντική μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης από το 1997 με κορύφωση μετά το 2005. Έτσι το ποσοστό επάρκειας από 105,6% το 2003 έπεσε στο 46,5% το 2009 και συνεχίζει να φθίνει. Επομένως, το βασικό ζήτημα δεν είναι ότι οι επιδοτήσεις της ΕΕ θα μειωθούν στα επόμενα χρόνια, αλλά ποιος τις πληρώνει, ποιος τις εισπράττει, ποιον ενισχύουν και ποιον ξεκληρίζουν!
Η κυβερνητική πολιτική οδηγεί στην εξαθλίωση αγροτών και εργαζομένων. Ο λαός στον Βόρειο Έβρο είναι κρίσιμο να παλέψει για ανατροπή του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης, για διαγραφή του χρέους ώστε να ανασάνουν επιτέλους οι στρατηγικής σημασίας βιομηχανικές επιχειρήσεις υπό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο. Είναι λάθος να στηριχθούν παζαρέματα αγοραπωλησίας και νεκρανάστασης όπως διατυμπανίζουν οι κυβερνητικοί κύκλοι. Όταν υπηρετείς την ρότα της εξαθλίωσης και των ανταγωνισμών προς κόστος των εργαζομένων αυτές οι λογικές είναι αδιέξοδες και καταστροφικές όπως δείχνει και η περίπτωση της ΣΕΚΑΠ στην Ξάνθη.