Η αστική ευφορία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989-90 εκφράστηκε από τον Φουκουγιάμα, που υπερφίαλα διακήρυξε πως
η καπιταλιστική δημοκρατία αποτελεί το ακροτελεύτιο στάδιο της εξέλιξης της ανθρωπότητας
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που ο Φράνσις Φουκουγιάμα διατύπωσε τη θεωρία για το «τέλος της ιστορίας», που του χάρισε παγκόσμια φήμη. Την πρωτοδιατύπωσε το 1989 σε άρθρο στο περιοδικό National Interest και το 1992 σε βιβλίο με τίτλο Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος. Στις αρχές της δεκαετίας το ‘90, με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η ευφορία και η αίσθηση νίκης του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας εκφράστηκε και σε θεωρητικό επίπεδο, με κορωνίδα τα γραπτά του Φουκουγιάμα. Αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα επέτρεπε στον Φουκουγιάμα, και όχι μόνο, να θριαμβολογεί ότι η καπιταλιστική δημοκρατία αποτελεί το ακροτελεύτιο στάδιο της οικονομικής και ιδεολογικοπολιτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, την τελική μορφή της ανθρώπινης διακυβέρνησης.
Ο αστικοδημοκρατικός καπιταλισμός, κατά τον Φουκουγιάμα, είχε αναδειχθεί αδιαμφισβήτητος νικητής σε όλα τα πεδία στη διαμάχη του με τα άλλα οικονομικά και πολιτικά συστήματα. Ο Φουκουγιάμα προέβλεψε ότι η παγκόσμια ηγεμονία του καπιταλισμού θα οδηγούσε στην άρση των κοινωνικών και εθνικών συγκρούσεων.
Η θεωρία αυτή, παρά τις καινοτόμες θέσεις της, στην πραγματικότητα αποτελεί ακραία έκφραση και απόληξη της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, που από οριακή απέβη κυρίαρχη στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα. Ο μέντορας του νεοφιλελευθερισμού, Χάγιεκ, στο εμβληματικό έργο του Ο δρόμος προς τη δουλεία, επιχειρεί να αποδομήσει τον κρατικό παρεμβατισμό και τη σοσιαλιστική οργάνωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής με το επιχείρημα ότι οδηγούν αναπόφευκτα στον ολοκληρωτισμό, στον απόλυτο έλεγχο του κράτους σ’ όλες τις πλευρές της κοινωνίας, στη δαιμονοποίηση του ταξικού εχθρού, στον κοινωνικό διχασμό, στις κοινωνικές ταραχές και στον εμφύλιο πόλεμο για την επιβολή του «ολοκληρωτικού κομμουνιστικού συστήματος». Στο στόχαστρο του νεοφιλελευθερισμού τέθηκε και ο κεϊνσιανισμός που κυριάρχησε στις δυτικές οικονομίες μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κεϊνσιανή διαχείριση ενοχοποιήθηκε για την υπερδιόγκωση ενός σπάταλου κράτους που παρενέβαινε υπέρμετρα στην αγορά και υποδαύλιζε τις πληθωριστικές πιέσεις με «αλόγιστες» κοινωνικές δαπάνες «από την κούνια ως τον θάνατο». Η κρίση της κεϊνσιανής διαχείρισης οξύνθηκε με τις πετρελαϊκές κρίσεις του ’73-75 και εκδηλώθηκε ιδίως με τα φαινόμενα του στασιμοπληθωρισμού και ιδίως με τη δομική κρίση υπερσυσσώρευσης, που ταλανίζει με διακυμάνσεις τον καπιταλισμό μέχρι σήμερα. Το σύστημα απάντησε με τη μετάβαση στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό με θεωρητική ναυαρχίδα τη σχολή του Σικάγο.
Την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ακολούθησε η «χρυσή δεκαετία» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων. Η πτώση του «υπαρκτού» αναίρεσε το «αντίπαλον δέος», που αποτέλεσε εξωτερικό αλλά καθοριστικό παράγοντα υιοθέτησης της κεϊνσιανής διαχείρισης. Αυτή η εξέλιξη άνοιξε τον δρόμο για την απρόσκοπτη πορεία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού με αιχμή την εμβάθυνση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Στο θεωρητικό επίπεδο αυτή η ευφορία εκφράστηκε από τον Φουκουγιάμα. Ο μεσιανισμός του εδράζεται απόλυτα στη νεοφιλελεύθερη λογική. Ο αμερικανός διανοητής φρονεί ότι η εκρηκτική τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη ευνοείται από την «ελεύθερη και όχι από τη σχεδιασμένη και κρατικά ελεγχόμενη οικονομία». Η οικονομική ανάπτυξη, με τη σειρά της, ευνοεί την (αστική) δημοκρατία, διότι ο πλούτος δημιουργεί μιαν εκτεταμένη μεσαία τάξη, η οποία, για να συνεχίσει να αναπτύσσεται οικονομικά, χρειάζεται πολιτική ελευθερία. Η αύξηση της πίτας βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο και των λαϊκών στρωμάτων, χωρίς όξυνση της ταξικής πάλης και της επαναστατικής βίας, όπως πρεσβεύει ο μαρξισμός.
Η γη της επαγγελίας του νεοφιλελεύθερου μεσιανισμού του Φουκουγιάμα αποτελεί αντιστροφή της πραγματικότητας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, που καταρρακώνει το θεωρητικό σχήμα του Φουκουγιάμα και των ομοϊδεατών του: Η υπερενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου, η διογκούμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του, η καπιταλιστικοποίηση των πάντων, η κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, η διαχρονική λιτότητα, η μαζική καταστροφή της μεσαίας τάξης, η όξυνση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, οι περιφερειακοί πόλεμοι, η πορεία προς μη ανατάξιμη καταστροφή του περιβάλλοντος, αναιρούν απόλυτα το οπτιμιστικό θεωρητικό κατασκεύασμά του. Αλλά και η αντίληψη της αιτιώδους σχέσης ελεύθερης αγοράς και δημοκρατίας εξαρχής υποθηκεύτηκε, αφού θερμοκήπιο των πειραματισμών των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων αποτέλεσε η δικτατορία του Πινοτσέτ στη Χιλή. Η αστική δημοκρατία μεταλλάσσεται σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, με αυταρχικοποίηση των αστικών θεσμών και ανάκληση στοιχειωδών δικαιωμάτων, όπως της απεργίας. Παράλληλα, ενισχύεται η ακροδεξιά, ο ισλαμοφασισμός, ο ρατσισμός και τα δικτατορικά καθεστώτα.