Το «φαινόμενο» Σοφία Κολοτούρου αρκετές φορές στο παρελθόν μας έχει συνεπάρει με τον λόγο της, τον ποιητικό και όχι μόνο. Μας έχει συνεπάρει η στάση ζωής της, στην οποία η έννοια «μπορώ» έχει αποκτήσει την πραγματική διάσταση στο τι μπορεί να πράξει, αν θέλει, ο καθένας μας, μέσα από ατομικό αλλά πρωτίστως συλλογικό επίπεδο. Ποιήτρια, γιατρός κυτταρολόγος, ακτιβίστρια, έχει κάνει την αναπηρία της προτέρημά της. Βρεθήκαμε μαζί της και συνομιλήσαμε με αφορμή τη βράβευσή της με το κρατικό βραβείο ποίησης 2016 για την ανθολογία «Τρίτη γενιά».
Συνέντευξη στον Πλανόδιο Αριστερό, Αντώνη Κασίτα
Σε συναντάμε στους δρόμους, εμπνέεσαι από τους δρόμους και μετασχηματίζεις τις εικόνες σε γραφτό λόγο, τι είναι για σένα αυτή η αμφίδρομη σχέση δρόμος-ποίηση;
Όταν γράφω, προσπαθώ να μην ξεχνώ ότι όλοι μας είμαστε μέλη μιας ευρύτερης κοινωνίας, για την οποία οφείλουμε να παλέψουμε για να τη διορθώσουμε. Ο «δρόμος», λοιπόν, είναι η ευρύτερη κοινωνία, είναι οι άλλοι άνθρωποι που έχουν αδικηθεί και πονάνε και που οφείλουμε να μιλήσουμε για τον πόνο τους.
Ανήκεις στην κατηγορία των ανθρώπων που λέγονται μεταγλωσσικοί κωφοί. Όμως ανέπτυξες και τον γραπτό λόγο, που διαφοροποιείται από τον προφορικό. Τον ανέπτυξες στη δυσκολότερη μορφή του ίσως, αφενός στην επιστημονική του έκφανση, σαν γιατρός στην κυτταρολογία, αφετέρου, στην ανώτερη μορφή του ποιητικού λόγου που ενέχει τον απόλυτο ρυθμό και την απόλυτη ομοιοκαταληξία. Πώς αισθάνθηκες και πώς έφτασες σε αυτή τη μορφή;
Έχω πολύ σοβαρό πρόβλημα ακοής από τα 4 χρόνια μου ήδη. Ευτυχώς, είχα προλάβει να μάθω να μιλάω, αλλά και να διαβάζω πριν πάω σχολείο, με τη βοήθεια της μητέρας μου στο σπίτι. Διαβάζοντας, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι υπήρχαν λέξεις και εκφράσεις που δεν τις είχα κατανοήσει σωστά. Όσο περισσότερο διάβαζα, όμως, τόσο καλύτερο λεξιλόγιο αποκτούσα κι αυτό με τη σειρά του με βοηθούσε στο να «διαβάζω στα χείλη» τις λέξεις. Γι’ αυτό σε μένα η διαδικασία της επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους ήταν αλληλένδετη με την ανάπτυξη της ανάγνωσης και της γραφής.
Όσον αφορά την ποίηση, ήταν μια ανάγκη μου που προέκυψε αβίαστα. Ήδη από τη δευτέρα δημοτικού γράφω ποιήματα, με μέτρο και ομοιοκαταληξία. Πιθανότατα αυτό οφείλεται στο ότι προσπαθώ μέσα από το συγκεκριμένο είδος ποίησης να αναπληρώσω τη μουσική που μου λείπει πάρα πολύ. Ο στίχος είναι αναπόσπαστο μέρος του τραγουδιού και το τραγούδι, η μουσική, είναι η πρώτη μας ανάσα. Γι’ αυτό δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο χωρίς στίχους και μουσική. Έστω κι αν τον ακούω μόνο με το μυαλό μου.
Πως αντιμετωπίζει η πολιτεία τα προβλήματα που έχει ένας άνθρωπος με κώφωση; Σε ένα από τα βιβλία σου το «Κουφός είσαι ρε, δεν ακούς;», περιγράφεις διάφορες ιστορίες και καταστάσεις που έχεις αντιμετωπίσει, ενίοτε τις «διακωμωδείς» τρόπον τινά. Πόσο πολιτισμένη μπορεί να θεωρηθεί μια κοινωνία και πολιτεία κατ’ επέκταση που δεν κάνει τίποτα, ώστε να διευκολυνθεί ένας συνάνθρωπος της;
Σήμερα, με την πρόοδο της ιατρικής και της λογοθεραπείας, οι περισσότεροι κωφοί και βαρήκοοι είμαστε πλέον εγγράμματοι και μιλάμε προφορικά. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειαζόμαστε διερμηνείς νοηματικής, αλλά υποτίτλους ή καταγραφή ομιλίας σε κείμενο για να παρακολουθήσουμε μια εκπομπή ή συζήτηση. Αυτό ακριβώς ζητάμε από το κράτος, δηλαδή τη γραπτή ενημέρωση, κάτι που τεχνολογικά είναι πανεύκολο να γίνει και γίνεται σε όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ εκτός από τη χώρα μας.
Ας επανέλθουμε στην ποίησή σου. Τι σηματοδοτεί «η Τρίτη γενιά»; Πως νομίζεις ότι η γενιά αυτή θα παίξει τον ιστορικό της ρόλο; Ήδη η γενιά σου είναι στο μέγιστο σημείο δράσης και δημιουργίας.
Ψυχαναλυτικά μιλώντας, η Τρίτη Γενιά είναι η γενιά που πληρώνει τις αμαρτίες, όχι των γονέων, αλλά των παππούδων της. Ο όρος προέκυψε από παρατηρήσεις ψυχιάτρων, που πρόσεξαν ότι τα παιδιά των επιζώντων του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν συνήθως ψυχιατρικά υγιή, ενώ, κατά παράδοξο τρόπο, εμφανίζονταν πιο συχνά κρούσματα ψυχολογικών προβλημάτων στα εγγόνια. Κατά κάποιο τρόπο η συσσωρευμένη ενοχή, τα μυστικά και η ντροπή των οικογενειών παρακάμπτουν τη δεύτερη γενιά και ξεσπούν στην τρίτη. Την ίδια αναλογία μπορούμε να παρατηρήσουμε και στην Ελλάδα σήμερα. Αν θεωρήσουμε ότι η πρώτη γενιά ήταν η μεταπολεμική και η δεύτερη η γενιά του Πολυτεχνείου, τότε εμείς είμαστε η Τρίτη Γενιά. Είμαστε τα παιδιά από τα οποία όλοι ανέμεναν να φτιάξουμε μια καλύτερη Ελλάδα, αλλά στην πορεία κάπου το χάσαμε, σαν να καταρρεύσαμε ξαφνικά από το βάρος των πραγμένων των προηγούμενων γενεών.
Επιστήμονας, ποιήτρια, ακτιβίστρια, πρόεδρος στον σύλλογο «Ακουστήρηξη», στον οποίο είσαι μία και εκ των ιδρυτών. Εμπεριέχεται η κάθε ιδιότητα μέσα στις άλλες, αλληλοβοηθούνται; Μπορεί να βοηθά στην έμπνευση ή δυσκολεύει η κάθε μία ιδιότητα τις άλλες;
Όλα τα παραπάνω μπορούν να συνοψιστούν στην ιδιότητα κάποιου που νοιάζεται για τους άλλους ανθρώπους. Που θέλει να κάνει τον κόσμο καλύτερο για τους κωφούς τους βαρήκοους και όχι μόνο, να προσφέρει την παρηγοριά και το όνειρο της ποίησης. Όλα βοηθούν και ενισχύουν την έμπνευση, αρκεί να αντιλαμβάνεται κανείς την ποίηση σαν επικοινωνία με τον αναγνώστη και όχι σαν μια μοναχική δραστηριότητα.
Ποιήματά σου αναφέρονται σε μεγάλα γεγονότα που συντάραξαν τη χώρα και ήταν αφορμή για δράσεις και στο εξωτερικό. Πρόσωπα όπως ο Αλέξης Γρηγορόπουλος και η Κωνσταντίνα Κούνεβα έχουν υμνηθεί από την πένα σου. Τα κοινωνικά γεγονότα κατά πόσον μπορούν να είναι πηγή έμπνευσης για μια ποιήτρια η έναν καλλιτέχνη γενικότερα;
Όπως προανέφερα, η ποίηση για μένα δεν περιορίζεται μόνο στον μικρόκοσμό μας. Πώς να είμαστε καλά, όταν συμβαίνουν τρομερά πράγματα όπως οι υποθέσεις Κούνεβα και Γρηγορόπουλου; Οι ποιητές οφείλουν και να περιγράφουν και να προσπαθούν να διορθώσουν την κοινωνία.
Σοφία Κολοτούρου αγωνίστρια και άνθρωπος των μεγάλων υπερβάσεων και του «μπορώ» γενικά και ειδικά. Είναι πολύ δύσκολος αυτός ο δρόμος, «ο δρόμος του μπορώ», για να τον ακολουθήσει κανείς;
Ο καθένας μας οφείλει να κάνει αυτά που μπορεί (και παραπάνω από αυτά που μπορεί) για την κοινωνία. Για μένα δεν τέθηκε ποτέ το ερώτημα, εάν αυτός ο δρόμος είναι εύκολος ή δύσκολος. Ήταν ο μόνος δρόμος που έβλεπα και βλέπω μπροστά μου. Κάθε φορά που οι άλλοι προσπάθησαν να μου βάλουν όρια στο τι μπορώ και τι όχι, τόσο περισσότερο πείσμωνα. Για να παραφράσω το γνωστό σύνθημα: «Είμαστε ποιητές, μπορούμε το αδύνατο».