Κώστας Μάρκου
Το ότι προωθείται αποφασιστικά ένας τελικός συμβιβασμός μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ για το όνομα της γειτονικής χώρας είναι κάτι περισσότερο από φανερό. Το μεγαλύτερο κίνητρο είναι η ομαλή ένταξή της στο ΝΑΤΟ, την ΕΕ, ευρύτερα στη δυτική καπιταλιστική αγορά και γεωπολιτική σφαίρα. Για αυτό και πρωτοστατούν πρώτα από όλα οι ΗΠΑ και έπειτα οι ηγεμονικές χώρες της ΕΕ.
Η άρνηση της ελληνικής αστικής τάξης να συναινέσει στην ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ –το 2008 στη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου– από την τότε κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά και στην ΕΕ, με πρόσχημα το όνομα, προκαλεί σειρά αβεβαιοτήτων που πρέπει να προσπεραστεί. Η εκκρεμότητα αυτή, σήμερα, γίνεται ακόμη πιο αφόρητη για τις ΗΠΑ, λόγω του σκληρού ανταγωνισμού στην περιοχή, πρώτα από όλα με τη Ρωσία, αλλά και την Τουρκία, η οποία κινείται σε τροχιά αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ. Ειδικά η πρώτη αναπτύσσει σημαντική επιρροή στα Βαλκάνια, ειδικά στη Σερβία –η οποία είναι η μοναδική χώρα που δεν έχει κάνει αίτημα ένταξης στο ΝΑΤΟ– αλλά και στη Βουλγαρία. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να ενισχύσουν αποφασιστικά την πολιτική και στρατιωτική παρουσία τους στα Βαλκάνια για να ελέγξουν τα οικονομικά συμφέροντά τους και ειδικά τις ροές των αγωγών φυσικού αερίου από την Ανατολή στη Δύση. Στην καρδιά αυτού του δρόμου είναι ο αγωγός ΤΑΡ, ο οποίος μέσω Ελλάδας και Αλβανίας θα καταλήγει στην Ιταλία, ενώ τμήματά του θα προωθούν αέριο, μέσω της πΓΔΜ και της Βουλγαρίας, στην κεντρική Ευρώπη.
Η εκκρεμότητα γίνεται αφόρητη για την αστική τάξη τόσο των σλαβομακεδόνων, όσο και των αλβανών της πΓΔΜ, που δεν μπορεί να ενσωματωθεί ομαλά στις διεθνείς καπιταλιστικές αγορές. Γίνεται αφόρητη και για την ελληνική αστική τάξη, η οποία βλέπει να εμποδίζεται η δυνατότητα να κάνει τη χώρα «κόμβο μεταφοράς φυσικού αερίου» και «διαμετακομιστικό κόμβο» της πλημμυρίδας των κινέζικων προϊόντων. Να εμποδίζεται από τις γραφειοκρατικές, διπλωματικές και άλλες δυσκολίες η ακόμα μεγαλύτερη διείσδυσή της στην πΓΔΜ αλλά και στη Σερβία και στη Βουλγαρία, γενικότερα στα Βαλκάνια.
Ήρθε, λοιπόν, η ώρα για έναν «έντιμο συμβιβασμό με τα Σκόπια», όπως έγραψε ακόμη και ο Ν. Μέρτζος, στην Καθημερινή της περασμένης Κυριακής. Το άρθρο του γνωστού γηραιού σκοπιανοφάγου παράγοντα της βόρειας Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό της μεταστροφής που έχει επιτελεστεί, ακόμα και στον σκληρό ακροδεξιό πυρήνα της αστικής τάξης της χώρας μας, γύρω από το όνομα: πουθενά δεν αναφέρεται στον «απαράβατο όρο». Χθες, το όνομα Μακεδονία ήταν «η ψυχή μας». Σήμερα, η αστική μας τάξη είναι έτοιμη να πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο για τον «έντιμο συμβιβασμό». Το ίδιο κάνει, φυσικά, και η οικογένεια Μητσοτάκη, που δεν φημίζεται και για τη σταθερότητα των ψυχικών της διαθέσεων, ούτε μέσα στη ΝΔ.
Ο μεγαλύτερος πλειοδότης του «έντιμου συμβιβασμού», όμως, δεν είναι άλλος από την καλή «αριστερή» μας κυβέρνηση. Κλείνει το μάτι αριστερά: σεβασμός στους μικρούς μας γείτονες, ειρήνη στα Βαλκάνια. Κλείνει και το μάτι προς τα δεξιά: «εθνική ομοψυχία» και «δεν θα τα πουλήσουμε», στην επιστολή προς τον Ιερώνυμο.
Της μένει μόνο ο Καμμένος, ο οποίος φόρεσε τη στολή του μακεδονομάχου αλλά του είναι τόσο στενή που δεν κρύβεται καθόλου το πόσο βιάζεται να την πετάξει: μετά το υπουργικό της προπερασμένης Πέμπτης, διακήρυξε την απεριόριστη εμπιστοσύνη του στον Κοτζιά και τις μαγικές ικανότητές του. Τον πέρασε σε δηλώσεις εμπιστοσύνης μόνον ο προαναφερόμενος Μέρτζος: «ο σημερινός Έλληνας(!) υπουργός Εξωτερικών καθηγητής Ν. Κοτζιάς», «διαθέτει πλήρη γνώση, λαμπρό αφανές επιτελείο και συνολική εικόνα του γεωπολιτικού πεδίου». Και δεν παραλείπει να κράξει τον ομοϊδεάτη του Καμμένο: «ο κυβερνητικός εταίρος που εμπορεύεται, εκτός των άλλων, τον πατριωτισμό».
Έτσι, ο Τραμπ μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Δεν κινδυνεύει από τον αρχηγό των ΑΝΕΛ.
Για την αντικαπιταλιστική και μαχόμενη Αριστερά, το κύριο ζήτημα αυτή τη στιγμή, είναι η καταγγελία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που οδηγεί τους δυο λαούς της γειτονικής χώρας στο στρατιωτικό σφαγείο του ΝΑΤΟ, στο οικονομικό σφαγείο της ΕΕ και στις ληστρικές ορέξεις του ελληνικού κεφαλαίου. Από αυτή τη σκοπιά, οφείλει να καταγγείλει και τον δουλοπρεπή Ζάεφ και τους αλβανούς αμερικανοτσολιάδες της κυβέρνησής του.