ΙΣΜΗΝΗ ΣΤΕΛΙΟΥ
…σε έναν γαλαξία πολύ-πολύ μακριά
Είναι πολύ όμορφο το συναίσθημα της επιστροφής σε κάτι γνώριμο που είναι ταυτόχρονα όμως και τόσο αλλότριο. Αυτή είναι μια μοναδική ιδιότητα της επιστημονικής φαντασίας: να κάνει το κοινό συμμέτοχο σε έναν κόσμο τόσο διαφορετικό από αυτόν στον οποίο κινείται αλλά τόσο οικείο όσον αφορά τους ήρωές του και τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται. Όταν η επιστημονική αυτή φαντασία φέρει το όνομα «Star Wars» –ή «Ο Πόλεμος των Άστρων» αν προτιμάτε την ελληνική εκδοχή– το αποτέλεσμα αυτό μεγιστοποιείται, αφού πρόκειται για τη σειρά ταινιών που συνέβαλε τα μέγιστα στη διάδοση του είδους, αγγίζοντας εκατομμύρια ανθρώπων σε όλον τον πλανήτη.
Η ταινία ξεκινά, για πρώτη φορά στα χρονικά του Star Wars, ακριβώς από το σημείο που σταμάτησε η προηγούμενη. Οι επαναστάτες (rebels) πολεμούν ενάντια στο First Order, μια απολυταρχική στρατιωτική υπερδύναμη υπό την ηγεσία των Σιθ που ελέγχουν τη σκοτεινή πλευρά της Δύναμης. Στην ηγεσία του First Order, που θέλει να επιβάλει την εξουσία του σε ολόκληρο τον γαλαξία και δεν διστάζει να χρησιμοποιεί υπερ-όπλα για να καταστρέψει ολόκληρους πλανήτες, βρίσκονται ο Σιθ Ανώτατος Ηγέτης Σνόουκ και ο μαθητής του Κάιλο Ρεν. Στον αντίποδα, η κεντρική ηρωίδα της ταινίας Ρέι βρίσκεται στο νησί όπου ζει απομονωμένος ο τελευταίος Τζεντάι, Λουκ Σκαιγουόκερ, προσπαθώντας να τον πείσει να βγει από την απομόνωσή του και να εκπαιδεύσει την ίδια, ώστε μαζί να χρησιμοποιήσουν τη φωτεινή πλευρά της Δύναμης για να σώσουν τον γαλαξία. Ωστόσο η σύντομη αυτή περιγραφή δεν αρκεί για να περιγράψει τις ανατροπές και τα διλήμματα που θα αντιμετωπίσουν οι ήρωες στις δυόμιση ώρες που κρατά η ταινία.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Rian Johnson καταβάλει σημαντική προσπάθεια να ξεφύγει από τα στεγανά της κλασικής απεικόνισης της μάχης καλού-κακού και το καταφέρνει, αν και όχι σε όλες περιπτώσεις. Αντιθέσεις φαίνεται να κλονίζουν και τις δύο πλευρές της δύναμης. Καθώς κάποια από τα βασικά σχήματα των ταινιών Star Wars ανατρέπονται, αυτό γίνεται με τρόπο που δίνει βάθος στους χαρακτήρες και καθιστά τις επιλογές τους σημαντικές για την εξέλιξη της πλοκής. Ανάμεσα στις αρετές της ταινίας είναι και ότι επιτυγχάνει να υπερβεί δύο από τα βασικά προβλήματα όλων των προηγούμενων ταινιών της σειράς, τη μέτρια έως κακή ηθοποιία και τους σποραδικούς, χωρίς έμπνευση, διαλόγους. Ο ρυθμός είναι γρήγορος και οι ερμηνείες είναι στην πλειοψηφία τους άρτιες, με τον Μαρκ Χάμιλ να ξεχωρίζει για το βάθος που δίνει στον ρόλο του Λουκ Σκάιγουόκερ και την προσφάτως εκλιπούσα Κάρι Φίσερ να κλέβει την παράσταση στον τελευταίο της ρόλο ως πριγκίπισσα Λέια. Ενώ, η προσεγμένη φωτογραφία και ο συνδυασμός ψηφιακών εικόνων και πρακτικών εφέ προσδίδουν ένα πιο «αληθινό» αποτέλεσμα στον φανταστικό κόσμο του μακρινού γαλαξία.
Ωστόσο, παρά το βάθος που δίνει αυτή η δεύτερη ταινία στους δύο νέους κεντρικούς χαρακτήρες –Κάιλο Ρεν και Ρέι– και τη διαμάχη τους, φαίνεται να αφήνει άλλους ασύμετρα αναπτυγμένους, καθιστώντας τους λίγο-πολύ αδιάφορους. Ενώ, στην προσπάθεια θεματικής διερεύνησης που θα οδηγήσει στην παραδοχή των σφαλμάτων που έγιναν στο όνομα του ευρύτερου καλού και στον κλονισμό του παλιού, πετιέται μεγάλο τμήμα του κόσμου του Star Wars, κάνοντας τον γαλαξία να φαντάζει ασφυκτικά μικρός. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για το First Order –πέρα από τη συμβολική του ομοιότητα με το Γ’ Ράιχ – και τις προθέσεις του, αλλά και τους στόχους των επαναστατών, μας αφήνουν στο τέλος της ταινίας να γνωρίζουμε λιγότερα από ποτέ για τον αγαπημένο αυτόν κόσμο –– γεγονός που δικαιώνει τη δυσαρέσκεια πολλών φανατικών της σειράς, όταν η Disney αποφάσισε πριν μερικά χρόνια ότι μεγάλο μέρος του διευρυμένου σύμπαντος του Star Wars δεν θα θεωρείται πλέον κομμάτι της κεντρικής ιστορίας. Προφανώς, αυτή η εξέλιξη αφήνει ανοιχτά πολλά ενδεχόμενα και δίνει μεγάλη καλλιτεχνική ελευθερία στους συντελεστές των επόμενων ταινιών, το πόσο αισιόδοξος μπορεί να είναι κανείς για αυτές τις νέες δυνατότητες εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
Η ταινία «Οι τελευταίοι Τζεντάι», ήταν εξαρχής προδιαγεγραμμένο ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις πολλαπλές προσδοκίες από την πλευρά του κοινού, αποτελώντας, τη δεύτερη ταινία της τρίτης τριλογίας του «Πολέμου των Άστρων». Η πλευρά της ανυπομονησίας και της νοσταλγίας είχε ήδη καλυφθεί από την προηγούμενη ταινία, το «Επεισόδιο 7: Η δύναμη ξυπνάει» (2015), του JJ Abrams, που στην ουσία αποτέλεσε έναν φόρο τιμής στο «Α New Hope», καταφέρνοντας να εισάγει παράλληλα τους νέους χαρακτήρες στην ιστορία. Η απουσία του Star Wars από τις κινηματογραφικές αίθουσες για 10 χρόνια (από το «Επεισόδιο 3: Η εκδίκηση των Σιθ» του 2005), καθώς και η επανεμφάνιση στη μεγάλη οθόνη αγαπημένων χαρακτήρων από την αρχική τριλογία, φάνηκε πως ήταν αρκετά για να παραβλέψει το κοινό τις σεναριακές αδυναμίες και την προβλεψιμότητα της πλοκής. Αυτά τα «ελαφρυντικά» όμως δεν ίσχυαν στην περίπτωση του «Οι Τελευταίοι Τζεντάι» και, άλλωστε, δεν τα χρειάστηκε. Ο θάνατος του παλιού και η διαδοχή του από το νέο είναι από τα κεντρικά θέματα της ταινίας που, εκτός από το να κινεί την πλοκή, φαίνεται να στέλνει μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις για τον δρόμο που χαράσσεται για το franchise από εδώ και στο εξής.
Για τη δημιουργία της πρώτης ταινίας, του «Α New Hope», το μακρινό 1977, ο George Lucas χρειάστηκε –σύμφωνα με τον Β. Ραφαηλίδη– να έρθει αντιμέτωπος με τη δυσπιστία των παραγόντων του Χόλυγουντ και την υποχρηματοδότηση αλλά και να επινοήσει, μαζί με μια μικρή ομάδα τεχνικών, μια σειρά τρικ, τα ειδικά εφέ, για να φέρει στη ζωή την ιστορία του. Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικά για την πιο πρόσφατη ταινία της σειράς, το «Επεισόδιο 8: Οι τελευταίοι Τζεντάι». Η εξαγορά της εταιρίας παραγωγής Lucasfilms από την Disney πριν πέντε χρόνια, έναντι του ιλιγγιώδους ποσού των 4 δις. δολαρίων, έσπειρε την ανησυχία στους απανταχού φανατικούς της σειράς. Υπό τη σκέπη του κολοσσού της διασκέδασης, οι δημιουργοί των ταινιών έχουν πλέον στη διάθεσή τους υπέρογκο μπάτζετ, την επιλογή να συμπεριλάβουν στο καστ τους πιο περιζήτητους και ανερχόμενους σταρ του Χόλυγουντ, καθώς και την τελευταία τεχνολογία των πιο εξειδικευμένων στα ειδικά εφέ στούντιο. Ένα ερώτημα μένει να απαντηθεί, εάν αρκούν αυτά για να φτιαχτεί όχι απλά ένα από τα πιο επιτυχημένα πολιτισμικά προϊόντα στον πλανήτη αλλά μια ταινία με καλλιτεχνικές αξιώσεις που να φέρει το όνομα Star Wars. Ειδικά, κάτω από την πίεση των στελεχών μιας τεράστιας επιχειρηματικής μηχανής στα πλαίσια της σκληρά ανταγωνιστικής βιομηχανίας του Χόλυγουντ.