του Γιώργου Κρεασίδη
Με ένα πραγματικό κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, η υπουργός Αχτσιόγλου επιχειρεί να καταργήσει στην πράξη το δικαίωμα στην απεργία — ως συνήθως, μέσα από μια τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα νομοθετήσει με βάση το αίτημα του ΔΝΤ να απαιτείται πλειοψηφία του 50%+1 των μελών ενός σωματείου για να κηρυχθεί απεργία, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μελών μιας συνέλευσης, ακόμα και αν έχει απαρτία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σημερινός συνδικαλιστικός νόμος, ο περίφημος ν.1264/82, προβλέπει απαρτία με το ένα τρίτο των μελών, ενώ στην εξ αναβολής συνέλευση την κατεβάζει στο ένα τέταρτο, το οποίο γίνεται ένα πέμπτο στην τρίτη προσπάθεια. Με βάση όσα έχει δρομολογήσει η Αχτσιόγλου με την τρόικα, ακόμα και ομόφωνες απεργιακές αποφάσεις που λαμβάνονται από συνελεύσεις που έχουν απαρτία με βάση τον ισχύοντα συνδικαλιστικό νόμο, θα είναι απλά άκυρες.
Είναι γνωστό ότι δεν είναι απλή υπόθεση για ένα πρωτοβάθμιο σωματείο να πετύχει τέτοια συμμετοχή που να εξασφαλίζει την τυπική απαρτία που προβλέπει ο νόμος. Δεν είναι μόνο το κλίμα απογοήτευσης που έχει σπείρει ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ και η κρίση των συνδικάτων λόγω της στάσης των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Υπάρχουν σωματεία όπου μια σειρά μηχανισμοί –εργοδοτικοί, συντεχνιακοί, κυβερνητικοί, κομματικοί– έχουν εγγράψει μεγάλο αριθμό ατόμων που ψηφίζουν μεν, αλλά δεν έχουν καμιά συμμετοχή στη ζωή των σωματείων. Σε αυτά προστίθεται η εργοδοτική τρομοκρατία, οι δυσκολίες από την καθημερινότητα και τους όρους εργασίας αλλά και το γεγονός ότι μια σειρά από πρωτοβάθμια σωματεία είναι πανελλαδικού χαρακτήρα ή καλύπτουν εκτεταμένες περιοχές, νομούς και περιφέρειες.
Προφανώς δε, είναι τα πρωτοβάθμια σωματεία που μπαίνουν στο στόχαστρο, γιατί από εκεί ξεσπούν οι μαχητικοί αγώνες. Στη βάση, δηλαδή, όπου ο έλεγχος από τους εκπροσώπους του εργοδοτικού, κυβερνητικού συνδικαλισμού και της φιλοΕΕ γραφειοκρατίας είναι περιορισμένος. Εκεί όπου, μέσα στις συνελεύσεις και τις πρωτοβουλίες των σωματείων, γεννήθηκε η δυναμική κάθε εργατικού αγώνα που θυμόμαστε με αυτοπεποίθηση και περηφάνεια. Η μαχητική στάση της ΠΕΝΕΝ, η απεργία στη Χαλυβουργική, τη ΣΚΟΤ, η μάχη για την κυριακάτικη αργία, τους «διαθέσιμους» στο δημόσιο τομέα, τους απλήρωτους και απολυμένους στις τεχνικές εταιρίες και στον Καρυπίδη, είναι πρωτοβουλίες των πρωτοβάθμιων σωματείων, συχνά σε συνδυασμό με τη δράση των επιτροπών αγώνα. Η απεργία-αποχή ενάντια στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και η μεγάλη σύγκρουση στην εκπαίδευση ενάντια στην αξιολόγηση το 2014 δεν θα είχαν τα σημαντικά και νικηφόρα αποτελέσματα που πέτυχαν, αν δε στηρίζονταν στην κινητοποίηση των πρωτοβάθμιων σωματείων.
Αντιθέτως, σε επίπεδο ομοσπονδιών, εργατικών κέντρων και, κυρίως, ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, η πίεση των κομμάτων εξουσίας, των μηχανισμών της κυβέρνησης και της εργοδοσίας έχουν αποτελέσματα. Έτσι, το ΔΣ της ΟΛΜΕ, παρά την αντίσταση των Παρεμβάσεων, ακύρωσε την απεργία που ψήφισαν οι μαζικότερες συνελεύσεις καθηγητών μετά το 2000. Η ΑΔΕΔΥ αποφάσισε ότι πρέπει να γίνει απεργία ενάντια στην 3η αξιολόγηση και τον αντισυνδικαλιστικό νόμο στις 30 Αυγούστου, για να την κηρύξει στις 14 Δεκεμβρίου. Την ίδια μέρα, η ΓΣΕΕ καλεί στην απεργία, «ξεχνώντας» και τα 113 προαπαιτούμενα, αλλά και τον αντισυνδικαλιστικό νόμο. Όσο για το ΠΑΜΕ, βάζοντας μπροστά τον εκλογικό σχεδιασμό του ΚΚΕ, αποφεύγει τη γραμμή της σύγκρουσης για την ανατροπή, προκρίνοντας συμβολικούς αγώνες διαμαρτυρίας, ταυτιζόμενο με το σχεδιασμό της ΓΣΕΕ.
Τους «σεισμούς που μέλλονται για να ‘ρθουν» φοβάται η κυβέρνηση. Την οργή και αγανάκτηση που προκαλεί η εφαρμογή των μέτρων της τρίτης αξιολόγησης πάνω στα συσσωρευμένα αντιλαϊκά μέτρα μιας εφταετίας μνημονίων. Ο φόβος ότι θα ξεσπάσουν μαζικοί αγώνες που θα διευρύνουν τον κύκλο των σημερινών κινητοποιήσεων, αλλά και των αγωνιζόμενων, οδηγεί στην αντιδημοκρατική μεθόδευση. Αν σήμερα οι αγώνες είναι περιορισμένοι, τόσο όσον αφορά τον αριθμό των κλάδων όσο και τα αιτήματα, χωρίς συντονισμό και συνήθως χωρίς διάρκεια, αυτό δεν σημαίνει ότι αφήνουν ανεπηρέαστες τις διεργασίες που γίνονται στην κοινωνία και τα λαϊκά στρώματα.
Γι’ αυτό είναι ανάγκη πάρουμε στα χέρια μας την απεργία της 14ης Δεκέμβρη, με τη δράση των πρωτοβάθμιων σωματείων, τον συντονισμό τους, τις συλλογικότητες, τα σχήματα και τις κλαδικές και εργασιακές επιτροπές αγώνα. Να δώσουμε περιεχόμενο μάχης, να διαμηνύσουμε ότι αυτό το μέτρο δεν θα περάσει, ό,τι και να ψηφίσει η ξεκομμένη από το λαό πλειοψηφία μιας βουλής που πρωτοκολλάει τα μνημόνια. Κυρίως, όμως, είναι ανάγκη να εργαστούμε, ώστε μια μαχητική και δυναμική απεργιακή κινητοποίηση να δώσει ώθηση για τα επόμενα βήματα, με κλιμάκωση του αγώνα, σε μια αναμέτρηση που θα φέρει στο προσκήνιο τις ανάγκες, τα δικαιώματα και την αγωνία του κόσμου της δουλειάς.