ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΖΗΣ*
Οι αναμενόμενες παρεμβάσεις στο απεργιακό δικαίωμα συμπληρώνουν τις αλλαγές στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων που συντελούνται κατά την περίοδο των μνημονίων. Αλλαγές που διαμορφώνουν ένα νέο εργασιακό τοπίο στην κατεύθυνση της μετατροπής της χώρας σε μια ειδική οικονομική ζώνη χαμηλών δαπανών για την εργασία και περιορισμένων εργασιακών δικαιωμάτων. Αλλαγές υπέρ της ευέλικτης εργασίας σε βάρος της πλήρους και σταθερής απασχόλησης . Αλλαγές αποδιάρθρωσης του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων και διαμόρφωσης των μισθών, οι οποίοι συγκλίνουν βίαια με τις αμοιβές των γειτονικών βαλκανικών χωρών σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του δευτέρου μνημονίου.
Οι αλλαγές στο περιεχόμενο της άσκησης του απεργιακού δικαιώματος συνιστούν ένα ακόμη πλήγμα στην συλλογική δράση των εργαζομένων στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των ατομικών αξιών που αποτελούν το κυρίαρχο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού που εκφράζει τη σύγχρονη ακραία επιθετικότητα του κεφαλαίου. Μετά από τις υποχωρήσεις που ο καπιταλισμός αναγκάστηκε να κάνει, υπό την πίεση των κοινωνικών αγώνων σε εποχές άλλων κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, σήμερα επιστρέφει στις λογικές των πρώτων χρόνων της βιομηχανικής επανάστασης που η συλλογική δράση αποτελούσε ποινικό αδίκημα και τιμωρούνταν ακόμη και με την ποινή του θανάτου!
Η ακραία αυτή κατασταλτική αντιμετώπιση υπηρετούσε την ελευθερία του επιχειρείν που, ως υπέρτατη αξία, έθετε στο περιθώριο στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα που παραβιάζονταν βάναυσα στον βωμό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αυτή η ελευθερία άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας αποτελεί και στις σύγχρονες κοινωνίες την αιτιολογική βάση για τους περιορισμούς των ατομικών και συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων. Η ίδια ελευθερία επανέρχεται βίαια στο προσκήνιο, έχοντας επιβάλει ένα δυσμενή συσχετισμό για τις δυνάμεις της εργασίας , ντυμένη με το δόγμα της ανταγωνιστικότητας που με τη σειρά της προτάσσεται ως ταυτόσημη με την ελαστική, σήμερα, έννοια του δημόσιου συμφέροντος.
Το απεργιακό δικαίωμα στην Ελλάδα πέρασε και αυτό από τα αντίστοιχα στάδια που προηγήθηκαν στον τότε αναπτυγμένο βιομηχανικό κόσμο. Από την ποινικοποίησή του με τους πρώτους νόμους της Βαυαροκρατίας μέχρι την αναγνώρισή του από το Βενιζέλο το 1920. Και από το ιδιώνυμο του Βενιζέλου και τις ταραγμένες μετέπειτα δεκαετίες, στον 330/ 1976 του Λάσκαρη μέχρι τον εκδημοκρατισμό των συνδικάτων και την κατάργηση της ανταπεργίας του 1264/1982.
Στην περίοδο των μνημονίων ασκούνται πιέσεις προκειμένου να τεθούν πρόσθετοι περιορισμοί στην απεργιακή δράση πέραν των περιοριστικών όρων που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία . Όροι που καθιστούν παράνομες πολλές απεργίες σε συνδυασμό με τη δικαστική κρίση περί καταχρηστικών απεργιών με την αιτιολογία ότι τα απεργιακά μέσα υπερβαίνουν τον απεργιακό σκοπό.
Οι πιέσεις των δανειστών, σε συνεργασία με εγχώριους οικονομικούς κύκλους, επιδιώκουν την γενικευμένη εφαρμογή του περίφημου άρθρου 4 για τις «κοινωνικοποιημένες» επιχειρήσεις του 1983, που το εργατικό κίνημα της εποχής επέτυχε την απόσυρσή του. Πρόκειται για την θέσπιση του ορίου του 50%+1 των μελών του συνδικάτου για την απαρτία και την λήψη αποφάσεων σχετικά με την κήρυξη απεργίας στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις. Αυτή η διάταξη καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την κήρυξη απεργιών σε οργανώσεις πανελλαδικής κλίμακας, όπου οι σχετικές συνελεύσεις συνήθως αδυνατούν να συγκεντρώσουν αυτή την απαρτία και όπου συνήθως οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται από τα διοικητικά τους συμβούλια. Πρόκειται για μέτρο που εστιάζεται σε μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού η του δημόσιου τομέα όπου δραστηριοποιούνται σωματεία εθνικής εμβέλειας . Αν σε ένα τέτοιο μέτρο προστεθεί και η έμμεση επαναφορά της ανταπεργίας που πρόσφατα ψηφίσθηκε, το δικαίωμα στην απεργία δέχεται ένα ακόμη σοβαρό πλήγμα παράλληλα με τη γενικότερη επίθεση που δέχονται τα συλλογικά εργασιακά δικαιώματα χάριν της ατομικότητας.
Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει η άποψη πως ένα τέτοιο μέτρο που παραπέμπει σε απεργιακές αποφάσεις με την απόλυτη πλειοψηφία των συνδικαλισμένων, υπηρετεί στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές ενάντια σε εκφυλιστικές επιμέρους πρακτικές που αναγορεύονται σε κανόνα. Μια τέτοια θέση όμως θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές συνθήκες που ισχύουν στους εργασιακούς χώρους και, κυρίως, να μην εφαρμόζεται επιλεκτικά. Και είναι επιλεκτική η εφαρμογή της όταν οι εκάστοτε πολιτικές εξουσίες νομοθετούν στηριζόμενες σε προκλητικά μειοψηφικές ψήφους λόγω εκλογικών συστημάτων. Ή διατηρούνται μνημονιακοί νόμοι που προβλέπουν την εφαρμογή ελαστικών ωραρίων με τη «συναίνεση» του 25% και του 15% των εργαζομένων!
*Κοσμήτορας Σχολής Πολιτικών Επιστημών Παντείου Πανεπιστημίου