ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, ΤΑΣΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (*)
Μια συνήθης ιδιαιτερότητα των ιστορικών εξεγέρσεων είναι ακριβώς το ότι σπανίως αισθάνονται την ιστορικότητά τους. Απόρροια απρόβλεπτων ξεπασμάτων, αναπτύσσονται μέσα σε μια ιδιότυπη πρωτοτυπία, μοναδικότητα και εφηβική αλαζονία, διαπερνώντας σχεδιασμούς και οργανογράμματα, με τρόπο που διασφαλίζει μια τέτοια αστάθεια που ακυρώνει τη δυνατότητα εσωτερικής ανάλυσης και συμπερασμάτων. Οι οργανωμένες δυνάμεις που κατόρθωσαν να ξεπεράσουν αυτόν τον σκόπελο, συνήθως κατέληξαν να καταλάβουν και την εξουσία, τερματίζοντας τις εξεγέρσεις.
Ο Δεκέμβρης του 2008 αποτελεί μια εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Η ιστορικότητά του υπήρξε αισθητή σε όλους/ες από την πρώτη μέρα του. Η εξήγηση για αυτό δεν είναι μονοσήμαντη: σχετίζεται με την εντυπωσιακή και καθολική απενοχοποίηση της λαϊκής κοινωνικής βίας, με την εποχή κατά την οποία υπήρξε το ξέσπασμα και ακόμα με τη γενική αίσθηση ότι η έξοδος από μια περίοδο απολύτως επισφαλούς ευμάρειας της ελληνικής κοινωνίας, δεν μπορούσε παρά να γίνει με κρότο. Το κάθε ένα από αυτά θα αρκούσε για να κατατάξει την εξέγερση σε ένα ιστορικό πλαίσιο, όλα μαζί δημιουργούσαν μια τρελή μαρμίτα μέσα στην οποία ανακατεύτηκαν πραγματικές τάσεις και κινήσεις της ελληνικής κοινωνίας, από αυτές που κατά Μαρξ «ονομάζουμε κομμουνισμό», οι οποίες ως τότε σιγοέβραζαν σε χαμηλή φωτιά.
Ωστόσο, αυτή η συναίσθηση της ιστορικότητας του Δεκέμβρη δεν ωφέλησε κατ’ ανάγκη τη φαντασία του. Ένα μεγάλο μέρος των οργανωμένων δυνάμεων που ενεπλάκησαν (το σύνολο της Αριστεράς και του ελευθεριακού και αναρχικού κινήματος, με εξαίρεση του ΚΚΕ), καταπιάστηκε με το να κάνει με μεγαλύτερη μανία αυτό που ήξερε, επιχειρώντας να το μετατρέψει σε «πνεύμα του Δεκέμβρη». Αυτή υπήρξε μια συνταγή βέβαιης αποτυχίας: Κανένα επαναστατικό κίνημα στην ιστορία δεν αναδείχθηκε κυρίαρχο σε καμία εξέγερση συνεχίζοντας να κάνει αυτό που έκανε πριν — συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το αποτέλεσμα αυτής της στεροτυπικής απόπειρας υπήρξε ο Δεκέμβρης να σβήσει μέσα στο εφηβικό του πρωτόσωμα, αυτό της κοινωνικής βίας που βγαίνει από το πλαίσιο της ενοχής και του φόβου.
Ωστόσο, η σημαντικότερη, ίσως, ιστορικότητα του Δεκέμβρη είναι που δεν έγινε αισθητή ούτε κατά τη διάρκειά του ούτε μετά το τέλος του. Ήταν αυτή της ανάδειξης ενός νέου υποκειμένου με πολύ έντονα τα ταξικά χαρακτηριστικά. Ενός νέου και μαζικού εργατικού κινήματος που μόλις έμπαινε ή ετοιμαζόταν να μπει στην παραγωγή με όρους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς του 20ού αιώνα και, ακόμη, χωρίς καμία νοσταλγία για αυτούς. Η βία του Δεκέμβρη ήταν η επιθετική απόπειρα του υποκειμένου αυτού να μπει στην ιστορία και να διαμορφώσει τους συσχετισμούς της. Η αδυναμία ανάλυσης αυτού του υποκειμένου υπήρξε η δομική αναπηρία που το κοινωνικό και το αντικαπιταλιστικό κίνημα αντιμετώπισαν και απέτυχαν να ξεπεράσουν κατά την άγρια τετραετία που ακολούθησε και της οποίας ο Δεκέμβρης ήταν, όπως αποδείχθηκε, ο πρόλογος.
Από το 2009 μέχρι και το καλοκαίρι του 2011 αυτό το νέο εργατικό κίνημα έχει μια εντελώς εντυπωσιακή ζωτικότητα και επίσης μια αναπάντεχη ευκινησία να συνδεθεί με στοιχεία του παλιού. Είναι εκατοντάδες οι κινήσεις ταξικής δημιουργικότητας που δημιουργούνται στην Ελλάδα αυτή την περίοδο, κάτι που ακόμα και σήμερα τείνει να υποτιμάται. Είναι κινήσεις ανομοιόμορφες: ξεκινούν από τα δεκάδες νέα σωματεία, τις εργασιακές ή απεργιακές επιτροπές που συγκροτούνται σε χώρους δουλειάς, περνάνε από αντίστοιχη ποικιλία τοπικών κινήσεων που παρεμβαίνουν σε πραγματικά και καθημερινά ζητήματα στη ζωή της τάξης και καταλήγουν σε αυτο-οργανωμένα εγχειρήματα που αφορούν από κοινωνικές κουζίνες μέχρι …ποδοσφαιρικές ομάδες. Η υποτίμηση του ταξικού χαρακτήρα αυτής της κίνησης οδήγησε στην εντελώς αυτοαναφορική απόπειρα του αντικαπιταλιστικού κινήματος να πλάσει μέσα από όλα αυτά ένα οικουμενικό πολιτικό σχέδιο το οποίο θα ξέφευγε από τα όρια της τάξης και θα απλωνόταν σε αυτά του «λαού». Η υποτίμηση της τάξης ως αυτοδύναμου επαναστατικού εργαστηρίου, η οποία είναι το χαρακτηριστικό της πολιτικής που ασκήθηκε από όλες τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις μετά το 2009, είναι η ουσία του ιστορικού ρεύματος που ονομάζουμε «ρεφορμισμό». Στην Ελλάδα, στα χρόνια αυτά τον είδαμε να φοράει διάφορα κουστούμια: από την άρνηση να ομοσπονδοποιηθούν σε όργανα του κινήματος οι εργατικές και συνδικαλιστικές κινήσεις που δημιουργήθηκαν μέχρι τη μαζοχιστική «αυτοκτονία» τους σε λαϊκομετωπικές και διαταξικές κινήσεις. Τελικά, στην υποταγή στον κοινοβουλευτισμό, τον κυβερνητισμό και μετά την παταγώδη αποτυχία του τελευταίου, στην αδράνεια.
Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να επιστρέψει κανείς στην επαναστατική κίνηση του Δεκέμβρη και να την διαχειριστεί αλλιώς. Μένει ωστόσο ένα μελαγχολικό ιστορικό μάθημα: αυτό της εμπιστοσύνης στις επαναστατικές δυνατότητες της κοινωνίας και της εργατικής τάξης. Μακάρι, η συλλογική μνήμη της ήττας του Δεκέμβρη να αποδειχθεί ισχυρότερη για την νέα εργατική τάξη.
(*) Μέλη της Ομοσπονδιακής Επιτροπής της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε