Η αναγνώριση της κατεχόμενης Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις ΗΠΑ δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία ούτε οφείλεται σε επιμέρους αντιθέσεις και προτεραιότητες. Πρέπει να ενταχθεί στο μεγάλο «κάδρο» των ανταγωνισμών και βίαιων ανακατατάξεων που συντελούνται στη Μέση Ανατολή και εισέρχονται σε μια νέα, πιο καθαρή και ταυτόχρονα επικίνδυνη, φάση μετά τη στρατιωτική ήττα του Isis.
του Γιώργου Παυλόπουλου
Μόνο κεραυνό εν αιθρία δεν αποτέλεσε η απόφαση του Τραμπ για αναγνώριση της κατεχόμενης Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Προφανώς, επίσης, η απόφαση αυτή δεν οφείλεται πρωτίστως στην ανάγκη του προέδρου των ΗΠΑ να ξεπληρώσει τα γραμμάτια τα οποία έχει υπογράψει απέναντι στο εβραϊκό λόμπι, μετά τη στήριξη που αυτό του πρόσφερε στις εκλογές. Ούτε, βεβαίως, έχει κυρίως να κάνει με την αγωνιώδη προσπάθεια του Νετανιάχου να ξεφύγει από τη μέγγενη των σκανδάλων διαφθοράς στο εσωτερικό, τα οποία έχουν πυροδοτήσει μαζικές διαδηλώσεις με αίτημα την παραίτησή του.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η αντίδραση στην ανακοίνωση Τραμπ από τα καθεστώτα της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου, που ανήκουν αναμφισβήτητα στο στρατόπεδο των ΗΠΑ και έχουν πολύ ιδιαιτέρως στενές (αν και …παράνομες) σχέσεις με το Ισραήλ, δεν μαρτυρούν κάποια διάθεση να αλλάξουν τακτική, να εμπλακούν σε μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση ή, πολύ περισσότερο, σε ένα νέο αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Ο δε Ερντογάν, ο οποίος για μια ακόμη φορά εμφανίστηκε λάβρος κατά της Ουάσινγκτον και απείλησε να διακόψει ξανά τις διπλωματικές σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ, ασφαλώς-ασφαλώς και δεν εμφορείται από τα δημοκρατικά του αισθήματα ή το ενδιαφέρον του για τους Παλαιστινίους και τα δικαιώματά τους -εξάλλου, δεν έχει δείξει κάτι αντίστοιχο στην υπόθεση των Κούρδων, τους οποίους κυνηγά απηνώς.
Η ανακοίνωση του Τραμπ και οι αντιδράσεις σε αυτήν, όπως άλλωστε και οι εξελίξεις που (συνειδητά) θα πυροδοτήσει, μπορούν να ερμηνευθούν μόνο με βάση το μεγάλο «κάδρο» των αντιθέσεων, συγκρούσεων και ανακατατάξεων που συντελούνται εδώ και αρκετά χρόνια στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Πολύ περισσότερο επειδή πρόκειται για μια διαδικασία η οποία έχει μπει σε μια νέα φάση, καθώς μετά την ήττα του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο αποτέλεσε την ιδανική δικαιολογία για όλες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις να επέμβουν στρατιωτικά στη Συρία και το Ιράκ, έχουν αρχίσει πλέον να διαμορφώνονται με περισσότερη σαφήνεια τα στρατόπεδα που θα επιχειρήσουν να επαναχαράξουν τον γεωπολιτικό χάρτη και τις ζώνες επιρροής.
Από τη μία ο «άξονας» Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας και από την άλλη η συμμαχία ΗΠΑ, Σ. Αραβίας, Αιγύπτου και Ισραήλ ακονίζουν τα μαχαίρια τους και επιχειρούν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους άσους στο πλαίσιο του επόμενου γύρου των αναμετρήσεων και διαπραγματεύσεων. Όπως είναι δε φυσικό, από το «κάδρο» αυτό δεν θα μπορούσε να λείπει το Παλαιστινιακό, ένα ζήτημα που έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά και την ψυχή όλων των Αράβων, ενώ βρίσκεται στο επίκεντρο των όσων συμβαίνουν στην περιοχή εδώ και ένα περίπου αιώνα -και γι’ αυτό ακριβώς, μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη που θα επιταχύνει τις εξελίξεις.
Σε αυτό το φόντο, το κύριο ερώτημα που τίθεται από την πλευρά της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς αφορά την ανάγκη και δυνατότητα παρέμβασης των λαών έτσι ώστε να χαλάσουν τα σχέδια των ιμπεριαλιστών και των αντιδραστικών τοπικών καθεστώτων, με στόχο να δρομολογηθούν εξελίξεις προς όφελός τους. Με άλλα λόγια, ζητούμενο είναι μια νέα «Αραβική Άνοιξη», με δημοκρατικά, εργατικά και εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά, που θα αφουγκράζεται και θα απαντά στις πραγματικές ανάγκες των λαών της περιοχής.
Το ίδιο διακύβευμα τίθεται ουσιαστικά και στις τάξεις των Παλαιστινίων, οι οποίοι για μια ακόμη φορά βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα και έχουν ραντεβού με την ιστορία. Η προσπάθεια να νομιμοποιηθεί διεθνώς η απώλεια του συνόλου της Ιερουσαλήμ και να κατοχυρωθεί στα χέρια των κατακτητών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από κανένα τμήμα της κοινωνίας, ούτε από τους «κάτω» ούτε και από τους «πάνω». Παρ’ όλα αυτά, οι στόχοι των μεν και των δε και, κατά συνέπεια, ο τρόπος που τελικά θα αντιδράσουν δεν ταυτίζονται.
Η αστική τάξη των Παλαιστινίων, η οποία συσπειρώνεται κυρίως στη Φατάχ, γύρω από τον πρόεδρο Αμπάς και τον εξόριστο Νταχλάν, είναι διεφθαρμένη μέχρι το κόκκαλο και ένα μεγάλο της τμήμα έχει αναπτύξει οργανικούς δεσμούς με την ισραηλινή, προφανώς από θέσεις υποτέλειας, θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει τη λαϊκή οργή προκειμένου να οδηγηθεί σε μια νέα διαπραγμάτευση και σε παράδοση με όρους που θα της επιτρέπουν να διατηρήσει μερικά ψήγματα αξιοπρέπειας. Έτσι, δεν είναι βέβαιο ότι θα επιμείνει στη γραμμή των δύο κρατών, στο πλαίσιο των οποίων το Ισραήλ θα έχει ως πρωτεύουσά του τη δυτική Ιερουσαλήμ και η Παλαιστίνη την ανατολική -όπως προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ από το 1947, αναγνώρισε επισήμως η Ρωσία τον περασμένο Απρίλιο και υποστηρίζει η ΕΕ. Ήδη, άλλωστε, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι με η κίνηση Τραμπ έδωσε τη χαριστική βολή στο σχέδιο των δύο κρατών, ενώ ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Παλαιστινιακής Αρχής, Σαέμπ Ερεκάτ, δήλωσε ότι πλέον στόχος πρέπει να είναι ένα κράτος, με ισότιμη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων.
Η ισλαμική Χαμάς, από την πλευρά της, η οποία ελέγχει πλήρως την «φυλακή» της Γάζας και, αντικειμενικά, έχει αποκτήσει σαφώς πιο λαϊκά και συγκρουσιακά χαρακτηριστικά, φαίνεται ότι οδηγείται σε ένα ιστορικό συμβιβασμό με την Φατάχ, η οποία κυριαρχεί στη Δυτική Όχθη, με σκοπό να συγκροτηθεί ένα όσο το δυνατό πιο ισχυρό εθνικό μέτωπο ενόψει της σύγκρουσης που έρχεται. Παρά δε το γεγονός ότι η ηγεσία της κάλεσε σε μια τρίτη Ιντιφάντα κατά του Ισραήλ, είναι σαφές ότι επιδιώκεται αυτή να είναι όσο το δυνατόν πιο ελεγχόμενη από τους «πάνω» και τις συμμαχίες ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της παλαιστινιακής αστικής τάξης και των γειτονικών αραβικών καθεστώτων.
Ωστόσο, εφόσον ξεσπάσει (κάτι που δεν γίνεται κατά παραγγελία…), μια Ιντιφάντα είναι πάντα μια ηρωική λαϊκή εξέγερση και η πορεία της δεν μπορεί να προδιαγραφεί. Για τους «κάτω», αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση.