της Μαριάννας Τζιαντζή
Δεν εννοώ τους τοίχους γενικά, αλλά τους τοίχους του Χίλτον, εκεί όπου οι θεσμοί εξετάζουν τη μνημονιακή κυβέρνηση, τη βαθμολογούν, την προβιβάζουν, τη στέλνουν μεταξεταστέα.
Είναι φυσικό όταν περνάμε έξω από την αμερικανική πρεσβεία να σκεφτόμαστε το τι αντιπροσωπεύει, πολιτικά και ιστορικά, αυτό το κτίριο. Όταν όμως περνάμε έξω από το Χίλτον, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, σπάνια σκεφτόμαστε ότι εδώ οι θεσμοί ανακοινώνουν τις ποινές που επιβάλλουν στον ελληνικό λαό ενώ οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης λένε τα μεγάλα «ναι», σε συνδυασμό ίσως και με μερικά μικρά και δευτερεύοντα «όχι».
Αν δεν ήταν το Χίλτον, θα ήταν κάποιος άλλος σικάτος χώρος, όμως οι περισσότερες αποφάσεις για το μεγάλο ξεπούλημα έχουν παρθεί και παίρνονται εδώ κι έτσι, αυτό το κτίριο έχει γίνει σύμβολο του εξευτελισμού και της υποταγής, εδώ γίνεται κουρελόχαρτο το Σύνταγμα. Στην καρδιά της δικτατορίας, το 1972, μια πρωτοπόρα εικαστική καλλιτέχνιδα, η Μαρία Καράβελα, είχε στήσει σε μια αίθουσα τέχνης «μέσα» στο ξενοδοχείο μια εγκατάσταση που έμεινε στην ιστορία: μια αναπαράσταση φυλακής και αίθουσας βασανιστηρίων. Στενά περάσματα για το κοινό διαμορφωμένα ανάμεσα σε τοίχους από πυρότουβλα, μια ξεσχισμένη καρέκλα, στους τοίχους σημάδια από αίμα και η λέξη «βοήθεια», από αίμα γραμμένη κι αυτή. Η λογοκρισία δεν το ανέχτηκε. Μέσα σε τρεις μέρες, η έκθεση διαλύθηκε από την αστυνομία και η δημιουργός αναγκάστηκε να καταφύγει στη Γαλλία.
Δε βλέπουν, δεν ακούνε, δε μιλάνε οι τοίχοι του Χίλτον, αν και σημάδια από αίμα ξεπροβάλλουν σαν τη μούχλα στα περιποιημένα ντουβάρια. Ούτε όμως οι θεσμοί ούτε οι συνομιλητές τους ανησυχούν. Έτσι κι αλλιώς πρόκειται για το αίμα των άλλων.