Η υπεράσπιση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» από το ΚΚΕ δεν μπορεί να συμβάλλει στο να γίνει και πάλι ο σοσιαλισμός και η απελευθερωτική προοπτική του κομμουνισμού μια απάντηση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα του σήμερα, ένα όραμα που θα κερδίζει τους καταπιεσμένους με την ελπίδα ενός πιο δίκαιου κόσμου.
του Γιώργου Κρεασίδη
Κριτική στις Θέσεις για το 4ο συνέδριο του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση έγινε από το ΚΚΕ στις στήλες του Ριζοσπάστη και αξίζει να σταθεί κανείς και στα σημεία που επικεντρώνεται και στη μεθοδολογία του ακολουθεί. Εξάλλου το ΝΑΡ έχει ξεκινήσει μια ανοιχτή διαδικασία διαλόγου μπροστά στο συνέδριό του, σε δημόσιο και εσωοργανωτικό επίπεδο, στα πλαίσια του οποίου κάθε κριτική συμβολή, αντιπαράθεση ακόμα και πολεμική, δεν μπορεί να παρά να είναι ευπρόσδεκτη. Στο βαθμό φυσικά που γίνεται πάνω σε πραγματικές θέσεις, χωρίς λαθροχειρίες και προκατασκευασμένα συμπεράσματα.
Στο άρθρο που έγραψε ο Κωστής Μπορμπότης, μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο «Η Οκτωβριανή Επανάσταση στην “προκρούστεια κλίνη” του οπορτουνισμού» (Κυρ. Ριζοσπάστης, 28-29.10.2017), επιχειρείται η τοποθέτηση απέναντι σε όσα λέει το ΝΑΡ για την κομμουνιστική προοπτική σε συνδυασμό με την Οκτωβριανή Επανταση και την αποτίμηση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενώ καταπιάνεται και με τη λογική του ΝΑΡ για το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης. Όλα αυτά όμως σε συνδυασμό με θέσεις άλλων ρευμάτων της Αριστεράς, του ΣΕΚ που συμμετέχει από κοινού με το ΝΑΡ στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και της ΛΑΕ. Δεν αποφεύγει έτσι ο αρθρογράφος, παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, την αυθαίρετη ταύτιση διαφορετικών προσεγγίσεων.
Για τον αρθρογράφο βασική θέση είναι πως δεν μπορεί να τιμά κανείς την Οκτωβριανή Επανάσταση και να διαχωρίζεται παράλληλα από τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού και ειδικά από την πολιτική του ΚΚ Σοβιετικής Ένωση της περιόδου Στάλιν. Θεωρεί πως όσοι στέκονται κριτικά στις εξελίξεις χωρίς να ταυτίζονται με τις πολιτικές επιλογές του Στάλιν και των κομμάτων που κυβέρνησαν στον υπαρκτό σοσιαλισμό, «τιμούν στα λόγια το επαναστατικό άλμα αλλά αρνούνται ουσιαστικά το αποτέλεσμά του, το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που γέννησε, το σοσιαλισμό». Στον αντίποδα τοποθετεί το ΚΚΕ, θεωρώντας ότι «η αποτίμησή μας όμως για το σοσιαλισμό γίνεται χωρίς την απάρνησή του». Η προσέγγιση αυτή ουσιαστικά δεν μπορεί να συμβάλλει να γίνει και πάλι ο σοσιαλισμός και η απελευθερωτική προοπτική του κομμουνισμού μια απάντηση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα του σήμερα, ένα όραμα που θα κερδίζει τους καταπιεσμένους με την ελπίδα ενός πιο δίκαιου κόσμου. Αν δεν εξηγηθεί η διπλή εμπειρία της νίκης και της ήττας του Οκτώβρη, δε θα απαντηθεί πειστικά η σύγχρονη αντικομμουνιστική προπαγάνδα που θέλει να ακυρώσει κάθε προσδοκία ότι μπορεί να υπάρξει άλλη κοινωνική προοπτική από τον υπαρκτό καπιταλισμό. Δεν εξηγείται έτσι γιατί κατέρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» με πρωταγωνιστές δυνάμεις που ξεπήδησαν μέσα από το σύστημα που είχε την εξουσία. Η μάχη αυτή δεν μπορεί να αφορά ένα καλύτερο παρελθόν για το σοσιαλισμό, το οποίο μπορείς να αποδεχτείς ή να απορρίψεις, αλλά δεν μπορείς να αντιπαραθέσεις στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα. Αυτή η προσπάθεια δεν ταυτίζεται με θέσεις (όπως του ΣΕΚ) που βλέπει εργατικές επαναστάσεις σε κάθε πολιτική κρίση του υπαρκτού σοσιαλισμού, με τις οποίες αυθαίρετα ταυτίζει το ΝΑΡ ο αρθρογράφος. Στις Θέσεις του 4ου συνεδρίου του ΝΑΡ τονίζεται η ανάγκη «να συζητήσουμε τολμηρά και βαθιά για τη δική μας ιστορία, την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και της Αριστεράς. Το επιβάλλουν η στάση της αστικής τάξης (που όσο διαισθάνεται ότι ανανεώνεται το ενδιαφέρον για τον κομμουνισμό τόσο πιο μανιασμένα ρίχνεται στη μάχη να τον κατασυκοφαντήσει με βάση το παρελθόν, συχνά αναθεωρώντας και διαστρεβλώνοντάς το ωμά), η αυτογνωσία και η αυτοκριτική των επαναστατών και η αναγκαία γνώση των νεότερων γενεών τους. Η πλευρά αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία φέτος, καθώς η συμπλήρωση ενός αιώνα από την Οκτωβριανή Επανάσταση πυροδοτεί μια μεγάλη ιστορική συζήτηση για το παρελθόν του κομμουνισμού. Φιλοδοξούμε να παρέμβουμε από τη σκοπιά του μέλλοντός του» (Θέση 50, σ. 63).
Προφανώς αυτές οι προσεγγίσεις δεν έχουν σχέση με τις απόψεις από το χώρο της ΛΑΕ που επικαλείται ο αρθρογράφος, οι οποίες προσεγγίζουν θετικά σαν στρατηγικό πλαίσιο τη ΝΕΠ, τη στροφή του 20ού συνεδρίου του ΚΚΣΕ και την Περεστρόικα. Ειδικά η τελευταία, τουλάχιστον από το ρεύμα που συγκρότησε ΝΑΡ αμφισβητήθηκε (όπως και η περίοδος Μπρέζνιεφ) όταν ήταν σε εξέλιξη και όχι εκ των υστέρων, όπως έκανε το ΚΚΕ.
Επιχειρώντας ο αρθρογράφος στη συνέχεια να αποδώσει στο ΝΑΡ μια αντίληψη για ένα μεταβατικό πρόγραμμα που ολοκληρώνεται στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, χωρίς την επαναστατική τομή, επικαλείται όσα γράφονται στη Θέση 53 (σ. 68 των Θέσεων), όπου υποτίθεται το ΝΑΡ περιγράφει την επανάσταση. Πρόκειται όμως για λαθροχειρία, δεδομένου στο συγκεκριμένο σημείο, αν το διαβάσει κανείς ολοκληρωμένο μαζί με όσα αποσιωπούνται, θα δει ότι αναφέρεται στην εξέλιξη πριν από την επανάσταση και στην πορεία προς αυτήν.
Στη σχέση αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης-επανάστασης, οι Θέσεις απαντούν με τρόπο διαφορετικό και σαφή: «Στόχοι του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης, μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να επιβληθούν σε φάσεις κορύφωσης της ταξικής πάλης χωρίς να έχει ακόμη απαντηθεί το ερώτημα “εργατική ή αστική εξουσία”. Ωστόσο, το σύνολό τους, στο βάθος και στην έκταση που απαιτούνται, και κυρίως με σταθερότητα, μπορούν να διασφαλιστούν με τη νίκη της επανάστασης» (Θέση 57, σ. 73). Εξάλλου το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης για τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ –και του ΣΕΚ που αυθαίρετα του χρεώνεται κοινοβουλευτισμός και κυβερνητισμός– υπηρετεί την υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας, το άνοιγμα δρόμων για την αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας και για την επαναστατική ανατροπή, ενώ λειτουργεί και σαν «γέφυρα σύνδεσης και μετάβασης στο πρόγραμμα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της κομμουνιστικής διεθνιστικής απελευθέρωσης» (Θέση 58, σ. 74).