ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΑΜΝΑΚΗΣ
Μπορείς να το χαρακτηρίσεις αριστούργημα! Δεν ξέρω πόσες φορές διαβάζοντας ένα βιβλίο ένοιωσα αυτή τη σχέση μαζί του. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Τούρκου συγγραφέα Μπουρχάν Σονμέζ Ιστανμπούλ, Ιστανμπούλ (σε εξαιρετική μετάφραση από τα τουρκικά, Θάνου Ζαραγκάλη, εκδ. Καστανιώτη). Αφηγείται δέκα ημέρες, που δεν μπορούν να προσδιοριστούν, καθώς εκεί δεν ξημερώνει και νυχτώνει, όπου τέσσερεις άνθρωποι διηγούνται ιστορίες, κατά το πρότυπο του Δεκαήμερου του Βοκάκιου. Βρίσκονται φυλακισμένοι σε υπόγεια κελιά στην Ιστανμπούλ, τους βασανίζουν άγρια για να ομολογήσουν και να δώσουν τους συντρόφους τους. Ο συγγραφέας κάνει σαφές πως πρόκειται για αριστερούς πολιτικούς κρατούμενους αλλά δεν προσδιορίζει άλλα στοιχεία και δεν χρειάζεται. Ματωμένοι και με οδυνηρούς πόνους, γυρνάνε στο κελί και αφηγούνται. Καμιά φορά αναπαριστούν την πάνω πραγματικότητα, πίνουν ρακί στη βεράντα απέναντι από το Βόσπορο, ή τσάι, κάνουν βόλτα στην παραλία, και συμπεριφέρονται σαν να συμβαίνουν αυτά πραγματικά, σαν να μην είναι σε ένα κελί όπου κρυώνουν και υποφέρουν. Ταυτόχρονα αναπλάθουν τους μύθους μιας πόλης, της Ιστανμπούλ, που αλλάζει, που σκοτώνει τους ανθρώπους και τη φύση, αλλά που είναι κι ανθρώπινη ακόμα. Σχολιάζουν με βαθειά αίσθηση της Ιστορίας και του μέλλοντος. Με τη βαθύτατη συνείδηση του διχασμού του κόσμου και των σύγχρονων ανθρώπων. Είναι ένα μυθιστόρημα που αφηγείται μια ζωή σε κελί, αλλά δεν έχεις πουθενά την αίσθηση του κλειστού, αντίθετα η κλειστοφοβία έρχεται στις αφηγήσεις και τις περιπλανήσεις στην πόλη. Μια αναστροφή του κόσμου. Όπου δηλαδή ο κόσμος στενεύει, αλλά εκείνοι που ονειρεύονται να τον αλλάξουν δεν μπορούν να στριμωχτούν ακόμα. Μια υπέροχη σύλληψη που βρίσκει μια επίσης υπέροχη εκτέλεση. Ο συγγραφέας είναι εξαιρετικός τεχνίτης. Η γλώσσα του είναι λαϊκή, προσγειωμένη, χωρίς επιτήδευση και προσπάθεια ποιητικότητας, κι ωστόσο πολύ συχνά νομίζεις πως διαβάζεις ένα ποίημα.
Η περιγραφή μιας πόλης και μιας χώρας, η περιγραφή των ανθρώπων της, των αδιέξοδων και των ονείρων της, σε ένα σημερινό Δεκαήμερο.
«Στα αινίγματα που μετατρέπουν το ψέμα σε αλήθεια, ποιό χωριό θα μπορούσε να συναγωνιστεί την Ιστανμπούλ; …Η πόλη ήταν κομματιασμένη. Ο άνθρωπος διαμελισμένος …Η μητέρα του Ντεμιρτάι …στα μυθιστορήματα αναζητούσε την ολοκλήρωση που δεν έβρισκε στο σπίτι, στη δουλειά, στον δρόμο. Ένωνε τις αντίθετες άκρες της ψυχής της. Η μια πλευρά της ψυχής της ήταν ατσάλι, η άλλη γυαλί, η μία δάκρυ, η άλλη οργή».