ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Οι περισσότεροι πιθανότατα θα θυμούνται ότι ο Ομπάμα, λίγο πριν παραδώσει τα ηνία της αμερικανικής υπερδύναμης στον Τραμπ, είχε ουσιαστικά χρίσει τη Μέρκελ διάδοχό του στην ηγεσία του «δυτικού κόσμου». Τότε, δηλαδή στα τέλη του 2016, όλα έμοιαζαν να δικαιολογούν την επιλογή του, αφού κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει ανοιχτά τον τίτλο που έφερε, της «σιδηράς καγκελαρίου», ενώ παράλληλα υπήρχε η βεβαιότητα ότι θα παραμείνει καγκελάριος τουλάχιστον για μία ακόμη τετραετία, έως το τέλος του 2021. Ελάχιστοι προέβαλαν σοβαρές ενστάσεις σε αυτό, ούτε καν εκείνοι που είχαν διαπιστώσει τις ρωγμές οι οποίες είχαν δημιουργηθεί στα δεξιά του πολιτικού σκηνικού και της κοινωνίας της Γερμανίας, εξαιτίας της διαχείρισης του προσφυγικού, από όσους τη θεωρούσαν πολύ …ήπια και χαλαρή.
Ακόμη και μετά το χειρότερο αποτέλεσμα στη μεταπολεμική τους ιστορία που έφεραν οι Χριστιανοδημοκράτες στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, στη συντριπτική πλειοψηφία επικρατούσε η σιγουριά ότι, αργά ή γρήγορα, εύκολα ή δύσκολα, η σκιά της Μέρκελ θα κάλυπτε τους πάντες και τα πάντα. Να όμως που τώρα, δύο μήνες αργότερα, όλα μοιάζουν να έχουν αλλάξει και η ίδια έχει βρεθεί στο στόχαστρο πρωτοφανών επιθέσεων. Από τους πολιτικούς της αντιπάλους και πολλά ΜΜΕ, που αμφισβητούν πλέον ευθέως τις ικανότητές της (τι αχαριστία, αν σκεφτεί κανείς ότι έβγαλε τη γερμανική ολιγαρχία πολύ ισχυρότερη από την κρίση). Ακόμη όμως και στο εσωτερικό του κόμματός της, όπου αρκετές οργανώσεις νεολαίας έφτασαν να απαιτήσουν ανοιχτά να μην είναι υποψήφια στην περίπτωση που διεξαχθούν νέες εκλογές – ασκώντας μάλιστα κριτική με σαφή ακροδεξιά επιχειρήματα, που ελάχιστα απέχουν από εκείνα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία.
Βεβαίως, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η Μέρκελ θα παραμείνει καγκελάριος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακόμη και αν τελικώς ξαναστηθούν κάλπες. Ήδη, μάλιστα, οι σοσιαλδημοκράτες και ο Σουλτς έχουν κάνει τη μισή «κωλοτούμπα», καθώς από την πλήρη άρνηση έχουν δεχτεί να καθίσουν στο τραπέζι, συζητώντας δύο σενάρια: Αφενός, να παρέχουν στήριξη σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας υπό την Μέρκελ και, αφετέρου, να συναινέσουν στην εκ νέου συγκρότηση ενός «μεγάλου συνασπισμού». Πρακτικά, πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος – με τη διαφορά ότι το πρώτο επιτρέπει στον Σουλτς να ελπίζει πως θα επιβιώσει πολιτικά, ενώ στο δεύτερο μάλλον θα εξαναγκαστεί να παραιτηθεί.
Σε κάθε περίπτωση, το γερμανικό κεφάλαιο έχει φροντίσει να ξεκαθαρίσει, μέσω των εκπροσώπων του (όπως οι επονομαζόμενοι «σοφοί» της οικονομίας) ότι δεν επιθυμεί νέες εκλογές. Κι αυτό επειδή εκτιμά ότι οι συσχετισμοί στη βουλή δεν θα αλλάξουν ριζικά – ενώ ενδόμυχα φοβάται ότι μπορεί να είναι χειρότεροι και λιγότερο ελεγχόμενοι. Ήταν σαφές δε, πριν ακόμη από την αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου, ότι το σενάριο που θα προτιμούσε ήταν αυτό της συνέχισης της συνεργασίας των δύο μεγάλων κομμάτων, που θα διασφάλιζετην πιο ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία – έστω και μικρότερη σε σύγκριση με την προηγούμενη τετραετία.
Δεν θα ήταν υπερβολή, μάλιστα, να ισχυριστούμε ότι η γερμανική ολιγαρχία είναι αυτή που ουσιαστικά τορπίλισε τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό του συνασπισμού τύπου «Τζαμάικα», μέσω των πιο ακραιφνών και καθαρών εκπροσώπων της – των (νεο)Φιλελεύθερων του Λίντνερ. Προφανώς, θεώρησε ότι ακόμη και οι μικροπαραχωρήσεις τις οποίες φέρεται ότι ήταν έτοιμη να κάνει η Μέρκελ προς τους (εντελώς παραδομένους) Πράσινους είναι μη αποδεκτές στη σημερινή συγκυρία. Μια συγκυρία που απαιτεί, όπως όλα δείχνουν, ακόμη πιο σκληρή στάση του Βερολίνου τόσο απέναντι στους εργαζόμενους –Γερμανούς και μετανάστες– στο εσωτερικό όσο και στην ΕΕ, όπου κυοφορούνται σοβαρές ανακατατάξεις. Στην περίπτωση δε που υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι αμφισβητούν ότι πρόκειται να χρησιμοποιηθεί μαστίγιο απέναντι στους εργαζόμενους της χώρας με την πιο ισχυρή οικονομία και τους καλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη, οι 6.900 απολύσεις που προανήγγειλε η Ζίμενς θα τους κάνει σίγουρα να το ξανασκεφτούν.
Όποια κι αν είναι, πάντως, η κατάληξη των διαπραγματεύσεων για τη νέα κυβέρνηση της Γερμανίας, είτε στηθούν κάλπες είτε όχι (το δεύτερο είναι το πιο πιθανό), υπάρχουν δύο δεδομένα που πρέπει να επισημάνουμε: Πρώτον, ότι η κρίση είναι τόσο βαθιά και σαρωτική ώστε καμία χώρα, όσο σταθερή και ισχυρή και αν θεωρείται, δεν γλιτώνει από τη μήνη της. Δεύτερον, ότι η Δύση θα πρέπει να αναζητήσει κάποιον άλλο (ή κάποια άλλη) για να πάρει τον θρόνο του Ομπάμα, που ήδη είναι κενός. Ο Μακρόν, στον οποίο σπεύδουν να ποντάρουν πολλοί, είναι βέβαιο ότι θα τους απογοητεύσει, καθώς η θεση του στο εσωτερικό της Γαλλίας είναι πιο αδύναμη και επίφοβη σε σύγκριση με τη Μέρκελ.