του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Την επιβεβαίωση της προσήλωσης της ελληνικής κυβέρνησης στον ιμπεριαλιστικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, όπως αυτός διαμορφώνεται επί Ντόναλντ Τράμπ, θα σηματοδοτήσει η επίσημη επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ που θα γίνει το αμέσως επόμενο διάστημα. Αυτός άλλωστε είναι και ο κεντρικός στόχος της, αν και η κυβέρνηση δεν το ομολογεί. Επικοινωνιακά θα επιχειρήσει να παρουσιάσει την επίσκεψη ως εθιμοτυπικού χαρακτήρα, με γνώμονα την προσέλκυση αμερικανικών επενδύσεων. Ομως δεν είναι αυτή η ουσία της, αλλά η εμβάθυνση των δεσμών της χώρας στους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να παίξει το γνωστό παιγνίδι του «γεωπολιτικού παράγοντα», ενόψει και των διαπραγματεύσεων για την 3η αξιολόγηση.
Οι σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ θα πορευθούν στους γνωστούς άξονες, που έχουν χαραχθεί τις τελευταίες δεκαετίες στη βάση του γνωστού βορειοατλαντικού δόγματος. Δηλαδή τη σαφή προτεραιότητα στο στρατιωτικό-γεωπολιτικό σκέλος και στο οικονομικό επίπεδο, με έμφαση στα θέματα ενέργειας αλλά και επενδύσεων.
Αποκαλυπτική ως προς αυτό ήταν η πρόσφατη συνέντευξη του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ, που ξεκαθάρισε επακριβώς τα πράγματα. Οπως σημείωσε, «διατηρήσαμε ισχυρούς τους δεσμούς της συνεργασίας μας καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου έτους της θητείας μου στην Ελλάδα» (δηλαδή επι κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ). Οι δεσμοί αυτοί, όπως επισήμανε, βασίστηκαν «στη σαφή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στη συμμαχία με τις ΗΠΑ με βασικούς πυλώνες συνεργασίας τους τομείς της άμυνας, της ασφάλειας και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας». Μάλιστα ο Τζ. Πάιατ έγινε πολύ συγκεκριμένος, τονίζοντας ότι «σε όλα αυτά τα επίπεδα η συνεργασία μας συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση, και μπορώ να πω μάλιστα ότι τον τελευταίο καιρό έχει εντατικοποιηθεί και είμαστε πιο ενεργοί παρά ποτέ στη βάση της Σούδας, λόγω του μεγάλου αριθμού των επιχειρήσεων που κάνουμε στην Ανατολική Μεσόγειο και της προτεραιότητας της κυβέρνησης Τραμπ για τη στρατιωτική καταστροφή του ISIS».
Οι ΗΠΑ σε τίποτε δεν διαφοροποιούνται από την ΕΕ στα ζητήματα της μετατροπής της Ελλάδας σε χώρα ευκαιρίας για επενδύσεις. Υιοθετούν πλήρως τους στόχους των μνημονίων ώς προϋπόθεση γι’ αυτό και καλούν την ελληνική κυβέρνηση να κινηθεί αποφασιστικά σε αυτή την κατεύθυνση. Για αυτό, ακριβώς, ο Τζ. Πάιατ μίλησε για την αναγκαιότητα «συνέχισης των προσπαθειών για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων», προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να στείλει «ηχηρό μήνυμα» ότι προτεραιότητά της είναι ο «εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας και η προσέλκυση επενδύσεων». Πρόσθεσε ότι «στόχος ήταν και παραμένει η διερεύνηση ευκαιριών για νέες συνεργασίες μεταξύ αμερικανικών και ελληνικών επιχειρήσεων, η ενίσχυση των διμερών εμπορικών σχέσεων αλλά και η προσπάθεια να γίνει κατανοητό στους Αμερικανούς επενδυτές ότι η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα έχει αρχίσει να σταθεροποιείται».
Ειδική μνεία, φυσικά, έκανε ο Αμερικανός πρέσβης στα ενεργειακά ζητήματα, αφού παραμένουν βασικό στοιχείο της μεσοπρόθεσμης τακτικής των ΗΠΑ στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Όπως είπε, οι ΗΠΑ έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, «λόγω της στρατηγικής σημασίας της περιοχής» που «μπορεί να αναδειχθεί σε έναν ενεργειακό κόμβο, με τον αγωγό TAP, με τον προτεινόμενο αγωγό IGB, με τον προτεινόμενο τερματικό σταθμό Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG) στην Αλεξανδρούπολη». Μάλιστα, τόνισε με νόημα ότι «οι αμερικανικές εταιρείες έχουν να προσφέρουν σημαντική τεχνογνωσία για τους σταθμούς LNG στην Ελλάδα» και ότι «η ενέργεια αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι της επενδυτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή».
Τέλος, ο Αμερικανός πρέσβης δεν απέκρυψε ότι η Ελλάδα είναι για τις ΗΠΑ ένα πόλος παρέμβασης στη Βαλκανική χερσόνησο, ρόλο που έχει παίξει στο παρελθόν και κυρίως στην περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ.Σημίτη. Όπως σχολίασε ο Τζ. Πάιατ, «η επιστροφή της Ελλάδας στην οικονομική ανάπτυξη θα της δώσει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί πλήρως τις δυνατότητες του ρόλου της, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας προς τους γείτονές σας στα Δυτικά Βαλκάνια, ώστε να συνεχίσουν την πορεία τους προς τα ευρωατλαντικά θεσμικά όργανα, προς την ένταξη στην ΕΕ και προς το ΝΑΤΟ, εάν βέβαια το επιλέξουν».