30 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ «ΜΑΥΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ο χορός του Ντάου Τζόουνς με τις 23.000 μονάδες συμπίπτει με τα 30 χρόνια από την Μαύρη Δευτέρα», διαπίστωνε η εφημερίδα Γουόλ Στριτ Τζέρναλ την περασμένη Τρίτη, την ημέρα δηλαδή που ο βασικός δείκτης στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης «έσπαζε» και το φράγμα των 23.000 μονάδων, συνεχίζοντας ακάθεκτος το ράλι του. Για να επιτρέψει, έτσι, στον Τραμπ να περηφανεύεται ότι ποτέ άλλοτε οι αγορές δεν ήταν τόσο… ευτυχισμένες όσο είναι με αυτόν στον Λευκό Οίκο – δικαίως, αν μη τι άλλο, καθώς από τις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου 2016 μέχρι σήμερα, ο Ντάου και οι άλλοι δείκτες στο αμερικανικό χρηματιστήριο έχουν εκτιναχθεί κατά περίπου 25%!
«Πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος ενός ακόμη κραχ στις μετοχές όπως εκείνο της Μαύρης Δευτέρας;», ήταν το ερώτημα που διατύπωναν από την πλευρά τους οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, στην ανάλυση που δημοσιεύτηκε πριν λίγες ημέρες στο φύλλο τους, επιχειρώντας να προσγειώσουν όσους έχουν παρασυρθεί από τον οίστρο του Τραμπ. Για λογαριασμό τους, απαντούσε ένας βετεράνος της Γουόλ και στέλεχος μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, της UBS: «Η αγορά ήταν αμείλικτη το 1987. Και δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με σήμερα. Η κατάσταση μου θυμίζει κάπως τα όσα έχουμε δει φέτος», λέει ο Αρτ Κάσιν. «30 χρόνια μετά την Μαύρη Δευτέρα, μπορεί άραγε το χρηματιστήριο να γνωρίσει ένα νέο κραχ;», αναρωτιόταν με τη σειρά της και η ιστοσελίδα MarketWatch, η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς για δημοσιογράφους και αναλυτές που ασχολούνται με τα οικονομικά.
Τι συνέβη, λοιπόν, τη Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 1987, ώστε να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «μαύρη» που της έχει αποδοθεί, χωρίς ποτέ κανείς να τον έχει αμφισβητήσει; Πολύ απλά, εκείνη την ημέρα, ο Ντάου Τζόουνς γνώριζε τη μεγαλύτερη πτώση στην ιστορία του μέσα σε μία μόλις συνεδρίαση. Οι απώλειες έφτασαν στο 22,6% ή τις 508 μονάδες, κάνοντας πολλούς να πιστέψουν ότι είχε φτάσει η ώρα για ένα νέο, αν όχι χειρότερο 1929, που αυτή τη φορά θα σήμαινε τη συντέλεια των αγορών – και μαζί τους, του καπιταλισμού.
Μια απλή αναγωγή με βάση τα σημερινά δεδομένα, προκαλεί κυριολεκτικά δέος. Πράγματι, στην περίπτωση που συνέβαινε κάτι αντίστοιχο, θα μιλούσαμε για απώλειες άνω των 5.000 μονάδων, που θεωρητικά ισοδυναμούν με την «εξαέρωση» κάπου 4-5 τρις δολαρίων από την κεφαλαιοποίηση των εταιριών που είναι εισηγμένες στο αμερικανικό χρηματιστήριο. Καθώς δε είναι βέβαιο ότι μια τέτοια εξέλιξη θα είχε άμεση καταστροφική επίπτωση και στα άλλα χρηματιστήρια του πλανήτη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι συνολικές απώλειες θα άγγιζαν τα 10 τρις – ένα ποσό, δηλαδή, που ισοδυναμεί με το ΑΕΠ ολόκληρης της ευρωζώνης! Είναι, όμως, δικαιολογημένοι οι φόβοι ότι κάτι αντίστοιχο μπορεί να επαναληφθεί και σήμερα; Και αν ναι, μπορεί να οδηγήσει σε ολική και παταγώδη κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματιστηριακού και χρηματοπιστωτικού συστήματος;
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν όντως μεγάλες ομοιότητες με εκείνη την περίοδο (όπως και με τα χρόνια που προηγήθηκαν του ’29). Ακόμη χειρότερα δε, υπάρχουν ορισμένα νέα χαρακτηριστικά στις «αγορές» που, σε συνδυασμό με τα ασύλληπτα μεγαλύτερα μεγέθη, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένα κραχ θα ισοδυναμούσε κυριολεκτικά με… σοκ και δέος. Πολύ περισσότερο καθώς η Γουόλ (κυρίως) και άλλα χρηματιστήρια δείχνουν σαν να είναι εγκλωβισμένα σε μια… αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αν και όλοι έχουν καταλάβει τον κίνδυνο και το αναπόφευκτο, οι πάντες σχεδόν συνεχίζουν να βάζουν νέα κεφάλαια, από φόβο μήπως χάσουν και αυτά που έχουν βάλει ήδη, με αποτέλεσμα κάθε μέρα που περνά η φούσκα να μεγαλώνει.
Αξίξει να επισημάνουμε ότι της «Μαύρης Δευτέρας» του 1987 είχε προηγηθεί ένα ράλι διαρκείας μετοχών και δεικτών που κράτησε περίπου μία πενταετία. Σήμερα, αντιστοίχως, το ράλι έχει διαρκέσει ακόμη περισσότερο, μετρώντας ήδη σχεδόν οκτώ χρόνια. Τότε, το «καύσιμο» ήταν η μεγάλη τομή που σηματοδότησε ο «ριγκανισμός και θατσερισμός» στις καπιταλιστικές οικονομίες της εποχής, η οποία συνοδεύτηκε και από ένταση της παραγωγικότητας, μεγάλη αύξηση της αποσπόμενης υπεραξίας και άφθονο χρήμα λόγω των εκτεταμμένων φοροαπαλλαγών. Σήμερα, αντιστοίχως, η κινητήρια δύναμη στα χρηματιστήρια είναι τα δέκα και πλέον τρις δολάρια που έχουν τυπώσει οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Ιαπωνία και άλλες χώρες προκειμένου να ξεπεράσουν την κρίση που εκδηλώθηκε το 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Επίσης, τα τεχνικά διαγράμματα που αποτυπώνουν τους κλασικούς οικονομικούς και χρηματιστηριακούς «κύκλους» δείχνουν ότι όπως και τότε, έχει φτάσει η ώρα (για την ακρίβεια, έχει καθυστερήσει κιόλας αρκετά) για μια μεγάλης έκτασης «διόρθωση» στις μετοχές και τους δείκτες.
Κάπου εδώ, όμως, τελειώνουν οι ομοιότητες με το 1987 και αναδύονται δεδομένα τα οποία αλλάζουν το τοπίο και το καθιστούν κυριολεκτικά ανατριχιαστικό και μάλιστα για όλους: Για τους πάνω, που έχουν επιδοθεί ασύστολα στον χρηματιστηριακό τζόγο και σπρώχνουν εκεί το μεγαλύτερο μέρος από τα πλεονάζοντα κεφάλαιά τους, καθώς οι παραγωγικές επενδύσεις δεν τους διασφαλίζουν «αξιοπρεπές» ποσοστό κέρδους. Αλλά και για τους κάτω, μιας και τα διάφορα «επενδυτικά funds» παίζουν στη ρουλέτα των αγορών τις συνταξιοδοτικές και ασφαλιστικές εισφορές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, που απειλούνται με μία ακόμη βίαιη αναδιανομή πλούτου σε βάρος τους.
Ιδού, λοιπόν, τρία από αυτά τα διαφορετικά ή νέα δεδομένα σε σύγκριση με τα όσα συνέβαιναν πριν 30 χρόνια: Πρώτον, ο λόγος που αποτυπώνει τη σχέση ανάμεσα στην χρηματιστηριακή αξία μιας εταιρίας και τα κέρδη της (κλασικός δείκτης) δείχνει ότι σήμερα οι μετοχές είναι πολύ και αδικαιολόγητα πιο ακριβές έναντι του 1987, ενώ ιστορικά υπολείπονται μόνο της περιόδου που «έσκασε» η φούσκα των νέων τεχνολογιών, το 2000 και μπορούν να συγκριθούν μόνο την εικόνα πριν το Μεγάλο Κραχ του ’29.
Δεύτερον, τα λεγόμενα «παράγωγα», δηλαδή τα πάσης φύσης παράπλευρα προϊόντα που δεν διαπραγματεύονται ευθέως στα χρηματιστήρια αλλά αποτελούν κάτι σαν… στοιχήματα για την πορεία των γενικών και επιμέρους δεικτών, έχουν σήμερα ασύλληπτα μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνολική αξία αυτών των προϊόντων μόνο στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι φτάνει τα 4,5 τρις δολάρια, όταν η συνολική κεφαλαιοποίηση της Γουόλ αγγγίζει τα 19,5 τρις. Επιπλέον, σήμερα στις ΗΠΑ λειτουργούν 12 χρηματιστηριακές αγορές που υπάγονται σε συγκεκριμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, όμως την ίδια στιγμή υπάρχουν 30 εναλλακτικές πλατφόρμες, για τις οποίες οι κανόνες είναι από χαλαροί έως ανύπαρκτοι – πλατφόρμες στις οποίες μάλιστα αντιστοιχεί η πλειοψηφία των καθημερινών συναλλαγών, έναντι μόλις του 10% το 1987.
Τρίτον, πριν 30 χρόνια τα επιτόκια ήταν σχετικά υψηλά και έτσι, οι κεντρικές τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να τυπώσουν μαζικά χρήμα και να το ρίξουν στην αγορά άμεσα, κάτι που έκαναν για να στηρίξουν τα χρηματιστήρια μετά τη μεγάλη πτώση. Σήμερα, αντιθέτως, τα επιτόκια είναι σχεδόν μηδενικά, καθώς το σύστημα έχει σχεδόν εξαντλήσει τα αποθέματα αυτού του πανίσχυρου όπλου προκειμένου να στηρίξει τις τράπεζες και την επιχειρηματική κερδοφορία την προηγούμενη δεκαετία.
Και τελευταία διαφορά – αλλά όχι τελευταία σε σημασία: Τότε, ο καπιταλισμός βγήκε όχι απλώς ζωντανός αλλά ακόμη πιο δυνατός και κυριάρχησε σε όλο τον κόσμο επειδή μόλις δύο χρόνια αργότερα, αντί να κλονιστεί ο ίδιος εξαιτίας της «Μαύρης Δευτέρας» και των συνεπειών της, είδε να τελειώνει ο Ψυχρός Πόλεμος με την κατάρρευση του απέναντι στρατοπέδου, της ΕΣΣΔ και του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Τώρα, όμως, δεν έχει να ελπίζει σε κάτι ανάλογο, μιας και δεν υπάρχει αντίπαλο δέος – ακόμη και η Κίνα, στης οποίας τη διάλυση κάποιοι ποντάρουν, αποτελεί ουσιαστικά οργανικό κομμάτι του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ενώ το καθεστώς έχει πάρει τα μαθήματά του και κρατά πολύ γερά το χαλινάρι.
Με βάση όλα τα παραπάνω, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι οι πιθανότητες για ένα νέο κραχ στη Γουόλ Στριτ και τα άλλα χρηματιστήρια και μάλιστα σχετικά σύντομα, είναι κάτι παραπάνω από πιθανό. Αρκεί να μην συμπεράνουμε ότι θα οδηγήσει και στην ήττα του καπιταλισμού. Διότι μπορεί να συμβεί το ακριβώς αντίθετο: Να αποτελέσει τον καταλύτη για ακόμη μεγαλύτερη όξυνση των ανταγωνισμών και νέες πολεμικές συγκρούσεις, επιταχύνοντας την αντιδραστική στροφή σε βάρος του κόσμου της εργασίας.