Επί μισό σχεδόν αιώνα, ο Σόιμπλε διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις στη Γερμανία, αρχικά από το παρασκήνιο –ως εξ απορρήτων συνεργάτης του Κολ– και στη συνέχεια από το προσκήνιο, ως υπουργός Εσωτερικών και Οικονομικών. Η συνεισφορά του στην εξυπηρέτηση των στρατηγικών συμφερόντων της γερμανικής αστικής τάξης υπήρξε αποφασιστική.
του Γιώργου Παυλόπουλου
Με την πανηγυρική εκλογή του στην προεδρία της Βουλής –501 υπέρ σε σύνολο 705 βουλευτών– ο 75χρονος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ανέλαβε το τελευταίο, κατά πάσα πιθανότητα, πόστο του στη μακρά πορεία που έχει διαγράψει στη γερμανική πολιτική σκηνή. Αποτελεί, άλλωστε, το μακροβιότερο μέλος της Μπούντεσταγκ, στην οποία εκλέγεται αδιαλείπτως εδώ και μισό σχεδόν αιώνα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Πάνω από όλα, όμως, ενσαρκώνει την πολυτάραχη σύγχρονη ιστορία της Γερμανίας, όντας τόσο η ζωντανή της μνήμη όσο και ο πρωταγωνιστής στις τρεις πιο σημαντικές στιγμές αυτής της περιόδου. Πρόκειται για τις τρεις εκείνες στιγμές που, ουσιαστικά, μετέτρεψαν τη χώρα του από ηττημένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σε εκ νέου κυρίαρχη δύναμη της Ευρώπης: την επανένωση, την υιοθέτηση του ευρώ και τη διαχείριση της κρίσης που ξέσπασε μετά το 2008.
Ο Σόιμπλε αποδείχθηκε, με άλλα λόγια, ως ο πιο «καλός στρατιώτης» του γερμανικού κεφαλαίου ο οποίος, δρώντας πότε από το το παρασκήνιο και πότε στο προσκήνιο, έφερε με επιτυχία σε πέρας τα δύσκολα και επικίνδυνα καθήκοντα που του ανατέθηκαν. Γι’αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν κατάφερε ποτέ να γίνει καγκελάριος και να αξιοποιήσει το «δαχτυλίδι» της διαδοχής που του είχε δώσει ο Χέλμουτ Κολ το 1997, η γερμανική αστική τάξη μοιάζει να τον εμπιστεύεται περισσότερο από κάθε άλλο πολιτικό — ακόμη και από την ίδια την Μέρκελ, η οποία ήρθε κυριολεκτικά από το πουθενά και τον προσπέρασε πάνω στη στροφή της χιλιετίας, εκμεταλλευόμενη δύο καθοριστικά για τον ίδιο γεγονότα.
Το ένα ήταν η δολοφονική απόπειρα σε βάρος του, στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1990, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μείνει καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, δημιουργώντας μια εικόνα που για πολλούς, όσο κι αν δεν το παραδέχονταν δημοσίως, δεν μπορούσε να συνάδει με το μεγαλείο της Γερμανίας. Όσο για το άλλο, ήταν η ανάμιξή του στο σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα και αφορούσε την εισροή «βρόμικου χρήματος» στα ταμεία των Χριστιανοδημοκρατών από ένα γνωστό έμπορο όπλων, στο οποίο ο ίδιος παραδέχθηκε δημοσίως και ενώπιον της βουλής ότι πρωταγωνίστησε — υποβάλλοντας ταυτόχρονα την παραίτησή του από την ηγεσία της CDU και ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο προς την κορυφή για τη νυν καγκελάριο. Βεβαίως, η υπόθεση αυτή παραμένει σκοπίμως «θαμμένη» στα σκοτεινά αρχεία των πολιτικών αντιπάλων του αλλά και της συντριπτικής πλειοψηφίας των ΜΜΕ. Κι αυτό συμβαίνει επειδή φίλοι και εχθροί του δήθεν αδιάφθορου Σόιμπλε του αναγνωρίζουν τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει εντός και εκτός συνόρων και επιλέγουν συνειδητά να μην τον «κάψουν». Έχει να κάνει, όμως, και με το γεγονός ότι αυτή η «σκοτεινή» πλευρά της δράσης του τέως υπουργού Οικονομικών απειλεί να φέρει στην επιφάνεια μια συνήθη και εκτεταμμένη πρακτική του γερμανικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, με την οποία εξασφαλίζεται και εμπεδώνεται η άρρηκτη και οργανική σχέση του με τον αστικό πολιτικό κόσμο. Μια πρακτική που την έχουμε συναντήσει στην Ελλάδα, με τους «εθνικούς» εργολάβους και εφοπλιστές, αλλά και σε κάθε άλλη χώρα — της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης, όπως μαρτυρούν τα κατά συρρροή σκάνδαλα της Ζίμενς ή της Φολκσβάγκεν.
Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι ενώ το ένα χέρι του Σόιμπλε παρέμενε επί χρόνια βουτηγμένο στο …βάζο με το μέλι, με το άλλο κινούσε τα νήματα –αρχικά ως υπουργός Ειδικών Καθηκόντων του Κολ (1984) και στη συνέχεια ως υπουργός Εσωτερικών (1989)– στη, στρατηγικής σημασίας για τη γερμανική αστική τάξη, υπόθεση της επανένωσης των δύο Γερμανιών. Αυτός ήταν, μάλιστα, που οργάνωσε το 1987 την ιστορική επίσκεψη στο Δυτικό Βερολίνο του ηγέτη της ΓΛΔ, Χόνεκερ, η οποία από πολλούς θεωρήθηκε προάγγελος των συγκλονιστικών αλλαγών που έμελλε να συμβούν.
Επίσης, δεν είναι τυχαίο πως ήταν ο ίδιος ο οποίος, αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης για την επανένωση στις 31 Αυγούστου 1990, πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια να στεφθεί με επιτυχία το εξαιρετικά δύσκολο –αλλά εξίσου στρατηγικό για το κεφάλαιο της χώρας του– καθήκον της αντικατάστασης του μάρκου από το ευρώ. Κάτι που τελικά πήρε σάρκα και οστά με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992 στην ομώνυμη πόλη.
Η πολιτική «τριλογία» του Σόιμπλε (ο οποίος, στο ενδιάμεσο, είχε προλάβει να θέσει τις βάσεις για τη σκλήρυνση της κρατικής καταστολής, υιοθετώντας τη γραμμή της «μηδενικής ανοχής») έκλεισε με τον ρόλο του «κάιζερ» της γερμανικής οικονομίας, από το 2009 μέχρι πριν λίγες ημέρες. Συνέπεσε, άλλωστε, με τη σοβαρότερη και βαθύτερη κρίση που γνώρισε ο παγκόσμιος καπιταλισμός εδώ και αρκετές δεκαετίες, η οποία έλαβε δομικά χαρακτηριστικά — προκαλώντας εξαιρετικά επικίνδυνους κλυδωνισμούς και στο πιο φιλόδοξο οικοδόμημα που επιχείρησε να χτίσει στην ιστορία του, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη.
Σε αυτό το διάστημα, ο Σόιμπλε κατάφερε (όχι μόνος, βεβαίως) να πετύχει με ένα σμπάρο δύο τριγόνια: Αφενός, επέβαλε την πιο βίαιη και αντιδραστική ανακατανομή πλούτου υπέρ του κεφαλαίου συνολικά και των πλούσιων χωρών της ΕΕ ειδικότερα, σε βάρος του κόσμου της εργασίας και των πιο αδύναμων χωρών-μελών. Αφετέρου, επέκτεινε και ισχυροποίησε την ηγεμονία του γερμανικού κεφαλαίου έναντι των ανταγωνιστών του — σε βαθμό που αρκετοί να επιμένουν (όχι άδικα…) ότι βρισκόμαστε πλέον ενώπιον ενός Τέταρτου Ράιχ. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι και τα δύο τα κατάφερε αξιοποιώντας με μαεστρία και στο έπακρο τα δύο προηγούμενα επιτεύγματά του — τη δημιουργία της «μεγάλης Γερμανίας» και την υιοθέτηση του ευρώ.
Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα του Σόιμπλε, που θα του χαρίσει μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καπιταλισμού. Αυτό τον καθιστά ένα ιδιαίτερο πολιτικό, ο οποίος κατάφερε να μετατρέψει σε πολιτική πράξη τον συνδυασμό του νέου εθνικισμού και διεθνισμού από την πλευρά του (γερμανικού) κεφαλαίου. Και όχι, βεβαίως, ότι υπήρξε «άκαρδος» ή «άδικος» με την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, όπως ισχυρίζονται οι πάσης φύσης κήρυκες της εθνικής ανεξαρτησίας.