Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Ένα ακόμη σήριαλ διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών ξεκινά από αύριο Δευτέρα, με την κυβέρνηση να έχει ώς κεντρικό μότο το …«να τελειώνουμε στα γρήγορα», προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τη λήξη του προγράμματος δανεισμού τον ερχόμενο Αύγουστο. Αφήγημα, φυσικά, που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα. Αντιθέτως, αναμένονται νέοι φόροι, αλλαγή πρός το επαχθέστερο της εργατικής νομοθεσίας, «διορθώσεις» στο ασφαλιστικό, επιτάχυνση ιδιωτικοποιήσεων και επίθεση στο λαϊκό εισόδημα μέσω των «κόκκινων δανείων».
Η κυβέρνηση έχει ώς «κόρη οφθαλμού» τη διαβεβαίωση της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σύμφωνα με την οποία το ταμείο δεν θέτει θέμα λήψης νέων μέτρων αλλά και τις διαβεβαιώσεις του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τράμπ, σύμφωνα με τις οποίες θα στηρίξει το άνοιγμα της συζήτησης για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Όπως είπε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, «μετά τη συνάντηση που είχαν ο έλληνας πρωθυπουργός και η κ. Λαγκάρντ στις ΗΠΑ, το κλίμα διαμορφώνεται πάρα πολύ θετικά και έχουμε όλοι την εκτίμηση ότι πάρα πολύ σύντομα θα έχουμε τη δυνατότητα να ολοκληρώσουμε και τις διαδικασίες της τρίτης αξιολόγησης».
Για το ΔΝΤ, επισήμανε πως «η στάση της κ. Λαγκάρντ και η στάση του ΔΝΤ, ειδικά σε ό,τι αφορά το ζήτημα του αποκλεισμού της πιθανότητας για απαιτήσεις για νέα δημοσιονομικά μέτρα, αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ένα βήμα μπροστά σε αυτήν την προσπάθεια συνεργασίας που έχουμε με τους δανειστές και εταίρους μας και εκτιμάμε ότι φέρνει πάρα πολύ κοντά την ολοκλήρωση και της τρίτης αξιολόγησης, έτσι ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια και από τις αρχές του 2018 και μετά να ολοκληρώσουμε και τις συζητήσεις για την οριστική έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια». Όμως οι δηλωσεις Τράμπ και Λαγκάρντ αποτελούν νόμισμα με δύο όψεις, αφού από τη μια πλευρά το ταμείο θέτει τους όρους της επίτευξης των στόχων και της βιωσιμότητας του χρέους και ο Ντόναλντ Τράμπ κάλεσε, παράλληλα, την Ελλάδα να ολοκληρώσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα. Έτσι, λοιπόν, τα μόνα δεδομένα πάνω στα οποία πατάει η διαπραγμάτευση, είναι η αποδοχή από την ελληνική κυβέρνηση, τον περασμένο Ιούνιο, της αποπληρωμής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους για τα επόμενα 20 χρόνια και, φυσικά, οι συμφωνίες του Αυγούστου του 2015 που θα συνεχίσουν να εξειδικεύονται και σε αυτή τη διαπραγμάτευση.
Ένα από τα βασικα μέτωπα και προαπαιτούμενο για την αξιολόγηση ειναι το θέμα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και της γενίκευσης της «εισπρακτικης επίθεσης» από το τραπεζικό κεφάλαιο. Αποκαλυπτικός σε δηλώσεις του ήταν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Θεόδωρος Μητράκος, σημειώνοντας σε ομιλία του πως «διαθέτουμε το πιο λεπτομερές πλαίσιο διαχείρισης δραστηριότητας για την πώληση δανείων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 40 δισ. ευρώ στην τριετία είναι ο στόχος και επιτεύχθηκε. Η εργαλειοθήκη που μας χρειάζεται είναι διαθέσιμη. Άρα εκτιμώ ότι με τα εργαλεία αυτά μπορούμε να καλύψουμε και τις δεσμεύσεις μας». Ξεκάθαρος ήταν ο υποδιοικητής της ΤτΕ και εντολοδόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και στο ποια είναι τα «εργαλεία» αυτά. Οπως είπε, «αν δεν υπάρχουν ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί δεν μπορεί να γίνει αυτό. Ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί σημαίνει τιμωρώ τον κακοπληρωτή. Έχουμε εξαιρετικά υψηλό απόθεμα, 78% σε κόκκινα δάνεια».
Μία άλλη πλευρά της υπόθεσης αφορά το θέμα της παραμονής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Στην τελευταία του ομιλία στο Ινστιτούτο Μπρούκινγκς στις ΗΠΑ, ο Αλέξης Τσίπρας σημείωσε ότι «πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεχτικοί και θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να πάρουμε ζωτικής σημασίας αποφάσεις, ούτως ώστε να υπερκεράσουμε τον κίνδυνο του διχασμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Δήλωση που –όπως φημολογείται– παραπέμπει στο περίφημο σχέδιο αναβάθμισης σε νομισματικό ταμείο του λεγόμενου Μηχανισμού Οικονομικής Σταθερότητας. Θέμα που, φυσικά, δεν εξαρτάται από την ελληνική κυβέρνηση αλλά από τις «κόντρες» μεταξύ των δανειστών. Παρόλα αυτά, μία τέτοια εξέλιξη εκτιμάται ότι μόνον ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει για το ελληνικό θέμα: Την υπαγωγή της χώρας στις περίφημες «ειδικές πιστωτικές γραμμές στήριξης», που επαγγέλονταν και η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Δηλαδή, στο ακόμη μεγαλύτερο βάθεμα της δανειακής εξάρτησης, σε «θολή» έξοδο από το τρέχον πρόγραμμα, άρα και σε πιο μακροπρόθεσμη αντιλαϊκή επίθεση.