Αν οι πεζογράφοι χρησιμοποιούν την πένα τους ως καλέμι, επιχειρώντας σφυριά τη σφυριά να ανοίξουν μια ρωγμή στον σκοτεινό τοίχο που περιβάλει την ανθρώπινη ύπαρξη, ώστε να μπορέσουμε να δούμε από μια άλλη οπτική γωνία τον κόσμο, οι ποιητές χρησιμοποιώντας την πένα τους ως κοντάρι, μας σηκώνουν με ένα άλμα –σαν αυτό του επί κοντώ– τόσο ψηλά, που περνώντας πάνω από τον τοίχο έχουμε τον κόσμο στα πόδια μας.
Έτσι και η Κατερίνα Καριζώνη με τη νέα της ποιητική συλλογή Σκοτεινός χρόνος (εκδόσεις Καστανιώτης), μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τον κόσμο με διαφορετική ματιά, μας δημιουργεί ερωτήματα, διλλήματα και προβληματισμούς, μας καλεί να ψηλαφήσουμε μαζί ανοιχτές πληγές, αλλά και να μπούμε σε ακατοίκητες περιοχές της ιστορίας και της συλλογικής μνήμης.
Όμως η ποίηση της Κατερίνας Καριζώνη δεν είναι ποίηση φυγής από την πραγματικότητα, είναι «Ποίηση ενός μυστικού, αινιγματικού και αφώτιστου χρόνου, ο οποίος καταγράφεται και περιγράφεται με αλληγορίες και συμβολισμούς, μύθους και σπαραγμένα προσωπικά βιώματα», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της συλλογής, με έντεχνα σφιχταγκαλιασμένες λέξεις που ψηλαφούν σημάδια από τις δαγκωματιές του έρωτα, θα συμπληρώσουμε εμείς.
Πρόκειται για μια συλλογή που στα ποιήματά της –αν και δεν έχουν όλα το ίδιο ύφος– κυριαρχεί η λιτότητα των εκφραστικών μέσων και οι αφαιρετικές φόρμες με κύριο χαρακτηριστικό τη φειδωλή χρήση επιθέτων, ενώ η διαπραγμάτευση με την ιστορία και το σήμερα έχει έντονα στοιχεία αλληγορίας και είναι επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από το κίνημα του σουρεαλισμού.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής η Καριζώνη μας μεταφέρει στο Βυζάντιο, «μηνί Μαρτίω ινδικτιώνος του 1351, ημέρα που έγινε μια διαστροφή του κέρματος, πέσαν απότομα τα χάλκινα και ανέβηκε ο χρυσός κι έχασαν την αξία τους οι λιγοστές εισπράξεις» του φτωχού σαλδαμάριου-μπακάλη, για να μας μιλήσει όμως για το σήμερα.
Αντίθετα, στο τελευταίο ποίημα, το «Στρατώνι», ξεκινά να μας μιλά για το σήμερα «στα καφενεία πρέφα, στα μεταλλεία θάνατος» για να μας μεταφέρει στο παρελθόν όπου «ο ανθρακωρύχος έκλεβε παλιά δυναμίτιδα για τους αντάρτες και τη μετέφερε κρυμμένη μες τα ψάρια», για να καταλήξει στην αλληγορία, «άλλοτε πάλι μεταμορφωνόταν σε γλάρο / και πετούσε κρώζοντας παράφωνα / πάνω από τα νερά».
Στο «Προπατορικό λάθος» αντιπαραβάλλει την αντίσταση απέναντι στην απάθεια και την υποταγή, λέγοντας μας: «τα δένδρα είναι πανάρχαια πουλιά / που δεν τ’ αφήσαν να πετάξουν / τις κρίσιμες ώρες της δημιουργίας / κι εκείνα το αποδέχτηκαν. / Για αυτό έρχονται / και κουρνιάζουν στα κλαδιά τους τα πουλιά / που τότε αντισταθήκανε / κερδίζοντας τον ουρανό».
«Έξω ακούω να στήνουν το βάθρο της Άνοιξης», μας λέει σε πρώτο πρόσωπο στο ποίημα «Ιστορία», εκεί «όπου εκτέλεσαν πενήντα άτομα στην Κατοχή γιατί οι δικοί μας σκότωσαν έναν μολυβένιο στρατιώτη». Και στο γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο ποίημα με τίτλο «Κοσμογονία», μας υπενθυμίζει ίσως τη λειτουργία της τέχνης, «όταν τραβήχτηκαν στο τέλος τα νερά, φάνηκε η έρημος με τα ποιήματα».
Στο «Μετρό της Θεσσαλονίκης», μας περιγράφει πως αυτό «βυθίζεται στα ερείπια κάτω από την πόλη και φορτώνει τους νεκρούς εμπόρους, χρυσοχόους, τεχνίτες του χαλκού ακόμα και ραβίνους και μαυραγορίτες», ενώ ο ποιητής παρατηρεί «τους λιωμένους χάρτες να μιλούν για τον υδράργυρο που αναπνέουν οι εργάτες στις υπόγειες αρτηρίες».
Στο γραμμένο σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο ποίημα με τίτλο «Συρτάρια», μας μιλά για όλα όσα έχουμε ερμητικά κλειδωμένα μέσα μας: «Τα δάκρυα σου κύλησαν και λάδωσαν τις κλειδαριές / και τα κλειδιά γύρισαν όπως τα μαχαίρια / κι άνοιξαν ξάφνου τα συρτάρια στο σώμα / σαν πληγές».
Τα ποιήματα με τίτλο «Αρεόπολις», «The dancing plague» και «Το σχίσμα», μας μεταφέρουν πίσω στο χρόνο.
Το πρώτο μας μεταφέρει στα χρόνια που η Τουρκία και η Βενετία διεκδικούσαν την κυριαρχία τους στη θάλασσα και οι κακαβούληδες της Μάνης τραβούσαν με τεχνάσματα την προσοχή των ναυτικών και παγιδεύοντάς τους σε ξέρες τους λήστευαν φορώντας σιδερένιες χύτρες στο κεφάλι.
Το δεύτερο μας γυρίζει στα 1518 όπου το μολυσμένο σιτάρι προκαλούσε έκσταση και ξέφαντους χορούς «κι εσύ μου έγνεφες κρυφά να μη χορέψω. Δεν είναι γιορτή, μου λέγαν παρακλητικά τα μάτια σου, είναι η dancing plague, θα μολυνθείς».
Και τέλος το τρίτο, ακόμα πιο πίσω στα 1054, την ημέρα που έγινε το σχίσμα και αφορίστηκε η ανατολική εκκλησία από τον Πάπα και μαζί της ο Υπερκαινοφανής αστέρας που είχε κάνει την εμφάνιση του εκείνη τη μέρα και «έλαμπε πιο φωτεινός κι απ’ την ολόγιομη πανσέληνο κι οι αστρονόμοι έσβησαν τις λάμπες τους κι οι καρδινάλιοι σβήσαν τις επίσημες γραφές για το ύποπτο αυτό σημάδι όπως είπαν».
Αν και η λέξη χρόνος υπάρχει στον τίτλο της συλλογής, την συναντάμε μόνο σε τρία ποιήματα γραμμένα σε δεύτερο πρόσωπο: «Σε είδα κλεισμένο σε μια σταγόνα βροχής, …κι ο χρόνος δεν έχει την ίδια σημασία που του δίναμε», μας λέει στο «Φθινόπωρο» και «… δεν θα ξανασυναντηθούμε μου φώναξες, γιατί δεν υπάρχει χρόνος στο σύμπαν» στο ποίημα «Μνήμη», «κι έτσι πέρασε αμετάκλητα ο χρόνος» στο «Mother».
Στον ποιητικό χρόνο της συλλογής το παρελθόν συμπλέκεται με το παρόν ανακαλώντας κομμάτια της ιστορίας μέσα από ένα σύγχρονο κοίταγμα του κόσμου. Μιλώντας για το χτες αναφέρεται στο σήμερα και σκιαγραφεί το αύριο. Έτσι οι εποχές συνομιλούν άμεσα, χωρίς διαμεσολαβήσεις. «Ρωτάς τώρα που όλα τα ρολόγια έδειξαν φθινόπωρο», μας λέει στην «Αλληλογραφία», ενώ στο «Φθινόπωρο» διαβάζουμε: «ο τελευταίος ωρολογοποιός της πόλης / πέθανε μου φώναξες».
Η ποίηση της Καριζώνη, αρνούμενη να βουλιάξει στην παγίδα του ναρκισσισμού, δίνει χώρο στον αναγνώστη αγγίζοντας διαδρομές που αγωνιούν να ξαναδούν το νόημα του κόσμου και να φτιάξουν ένα καινούργιο όραμα.
ΒΑΣΊΛΗΣ ΤΣΙΡΆΚΗΣ