ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΟΥΚΟΥΛΗ
Μετά τους πανηγυρισμούς ήρθε η πόλωση
Η λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση κι η μαζικοποίηση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ απαιτούν ριζική κοινωνική αλλαγή, ο αστικός κόσμος κι οι Βρετανοί προετοιμάζονται και κρατούν τα Τάγματα Ασφαλείας σε εφεδρεία.
Η προέλαση του σοβιετικού στρατού προς την Ανατολική Ευρώπη αναγκάζει τους Ναζί να εκκενώσουν τη χώρα για να μη βρεθούν αποκομμένοι στην Ελλάδα. Ημέρα Πέμπτη 12 Οκτώβρη 1944 και ώρα 9:45 ο διοικητής Νοτίου Ελλάδος Χέλμουτ Φέλμυ, συνοδευόμενος από τον κατοχικό δήμαρχο Αθηναίων και τους εναπομείναντες Γερμανούς στρατιώτες καταθέτουν στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και παραδίδουν τα κλειδιά της πόλης. Η σβάστικα κατεβαίνει από την Ακρόπολη και οι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα γράφοντας τον επίλογο τρεισήμισι χρόνων σκληρής ναζιστικής κατοχής. Πριν ακόμα φύγουν οι τελευταίοι Γερμανοί ο λαός σπεύδει να ανακαταλάβει την καρδιά της πόλης. Οι Αθηναίοι ξεχύνονται ενθουσιασμένοι στους κεντρικούς δρόμους της πόλης κρατώντας ελληνικές, αλλά και συμμαχικές σημαίες και γιορτάζουν την απελευθέρωση από το φασισμό με χορούς, τραγούδια, εναγκαλισμούς. Πολίτες μαζί με γενειοφόρους αντάρτες και αντάρτισσες καβάλα σε άλογα, με παπάδες που κρατούσαν σημαίες του ΕΑΜ, με αετόπουλα με ξύλινα τουφέκια γιορτάζουν την Απελευθέρωση.
Σε αντίθεση με τους φόβους του αστικού στρατοπέδου περί βίαιων ταραχών και επικείμενης κατάληψης της πρωτεύουσας από τον ΕΛΑΣ, οι πρώτες μέρες μετά την υποχώρηση των Γερμανών χαρακτηρίζονται από πλήρη τάξη, τάξη που επέβαλλε ο ΕΛΑΣ. Η θέση του Άρη Βελουχιώτη εξάλλου στη σύσκεψη των καπεταναίων στη Λαμία (17/11/1944) πως οι Βρετανοί ετοιμάζουν επίθεση και συνεπώς έπρεπε να τους προλάβουν καταλαμβάνοντας την πόλη απορρίπτεται από την πλειοψηφία των παρευρισκομένων. Αυτή ήταν ίσως η μεγάλη χαμένη ευκαιρία που ενδεχομένως να άλλαζε την ιστορία όπως την ξέρουμε.
Η μάχη της «Ηλεκτρικής»
Ο ΕΛΑΣ παράλληλα δίνει σκληρές μάχες για να εμποδίσει τους Γερμανούς να καταστρέψουν τις βασικές υποδομές της χώρας. Στον Πειραιά μια μικρή γερμανική μονάδα επιχειρεί την ανατίναξη στρατηγικών σημείων του λιμανιού. Εκεί δίνεται η σπουδαία μάχη της Ηλεκτρικής. Κινητοποιούνται το 6ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, εαμίτες εργάτες του εργοστασίου και πλήθος κόσμου και έπειτα από πολύωρες συγκρούσεις όπου έχασαν τη ζωή τους 11 μαχητές σώζεται το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς (ΗΕΑΠ) στο Κερατσίνι που ηλεκτροδοτούσε όλη την πόλη.
Πίσω από τους πανηγυρισμούς ωστόσο, δεν μπορεί να κρυφτεί η πόλωση της ελληνικής κοινωνίας και η αγωνία για την επόμενη ημέρα. Μέσα στις 1264 μέρες κατοχής η ελληνική κοινωνία μεταμορφώθηκε δραματικά. Η οικονομική λεηλασία από τις δυνάμεις κατοχής προκάλεσε κοινωνικές ανακατατάξεις. Μια μεγάλη πλειοψηφία βρέθηκε εξαθλιωμένη μετρώντας χιλιάδες νεκρούς από την πείνα, ενώ νέα εύπορα στρώματα έκαναν την κρίση ευκαιρία και πλούτισαν ή επέκτειναν τις επιχειρήσεις τους επί Κατοχής. Ακόμα πιο σημαντική ήταν η αναδιαμόρφωση του πολιτικού χάρτη που συντελέστηκε μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Η κινητοποίηση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων και η μαζικοποίηση του εαμικού κινήματος και του ΚΚΕ και η συνακόλουθη ριζοσπαστικοποίηση του πληθυσμού διαμόρφωσαν νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες πάλεψαν τον φασισμό, διεκδίκησαν και κέρδισαν, και απαιτούσαν τώρα μια βαθιά ριζική κοινωνική αλλαγή. Στα 3,5 χρόνια της γερμανικής Κατοχής η Αθήνα δεν ήταν μια νεκρή πολιτικά πόλη. Αντιθέτως έλαβαν χώρα επανειλημμένα απεργίες, διαδηλώσεις, ενώ μεγάλο τμήμα του λαού και ειδικά της νεολαίας οργανώθηκε πολιτικά απ’ το ΕΑΜ σε πυρήνες αντίστασης με μια δραστηριότητα που ξεκινούσε απ’ τον πολιτισμό μέχρι την ένοπλη αυτοάμυνα.
Σε αυτό το πλαίσιο η εξόριστη κυβέρνηση, ο αστικός κόσμος και οι Βρετανοί φοβούνταν τη δυναμική του εαμικού κινήματος και μια ενδεχόμενη βίαιη κατάληψη της εξουσίας.
Η δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών, στους κόλπους του οποίου εντάχθηκαν όλες οι μη εαμικές οργανώσεις από τον Στρατιωτικό Διοικητή Αττικής Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο (πρώην αρχηγού της Χωροφυλακής στην κυβέρνηση Τσολάκογλου) ήταν αποκαλυπτικός των προθέσεων των αστών. Πραγματικός στόχος ήταν η αναχαίτιση του ΕΛΑΣ/ΕΑΜ και η δημιουργία στρατιωτικού στηρίγματος για την επιστροφή και εδραίωση της πολιτικής κυριαρχίας του παλαιού αστικού κόσμου. Για τον σκοπό αυτό τα μέλη των μη εαμικών οργανώσεων μεταξύ των οποίων και οργανώσεις συνεργαζόμενες με τα μισητά Σώματα Ασφαλείας, όπως η «Χ» είχαν ήδη εξοπλιστεί από τους Βρετανούς και στρατοπεδεύσει σε κεντρικά ξενοδοχεία της Αθήνας.
Παράλληλα τα Τάγματα Ασφαλείας βρίσκονται περιορισμένα και εν αναμονή στο στρατόπεδο στο Γουδί. Θα αποτελέσουν την εφεδρεία για την επικείμενη αναμέτρηση με το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, όπως αποδεικνύεται από την απορρόφηση ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας από την Εθνοφυλακή τον Δεκέμβριο του 1944. Όπως αναφέρει ο Γρηγορόπουλος, επιτελάρχης του Σπηλιωτόπουλου: «μόνον τα Τάγματα Ασφαλείας απετέλουν σοβαράν δύναμιν ικανήν να αντιμετωπίση τα εν τη πόλει των Αθηνών-Πειραιώς υπάρχοντα και καθημερινώς ενισχυόμενα ένοπλα τμήματα ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και συναφείς οργανώσεις (ΕΠΟΝ, ΟΠΛΑ κλπ).
Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ είχε όμως απελευθερώσει και εδραιώσει την εξουσία του σε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά και σε ολόκληρες συνοικίες στην πρωτεύουσα. Απαραίτητη για την επανάκτηση του πολιτικού ελέγχου κρίνεται επομένως η βρετανική βοήθεια (πολιτική, οικονομική και στρατιωτική). ‘Έτσι και όπως προβλεπόταν από την επιχείρηση «ΜΑΝΝΑ» η 2η Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών ρίπτεται στα Μέγαρα και σμίγει με άλλες βρετανικές μονάδες στην Αθήνα στις 14 και 15 Οκτωβρίου.
Η Αθήνα μοιάζει έτοιμη να εκραγεί. Γράφει ο Θεοτοκάς: «Έφτανε ένα σπίρτο για να πάρει η Αθήνα φωτιά σαν ένα δοχείο μπενζίνα. Τις επόμενες ημέρες ακολουθεί στους δρόμους της πόλης ένα παιχνίδι ανταγωνισμού και δημόσιας επίδειξης ισχύος των αντίπαλων στρατοπέδων. Στις 13 και 14 Οκτωβρίου το ΕΑΜ διοργανώνει ογκώδεις διαδηλώσεις, με κυρίαρχο αίτημα τη τιμωρία των προδοτών και συνθήματα υπέρ των Συμμάχων, της κυβέρνησης της Εθνικής Ενότητας και της Λαοκρατίας. Στις 15/10/44 απαντάνε με δική τους διαδήλωση ο αστικός κόσμος και οι «εθνικές» οργανώσεις με συνθήματα υπέρ της Μεγάλης Ελλάδας και την τιμωρία των Βουλγάρων για τα εγκλήματά τους στη Βόρεια Ελλάδα. Στα συλλαλητήρια αποκαλύπτεται το ταξικό χάσμα των δύο πλευρών. Το κλίμα εορτασμού διαλύεται, όταν ένοπλοι της οργάνωσης ΕΑΣΑΔ από τα ξενοδοχεία της Ομόνοιας «Ερμής» πυροβολούν εναντίον των διαδηλωτών του ΕΑΜ σκορπώντας νεκρούς και τραυματίες.
Οι μέρες της απελευθέρωσης ολοκληρώνονται με την έλευση της Ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Γ. Παπανδρέου συνοδεία του «Ιερού Λόχου» της Μέσης Ανατολής και του αντιστράτηγου R. Scobie το πρωί της 18/10/44. Μετά από την έπαρση της ελληνικής σημαίας στο βράχο της Ακρόπολης και τη δοξολογία στη Μητρόπολη ακολουθεί ο ιστορικός λόγος του πρωθυπουργού στην ασφυκτικά γεμάτη Πλατεία Συντάγματος που συνταράζεται με συνθήματα υπέρ της Λαοκρατίας, αναγκάζοντάς τον να αναφωνήσει το περίφημο πλην κίβδηλο «πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν».
Το βαθύ ρήγμα που δημιουργήθηκε στα χρόνια της Κατοχής δεν μπορεί και δεν πρόκειται να κλείσει.
Οι ματωμένες μέρες πριν από την Απελευθέρωση
«Πρώτη στο μόχτο στον αγώνα
και στη θυσία η γειτονιά.
Η Καλογρέζα, η Δραπετσώνα,
Η ματωμένη Κοκκινιά».
Σ. Μαυροειδή – Παπαδάκη
Οι τελευταίοι μήνες της ναζιστικής κατοχής στην Αθήνα ήταν και οι πλέον αιματηροί. Οι Γερμανοί στο πλαίσιο της «πολιτικής της διαίρεσης» παραχώρησαν εξουσίες στην κυβέρνηση Ράλλη, η οποία μαζί με μέρος του αστικού κόσμου συγκρότησε ένα αντικομμουνιστικό μέτωπο ενάντια στο ΕΑΜ και την Αντίσταση «με στόχο την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος» από τον εσωτερικό εχθρό. Η κλιμάκωση της βίας και της τρομοκρατίας που εγκαινίασε η κυβέρνηση Ράλλη με τις επιθέσεις στα πανεπιστήμια και στα νοσοκομεία αναπήρων, σημεία δηλαδή δράσης και στρατολόγησης του ΕΑΜ, έφτασε στο αποκορύφωμά της από την άνοιξη – καλοκαίρι του 1944. Το ΕΑΜ είχε ήδη αποφασίσει κάτω από τις νέες ασφυκτικές συνθήκες να μεταφέρει τον αγώνα από το κέντρο της πόλης στις φιλικά προσκείμενες στην Αντίσταση συνοικίες. Εναντίον αυτών των «κομμουνιστικών προπυργίων» οργανώθηκαν επιχειρήσεις τρομοκράτησης με σκοπό το ξερίζωμα της εαμικής αντιφασιστικής Αντίστασης.
Την άνοιξη του 1944 πλάι στις ομαδικές εκτελέσεις και τα βασανιστήρια εγκαινιάστηκε η πρακτική των «μπλόκων»: ολόκληρες συνοικίες της Αθήνας αποκλείονταν από τα τάγματα ασφαλείας, τους «Μπουραντάδες» και τους άνδρες της Ειδικής και αφού συγκεντρώνονταν όλοι οι κάτοικοι με την υπόδειξη των μασκοφόρων συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν ή εκτελούνταν πολίτες στη λογική της συλλογικής ευθύνης. Αξίζει να σημειωθεί πως οι Γερμανοί από το καλοκαίρι του 1944 τροφοδοτούν τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία με συλληφθέντες από τα μπλόκα, ενώ η δωσίλογη κυβέρνηση επεδίωκε να τσακίσει το εαμικό κίνημα με τις πλάτες των Γερμανών για να βρεθεί σε καλύτερες θέσεις μάχης μετά την Απελευθέρωση. Δεν είναι επομένως τυχαίο που τις τελευταίες μέρες της Κατοχής γράφονται οι μελανότερες σελίδες της.
Το ματωμένο καλοκαίρι του 1944 έγιναν μπλόκα στη Γούβα (4/7/44), στο Περιστέρι (6/7/44), στο Γκύζη (14/7/44), στα Πετράλωνα (12/7/44), στην Πετρούπολη (13/7/44), στην Καλλιθέα (24/7/44), στο Βύρωνα (7/8/44), στο Δουργούτι (9/8/44), στο Κουκάκι, στα Παλαιά Σφαγεία και στην Καλλιθέα (28/8/44) με αποκορύφωμα το μπλόκο της Κοκκινιάς (17/8/1944) στην πλατεία της Οσίας Ξένης με 200 εκτελεσμένους και 3.000 συλληφθέντες. Τα μπλόκα συνεχίζονται μέχρι και λίγες μέρες πριν την αποχώρηση των Γερμανών με το μπλόκο στο Αιγάλεω (29/9/1944) που είχε ως αποτέλεσμα 65-150 νεκρούς.
Οι αντιστασιακές οργανώσεις ΟΠΛΑ και ο ΕΛΑΣ Αθήνας, υποψιασμένοι για τις προθέσεις των αστών, επιδίδονται σε έναν αγώνα να διαλύσουν τα τάγματα και τις δωσιλογικές οργανώσεις πριν την Απελευθέρωση, παραμένοντας ωστόσο δέσμιοι των Συμφωνιών Λιβάνου – Καζέρτας και των λεπτών πολιτικών ισορροπιών.
Παρά την τρομοκρατία το ΕΑΜ και η Αντίσταση δεν έπαυαν να αυξάνουν την επιρροή τους. Οι εργατικές-προσφυγικές συνοικίες πλήρωσαν, ωστόσο, την ελευθερία με το αίμα τους. Από την προκήρυξη της Αχτιδικής Επιτροπής της ΚΟ Κοκκινιάς του ΚΚΕ που κυκλοφόρησε το βράδυ του μπλόκου: «Το αίμα σας θα το πάρουμε πίσω. Ορκιζόμαστε να συνεχίσουμε με πιότερη ορμή το μισοτελειωμένο σας έργο για τη λευτεριά του τόπου μας. Μονάχα όταν δώσουμε τα πάντα και τη ζωή μας ακόμα για τη συντριβή του κατακτητή, θα νικήσουμε…».