του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Η Ισπανία ήταν πάντα και παραμένει μία χώρα «αλλήθωρη». Κοιτάζει με το ένα της μάτι νοτιοδυτικά, πέρα από τον Ατλαντικό και κάτω από τη Μεσόγειο και με το άλλο μάτι βόρεια, πάνω από τα Πυρηναία προς την Ευρώπη. Κάθε ιδιαίτερη πτυχή της ισπανικής ιστορίας και της πολιτικής γεωγραφίας της συνδέεται με κάποιον τρόπο με αυτή την συνθήκη. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους ποικιλόμορφους εθνικισμούς που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του ισπανικού κράτους, αλλά επίσης και την ιστορία των απελευθερωτικών κινημάτων της.
Αν στην υπόλοιπη Ευρώπη, ο επαναστατικός ρεπουμπλικανισμός συγκροτήθηκε τον 19ο αιώνα γύρω από ένα συγκεντρωτικό σχέδιο, που αφορούσε την εθνική ενοποίηση γύρω από ένα κράτος, στην Ισπανία ήταν πρωτίστως ένα φεντεραλιστικό σχέδιο που πρότεινε την από-συγκέντρωση από την παλιά αυτοκρατορία. Η διαμάχη αυτή που βρίσκεται πίσω από την πολιτική υστέρηση του ισπανικού κράτους στον 20ο αιώνα, το οποίο είναι υποχρεωμένο να επικαλείται την αυτοκρατορική παράδοση για να παραμείνει ζωντανό και ενιαίο, κληρονομείται επίσης και από το επαναστατικό και το αριστερό κίνημα της Ισπανίας. Η μεγάλη επιτυχία ρευμάτων όπως η αναρχοσυνδικαλιστική CNT των 2 εκατομμυρίων μελών στον Εμφύλιο ή η διάδοχη CGT σήμερα, αλλά επίσης και των Podemos, βασίζεται επίσης σε αυτή την παράδοση.
Υπό αυτή την έννοια, το εθνικιστικό κίνημα της Καταλονίας μοιράζεται σειρά διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος, την ίδια στιγμή που αποτελεί αναμφισβήτητα ένα αστικό σχέδιο. Μέχρι πριν ορισμένα χρόνια το σχέδιο αυτό ήταν πλήρως ταυτισμένο με την ΕΕ, της οποίας ο καταλανικός εθνικισμός ήταν ο πιο ένθερμος οπαδός. Η προσδοκία για μία ενιαία «Ευρώπη των οικονομικών περιοχών» ήταν μόνιμη επωδός των δύο μεγάλων εθνικιστικών κομμάτων (του δεξιού CiU και του μικροαστικού αριστερού ERC), που αναμένοντας την ΕΕ να μειώσει την οικονομική και πολιτική κυριαρχία του ισπανικού κράτους είχαν υποστείλει τη σημαία της απόσχισης. Η κρίση διέψευσε πλήρως τις προσδοκίες τους και το αίτημα της ανεξαρτησίας προβάλλεται ολοένα πιο επιθετικά μετά το 2010.
Η αλλαγή προκάλεσε σημαντικές αλλαγές και στον πολιτικό χάρτη της Καταλονίας. Το CiU, που κυβερνά την περιοχή σχεδόν αδιάλειπτα από τον θάνατο του Φράνκο, διασπάστηκε ανάμεσα σε αυτούς που προωθούσαν τη ριζοσπαστικοποίηση του εθνικιστικού σχεδίου και εκείνους που δεν ήταν έτοιμοι να έρθουν σε ρήξη με την Μαδρίτη. Οι πρώτοι συγκρότησαν συνασπισμό με την εθνικιστική Αριστερά, η οποία από τη μεριά της πιεζόταν πολιτικά από την άνοδο των Podemos. Η δε αντιεθνικιστική καταλανική Δεξιά συγκρότησε το δικό της κόμμα, τους Ciutadans (Πολίτες), που πριν μεταξελιχθεί σε βασικό άρμα του ισπανικού φιλελευθερισμού, ξεκίνησε ως ένα καταλανικό κόμμα ενάντια στην ανεξαρτησία. Στις εκλογές του 2015, η εκτόξευση των Πολιτών στο 18%, αποδείκνυε ότι μέσα στην κρίση συγκροτήθηκε ένα αντίθετο αστικό μπλοκ.
Η παλίρροια των κοινωνικών αγώνων στην Ισπανία γέννησε κινήματα τα οποία συνδέθηκαν στενά με το αίτημα της ανεξαρτησίας. Στους «Αγανακτισμένους» της Καταλονίας εμφανίστηκαν απόπειρες σύνδεσης του εθνικιστικού με τον αντικαπιταλιστικό λόγο. Το CUP είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση, ωστόσο και η αναρχοσυνδικαλιστική CGT, που μετρά 40.000 μέλη στην Καταλονία, είδε ισχυρές τάσεις στο εσωτερικό της να φλερτάρουν με τον «αντικαπιταλιστικό» εθνικισμό. Το 2015 η απόπειρα δημιουργίας ενός «συνολικού δημοψηφίσματος», το οποίο θα έθετε γενικότερα ζητήματα δημοκρατίας και συμμετοχής απέτυχε. Παρότι το ζήτημα του δημοκρατισμού παραμένει ζωτικό στην Ισπανία, η οποία δεν έζησε ποτέ μια συνολική μεταπολίτευση, έστω στα ελληνικά πρότυπα, η αποτυχία αυτή αναδεικνύει συνολικά τα όρια των κινημάτων που κυριάρχησαν παγκόσμια την περίοδο εκείνη και εγκλωβίστηκαν σε μια ριζοσπαστική κριτική του εποικοδομήματος.
Η βαρβαρότητα του Ραχόι υποχρέωσε όλα τα αντικαπιταλιστικά ρεύματα, συμπεριλαμβανομένων των αναρχοσυνδικαλιστών, να συνταχθούν σε ένα κίνημα ενάντια στην καταστολή. Ωστόσο, η γενική απεργία της 3ης Οκτώβρη είχε μονομερώς εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Η ταξική εκδοχή χάθηκε μέσα στη θάλασσα των κίτρινων και κόκκινων σημαιών, που είχαν τη στήριξη της τοπικής κυβέρνησης. Καθώς η κλιμάκωση της ρήξης μοιάζει αναπόφευκτη, το αντικαπιταλιστικό κίνημα βρίσκεται αντιμέτωπο με μια δύσκολη εξίσωση: να απαλλαγεί από τα βαθύτατα αστικά χαρακτηριστικά του εθνικισμού (όπως ένας υφέρπων ρατσισμός προς φτωχότερες ισπανικές περιφέρειες), να εμποδίσει έναν διχασμό της εργατικής τάξης γύρω από το εθνικό ζήτημα και να στρέψει τα μαζικά αιτήματα για πολιτική δημοκρατία και συμμετοχή σε ταξική κατεύθυνση, που θα αμφισβητεί τον καπιταλισμό.
Οι προγνώσεις είναι μάλλον δυσοίωνες. Το αντικαπιταλιστικό κίνημα της Καταλονίας, αν και παραδοσιακά είναι το μαζικότερο της Ευρώπης, προέρχεται από δεκαετίες στρατηγικής ήττας. Η ενσωμάτωσή του στα εθνικιστικά κινήματα είναι πτυχή αυτής της ήττας. Οι συνθήκες πρωτόγνωρης πολιτικής κρίσης ωστόσο, αποτελούν μια από αυτές τις ιστορικές στιγμές κατά τις οποίες οι επαναστάτες καλούνται να κάνουν το πρόταγμά τους ηγεμονικό.