ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση απ’ τη γένεσή της δεν υπήρξε λίκνο της δημοκρατίας, της συνεργασίας και αλληλεγγύης, όπως επαίρονται οι υμνητές της. Στην πραγματικότητα, εγκαθιδρύθηκε ως αυταρχικός και εκμεταλλευτικός μηχανισμός των κυρίαρχων ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Στην εποχή της καπιταλιστικής κρίσης και της βίαιης επίθεσης του κεφαλαίου ο αντιδραστικός χαρακτήρας της ΕΕ βαθαίνει ακόμα περισσότερο.
Αντιδημοκρατικό στίγμα από τη γέννηση της ΕΕ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση απ’ τη γένεσή της δεν υπήρξε λίκνο της δημοκρατίας, της συνεργασίας και αλληλεγγύης, όπως επαίρονται οι υμνητές της, που μετεξελίχτηκε -«άγνωστο» πώς και γιατί- σε πεδίο εξοντωτικών ανταγωνισμών και αντιλαϊκών πολιτικών. Στην πραγματικότητα, εγκαθιδρύθηκε ως αυταρχικός και εκμεταλλευτικός μηχανισμός των κυρίαρχων ευρωπαϊκών μονοπωλίων, αφενός για να υπερασπίζει τα συμφέροντά τους, έναντι των άλλων διεθνών ανταγωνιστών, αφετέρου για να καταστείλει τις ισχυρές πολιτικές και κινηματικές δυνάμεις που προέκυψαν απ’ την αντιφασιστική αντιναζιστική πάλη, αλλά και για να αντιμετωπίσει την ΕΣΣΔ και τους συμμάχους της που περιβάλλονταν με την αίγλη της αντιφασιστικής νίκης και του «σοσιαλιστικού» πειράματος, το οποίο παρά τον εκφυλισμό του δεν είχε ακόμη αμαυρωθεί στη λαϊκή συνείδηση.
Ο πολιτικός μηχανισμός, με άξονες το Συμβούλιο Υπουργών και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελούσε υπερσυγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό, τεχνοκρατικό μηχανισμό, χωρίς κοινοβούλιο και εκλεγμένη κυβέρνηση, που δεν ήταν στοιχειωδώς προσπελάσιμος και ελέγξιμος απ’ τις λαϊκές μάζες, όπως τα κράτη των χωρών – μελών, ενώ δενόταν με χιλιάδες νήματα με ομάδες (lobbies) υποστήριξης των συμφερόντων των μονοπωλίων στις Βρυξέλλες. Το Ευρωκοινοβούλιο, εξάλλου, απ’ την εγκαθίδρυσή του ήταν σαφώς υποβαθμισμένο. Είχε κυρίαρχα συμβουλευτικό ρόλο και ελάχιστες, υποβαθμισμένες, αποφασιστικές αρμοδιότητες, ακολουθώντας την τάση υποβάθμισης και απορρόφησης της νομοθετικής απ’ την εκτελεστική εξουσία, εξέλιξη χαρακτηριστική και δομική στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Η κρίση υπερσυσσώρευσης απ’ τη δεκαετία του ’70 με διάφορες μορφές και φάσεις (πετρελαϊκή κρίση, τίγρεις της Ασίας, dot-com, δομική κρίση του 2008) που συνδέθηκε και με τη μετεξέλιξη του ιμπεριαλισμού σε ολοκληρωτικό καπιταλισμό, με κυρίαρχη μορφή ανάταξης της κερδοφορίας, την ποσοτικά και ποιοτικά αναβαθμισμένη εκμετάλλευσή της εργατικής τάξης, αλλά και την καταβύθιση των κοινωνικών, εργασιακών, οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων της, είχε ως αναπόδραστο αποτέλεσμα και όρο επιβολής την εντατικοποίηση του αυταρχισμού της αστικής εξουσίας. Αυτή η τάση εκδηλώθηκε εντονότερα στον υπερσυγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό, τεχνοκρατικό μηχανισμό εξουσίας της ΕΕ, που είναι μηδενικά εκτεθειμένος στην ετυμηγορία και τον έλεγχο του λαού.
Η ΕΕ ακολουθεί μια πορεία διαρκούς αυταρχικοποίησης. Λευκή βίβλος, Συμφωνία του Μάαστριχτ, Ευρωζώνη, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, Οικονομική Διακυβέρνηση, μνημονιακή πολιτική, εξουσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Τραπεζική Ένωση) επί των εθνικών τραπεζών, ένταση της στρατιωτικοποίησης, εχθρότητα και εγκλωβισμός των μεταναστών και προσφύγων σε άθλιες συνθήκες στην Τουρκία και Ελλάδα, ενίσχυση των ακροδεξιών δυνάμεων που πιέζουν για αυταρχικότερη πολιτική, «εμβάθυνση» της ΕΕ, ενίσχυση του οικονομικού και εξουσιαστικού κέντρου σε μιαν Ευρώπη πολλών ταχυτήτων.
Νέα αρχιτεκτονική για τα συμφέροντα των κυρίαρχων μονοπωλίων
Η αυταρχικοποίηση και αντιδραστικοποίηση της ΕΕ διανύει φάση μεγαλύτερης όξυνσης, που αναδεικνύει εντονότερα την ανεδαφικότητα της αντίληψης περί δυνατότητας προοδευτικών μετασχηματισμών στα πλαίσια της ΕΕ. Στη νέα φάση της δομικής καπιταλιστικής κρίσης, που ξεκίνησε το 2008, οξύνεται ο ανταγωνισμός των ηγετικών καπιταλισμών για σφαίρες επιρροής, ενεργειακές ροές, πρώτες ύλες, αγορές, ακόμη κα για περιχαράκωση (προστασία) εθνικών χώρων και ζωτικών επιχειρηματικών κλάδων. Ακραία έκφραση αυτών των ανταγωνισμών είναι οι αμοιβαίες απειλές για περιορισμό του επεκτατισμού, όχι μόνον απ’ τον «εθνικιστή» Τραμπ που αναγγέλλει δασμούς 50% στις εξαγωγές της Κίνας στις ΗΠΑ, αλλά και απ’ την ΕΕ, που ενώ αναγορεύεται σε προστάτιδα του ελευθέρου εμπορίου, εκπονεί νομοθεσία με την οποία θα μπλοκάρονται οι απόπειρες εξαγοράς στρατηγικών επιχειρήσεων και «εθνικών πρωταθλητών».
Παράλληλα, η συνεχιζόμενη λιτότητα στην ΕΕ, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, η ένταση της ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ χωρών και μεγαλύτερων περιφερειών ενισχύει τις εθνικιστικές και ακροδεξιές τάσεις και απ’ την αδυναμία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να γονιμοποιήσει αυτές τις αντιθέσεις. Στην αντιμετώπιση αυτών των αντιθέσεων η ΕΕ ακολουθεί μια ακόμη πιο αντιδραστική και αντιλαϊκή πολιτική. Θωρακίζεται απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές της. Ενισχύει το συγκεντρωτικό χαρακτήρα της, όπως και οι χώρες – μέλη της, για να αποτραπούν οι αποσχίσεις.
Η σκληρότατη στάση της κυβέρνησης Ραχόι (άρση της αυτονομίας) κατά του αυτονομιστικού κινήματος της Καταλονίας, με κάλυψη της ΕΕ, επιβεβαιώνει αυτή την εκτίμηση. Όπως και η απροθυμία των Βρυξελλών να ικανοποιήσουν τη διεκδίκηση ευνοϊκών ρυθμίσεων απ’ τη Βρετανία ακριβώς για να αποθαρρύνουν παρόμοιες επιλογές από αστικές τάξεις άλλων χωρών – μελών, αλλά και το δικαίωμα των λαών για τον κρατικό και πολιτικό αυτοκαθορισμό τους. Η ενίσχυση εθνικιστικών ακροδεξιών δυνάμεων ωθεί τον άξονα της πολιτικής και των ηγεμονικών πολιτικών δυνάμεων (κεντροδεξιά, κεντροαριστερά) πλησιέστερα στην ακροδεξιά ατζέντα. Η παράταση και κλιμάκωση των λαϊκών προβλημάτων και η αδυναμία – απροθυμία ριζικής επίλυσής τους απ’ το σύστημα οξύνει προληπτικά, αλλά και αποτρεπτικά τον κατασταλτικό παράγοντα σ’ ένα σταδιακά κανονικοποιούμενο κράτος έκτακτης ανάγκης. Οι εργατικές αντιδράσεις στις προωθούμενες αντιδραστικές νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις του Μακρόν, αν και δεν κορυφώθηκαν, αποτέλεσαν το άλλοθι για τον εξοπλισμό της αστυνομίας, με ανεξέλεγκτες αυταρχικές εξουσίες στην αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων.
Παράγοντα που ενισχύει τη συγκεντρωτική τάση «κρατικοποίησης» σταδιακά των θεσμικών μηχανισμών της ΕΕ, με πρώτο αποφασιστικό βήμα την ανάδειξη υπουργού Οικονομικών και με καθιέρωση του κρατικού προϋπολογισμού, αποτελεί η συγκριτική αδυναμία της ΕΕ στον οξυνόμενο ανταγωνισμό με τους άλλους ηγετικούς καπιταλισμούς να αντιπαρατάξει ένα ενιαίο, ισχυρό και συγκεντρωτικό κράτος στα πανίσχυρα και αντιδραστικά κράτη τους, που αποκτούν στρατηγικό και επιτελικό ρόλο στις οξυνόμενες καπιταλιστικές αντιθέσεις.
Παρά την «προφητεία» των αστών αναλυτών μετά το «θρίαμβο» του 1989 ότι η παγκοσμιοποίηση θα οδηγούσε σ’ έναν κόσμο ειρήνης, αφού απ’ τη φύση της αποτελεί παράγοντα αποτροπής των πολέμων, οι πόλεμοι όχι μόνο δεν εξαλείφονται, αλλά τουναντίον, στην περίοδο της όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών αυξάνονται και γενικεύονται, ενώ μεγαλώνει ο κίνδυνος να μη γίνονται πλέον, μόνο δι’ αντιπροσώπων, αλλά και με απευθείας αναμέτρηση των ηγετικών καπιταλισμών. Στη νέα κούρσα εξοπλισμών μετέχει δραστήρια και η ΕΕ επενδύοντας ανά χώρα το 2% περίπου του ΑΕΠ σε πολεμικές δαπάνες με πρώτη και καλύτερη τη χώρα μας, η οποία παρά τα αιματοβαμμένα μνημόνια δαπανά το 2,35% του μειωμένου ΑΕΠ της για πολεμικές δαπάνες, ενώ ο σατραπίσκος Τσίπρας δεν παρέλειψε να προσφέρει στο «μέγα βασιλέα» Ν. Τραμπ το πλουσιοπάροχο δώρο των 2,4 δισ. για τον επανεξοπλισμό των F-16. Παράλληλα, η ΕΕ προωθεί την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών στρατιωτικών μηχανισμών (ευρωστρατός, ευρωπαϊκοί μηχανισμοί μάχης, ευρωστρατηγεία επεμβάσεων, ακτοφυλακή – συνοριοφυλακή στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο), ενώ και κράτη – μέλη της, με προεξάρχουσα τη Γαλλία, επεμβαίνουν στρατιωτικά σε μια σειρά χώρες (Συρία, Λιβύη, Υποσαχάρια Αφρική, Αφγανιστάν κ.ά.), όπου οι συγκρούσεις παρατείνονται και αναζωπυρώνονται.
Ο μακρόχρονος πόλεμος και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις συνδυάζονται με την καθολική επίθεση στο επίπεδο ζωής και στα δικαιώματα των εργατικών – λαϊκών στρωμάτων, στις ελευθερίες και στο επίπεδο των ιδεών με την τάση μιας διαρκούς ή επαναλαμβανόμενης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, που κλιμακώνεται με παραχώρηση αυξημένων αρμοδιοτήτων και πρωτοβουλιών στην αστυνομία και με συνεχείς αστυνομικές «αντιτρομοκρατικές» επιχειρήσεις, με όλο και πιο συχνή αξιοποίηση του στρατού σ’ αυτές (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ισπανία και στην υπό ένταξη Τουρκία).
Παράλληλα, στο όνομα αντιμετώπισης της τρομοκρατίας εντείνονται τα μέτρα καταστολής και οι διακρίσεις εις βάρος μουσουλμάνων πολιτών, αλλά και μεταναστών και η συστηματική απώθηση ή και επαναπροώθησή τους στις χώρες – αποθήκες ψυχών, Ελλάδα και Τουρκία, που στοιβάζονται σε hot – spots, στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αν δεν πνιγούν απ’ τους θαλασσοπνίχτες των διακινητών. Η βάρβαρη και αντιδραστική αυτή πολιτική του πολέμου, της κρατικής τρομοκρατίας, των διακρίσεων, της κατάργησης δικαιωμάτων έχει ως άλλοθι την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, την ασφάλεια, την «προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Στην πραγματικότητα, κύρια αποστολή αυτής της αντιδραστικής πολιτικής είναι η αντιμετώπιση της κρίσης με την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, την απόσπαση αυξημένης υπεραξίας από τους εργαζόμενους, την προληπτική τρομοκρατία και καταστολή των λαϊκών αντιδράσεων και διεκδικήσεων εναντίον της ακολουθούμενης υπερεκμεταλλευτικής πολιτικής, αλλά και με την υποχώρηση στην ξενοφοβική ενισχυόμενη ατζέντα.
Το οικονομικοπολιτικό κατεστημένο στην ΕΕ, με ηγεμονικό το γερμανικό, στις συνθήκες βαθιάς κρίσης στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, στην όξυνση των ενδοΕΕ όπως και των εθνοκρατικών αντιθέσεων, αλλά και των διεθνών ανταγωνισμών, σχεδιάζει χωρίς να έχει καταλήξει, μια νέα αρχιτεκτονική, που θα εξυπηρετεί πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα των κυρίαρχων μονοπωλίων, πρώτιστα της γερμανικής βάσης, με νεοφιλελεύθερα και αντιδημοκρατικά υλικά. Με την ήδη κατατεθειμένη «Λευκή βίβλο» των πέντε προέδρων των βασικών θεσμών της ΕΕ και τις προτάσεις της Κομισιόν, προβλέπεται ενίσχυση των κεντρικών θεσμών της ΕΕ με στοιχεία κρατικής μορφής, όπως η καθιέρωση κάποιας μορφής προϋπολογισμού και η θέσπιση υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης. Οι πιο αισιόδοξοι, όπως οι Έλληνες ευρωλιγούρηδες πολιτικοί και δημοσιολόγοι, ευελπιστούν ότι αυτοί οι θεσμοί θα αποτελέσουν την αφετηρία μιας πορείας προς μία ομοσπονδιακή ΕΕ. Θεσμολάγνοι όντες και αγνοώντας την καθοριστική δύναμη του κεφαλαίου, ιδίως στο σύγχρονο καπιταλισμό, φαντασιώνονται μια ομόσπονδη Ευρώπη, με ισότιμα κράτη, που ισότιμα ανεξάρτητα απ’ τη δύναμή τους, θα αποφασίζουν για τα κοινά της ΕΕ. «Κούνια που τους κούναγε»! Καμιά θεσμική αστική ισοτιμία σε ομόσπονδο ή ενιαίο κράτος δεν οδηγεί σε πραγματική πολιτική και οικονομική ισοτιμία. Η οικονομική και πολιτική δύναμη καθορίζονται απ’ τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η ομόσπονδη κρατική μορφή των ΗΠΑ δεν έσωσε τη βόρεια παραδοσιακή βιομηχανική ζώνη απ’ την παρακμή και την πτώχευση. Τα ομόσπονδα κρατίδια στο έδαφος της πρώην Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας, λόγω και της καταλήστευσης των παραγωγικών δυνάμεων απ’ το δυτικογερμανικό κεφάλαιο, είναι σαφώς υποβαθμισμένα, πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά. Σ’ αυτό το έδαφος αλίευσε τη μεγάλη άνοδό της στις πρόσφατες εκλογές η Ακροδεξιά. Παραμελημένος παραμένει και ο Νότος στην ενιαιοκρατική Ιταλία και πάει λέγοντας.
Απεναντίας, αν και οι ζυμώσεις της νέας αρχιτεκτονικής συνεχίζονται, αυτή θα ενισχύσει το έλλειμμα δημοκρατίας και την ανισομετρία. Έτσι, γίνεται λόγος για ΕΕ διαφορετικών ταχυτήτων, τουτέστιν για παγίωση και ένταση της ανισομετρίας, αφού η Γερμανία στην κρίση και στην ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού δεν θα είναι καθόλου πρόθυμη να μειώσει το εξαγωγικό της πλεόνασμα στους ανίσχυρους εταίρους, τις περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης και της ΕΕ, όπως η Ελλάδα. Εάν θεσμοθετηθούν ενιαιοκρατικοί θεσμοί στην κατεύθυνση της λεγόμενης «εμβάθυνσης» κρατικού τύπου, όπως ο προϋπολογισμός, ο υπουργός Οικονομίας, η κοινή διεθνής πολιτική, αυτή η εξέλιξη θα εξυπηρετεί πρώτ’ απ’ όλα τα συμφέροντα του ηγετικού γερμανικού καπιταλισμού. Για παράδειγμα, η ελάχιστη «ελευθερία» μιας ελληνικής κυβέρνησης να συνάπτει εξοπλιστικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και να μην προτιμά τη γερμανική ή τη γαλλική αγορά, θα αποκλείεται και θεσμικά και όχι μόνο με τη δύναμη της οικονομίας. Οι όποιες ενιαιοκρατικές δομές θα εντείνουν τη δύναμη του ισχυρού, θα προσφέρουν νέα θεσμικά όπλα στα κυρίαρχα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια και στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Επιχειρήσεις και τεχνοκράτες στην εξουσία
ΥΠΟΠΤΟΙ «ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ» ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Αλλά η αυταρχικοποίηση την οποία απαιτούν στο βωμό της ενίσχυσής τους τα κυρίαρχα μονοπώλια της ΕΕ έχει συνέχεια. Η Διατλαντική Ένωση (ΤΤΙΡ) ΗΠΑ-ΕΕ, της οποίας οι όροι, κατά απαίτηση Τραμπ, επανεξετάζονται, όταν πραγματοποιηθεί θα συρρικνώσει έτι περαιτέρω, την όποια αυτεξουσιότητα, ιδίως των περιφερειακών χωρών – μελών της ΕΕ. Θα πρόκειται για μιαν ιστορική εξέλιξη, αφού σ’ αυτήν την οικονομική σχέση, το μεγάλο κεφάλαιο θα συρρικνώνει τη διαμεσολάβηση του αστικού κράτους ή θα στρέφεται και εναντίον του. Κορυφαίος όρος της συμφωνίας είναι η δυνατότητα των μονοπωλίων να ενάγουν σε ειδικό δικαστήριο το κράτος, αν θεωρήσουν ότι βλάπτει, κατά την εκτίμησή τους, τα συμφέροντά τους. Επί παραδείγματι, μια χώρα-μέλος θα είναι δυνατόν να καταδικαστεί από ένα τέτοιο δικαστήριο, αν απαγορέψει την εισαγωγή μεταλλαγμένων προϊόντων απ’ τις ΗΠΑ. Επιπλέον, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός και με έμφαση η ΕΕ, αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό έως και αρνητισμό βασικούς αστικοδημοκρατικούς θεσμούς, όπως οι εκλογές, το δημοψήφισμα, αλλά και τα αστικά κόμματα, ενώ με κυμαινόμενη εύνοια περιβάλλουν την τεχνοκρατία. Το σύγχρονο κεφάλαιο προσάπτει υποκειμενισμό, ασυνέπεια, ιδιοτέλεια στους φορείς της αστικής πολιτικής, κυρίως λόγω της έκθεσής τους στη λαϊκή ετυμηγορία και της προσπάθειας προσεταιρισμού της. Είναι χαρακτηριστική η εκπαραθύρωση με πρωτοβουλία της ΕΕ του Γ. Παπανδρέου όταν για δημαγωγικούς λόγους, επιχείρησε την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος. Απεναντίας, το κεφάλαιο προτιμά τους τεχνοκράτες και τους τεχνοκρατικής αντίληψης πολιτικούς, επειδή θεωρεί ότι έχουν αντικειμενική αντίληψη περί τΗς εύρυθμης και απρόσκοπτης λειτουργίας της αγοράς, ανεπηρέαστοι απ’ τις λαϊκές απαιτήσεις. Γι’ αυτό, οι τεχνοκράτες χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στα επιτελεία των πολιτικών (ειδικά η Κομισιόν χρησιμοποιεί χιλιάδες τεχνοκράτες σε επιτροπές μελέτης των βασικών θεμάτων), τεχνοκράτες (Μακρόν, Παπαδήμος, Στουρνάρας κ.ά.) προωθούνται σε κορυφαίες πολιτικές θέσεις ή αντίστροφα, πολιτικοί διακριθέντες στη στυγνή τεχνοκρατική, κοινωνικά ανάλγητη διαχείριση, επιλέγονται σε κορυφαία πόστα κυρίαρχων μονοπωλίων.
Τέλος, η ΕΕ όχι μόνο δεν αμβλύνει τις μορφές εποπτείας του Δημοσιονομικού Συμφώνου, αλλά στην κρίση και τον διεθνή ανταγωνισμό θα τις εντείνει. Χαρακτηριστική είναι η επιβολή των εξοντωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων, ύψους 3,5% για μια πενταετία που θα πληρώσει ο καθημαγμένος ελληνικός λαός.
ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ
Μαύρο φάντασμα
πάνω απ’ την Ευρώπη
Παρόλο που η ΕΕ αυτοανακηρύσσεται θεματοφύλακας της δημοκρατίας, των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων έχει εντεινόμενο αντιδημοκρατικό χαρακτήρα, όπως προαναφέρθηκε, που επιβεβαιώνεται και απ’ τη μικρότερη ή μεγαλύτερη ενίσχυση της Ακροδεξιάς σ’ όλες σχεδόν τις χώρες-μέλη της. Αυτή η αντιδραστικοποίηση διευρύνεται και βαθαίνει απ’ την ανοχή ή και στήριξη που παρέχει η ΕΕ ως θεσμός σε αντιδραστικά καθεστώτα, αλλά και απ’ το γεγονός ότι τα συντηρητικά κόμματα υιοθετούν στοιχεία της ακροδεξιάς ιδεολογίας και πολιτικής, για να επιβιώσουν. Έτσι, ο άξονας της πολιτικής συνολικά στρέφεται δεξιότερα. Ανησυχητικό, ακόμη είναι και το φαινόμενο συμμετοχής στους κυβερνητικούς σχηματισμούς ακροδεξιών κομμάτων. Στη Βουλγαρία το Μάιο του 2017 εντάχθηκε στην κυβέρνηση ο συνασπισμός τριών «πατριωτικών» κομμάτων στα οποία κυριαρχούν οι εθνικιστές, οι αντισημίτες και οι εχθροί των Ρομά. Στην Αυστρία, στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση δεύτερη δύναμη αναδείχτηκε το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας, που προαλείφεται να συγκυβερνήσει με το νεοφιλελεύθερο ξενοφοβικό Λαϊκό Κόμμα. Στις ουγγρικές εκλογές του 2014 το εθνικιστικό ξενοφοβικό κόμμα Fides 2 του Β. Ορμπάν πρώτευσε στις εκλογές με ποσοστό 44% και σχημάτισε κυβέρνηση.
Η ΕΕ δεν φαίνεται να ενοχλείται από παρόμοια φαινόμενα και συνεργάζεται χωρίς προβλήματα και με τέτοιου είδους κυβερνήσεις. Ακόμα, η ΕΕ υποστήριξε την κυβέρνηση της Ουκρανίας, στην οποία συμμετείχαν φιλοναζιστές ενταγμένοι στο Δεξιό Τομέα ή στο Κόμμα Σβόμποντα. Αλλά και με το σχεδόν δικτατορικό καθεστώς του Ερντογάν, παρά τις περιοδικές οξύνσεις, η ΕΕ και η Γερμανία διατηρούν κανονικές σχέσεις, χωρίς να αίρεται η θέση της Τουρκίας ως υποψήφιου μέλους τα ΕΕ. Περιέργως, οι ιθύνοντες της ΕΕ θριαμβολογούν για τι το 2016 στις προεδρικές εκλογές της Αυστρίας ο οικολόγος Αλεξάντερ Μπέλεν νίκησε τον ακροδεξιό Νόρμερτ Χόφερ που έλαβε ένα ποσοστό του 46,7%, το οποίο εμφανίζει διαιρεμένη την Αυστρία. Αλλά και στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας οι ίδιοι κύκλοι πανηγύρισαν για τη νίκη του Μακρόν, αν και η ακροδεξιά Λεπέν έλαβε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 33,9% των Γάλλων ψηφοφόρων. Η ΕΕ και το κεφάλαιο δεν ανησυχούν για τα επαναλαμβανόμενα υψηλά ποσοστά της ακροδεξιάς, πόσω μάλλον αφού συνδυάζονται με τη μείωση των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων στις περισσότερες χώρες. Στην ίδια τη Γερμανία το ακροδεξιό AFD μετά από σταθερή άνοδο έφτασε στο 12,6% αναγκάζοντας τη Μέρκελ σε αντιμεταναστευτικές επιλογές για να αντιρροπήσει τις απώλειες των Χριστιανοκοινωνιστών συμμάχων της. Υψηλά ποσοστά έχει το ακροδεξιό κόμμα Γιόμπικ (20% περίπου) στην Ουγγαρία, το Κόμμα Προόδου στη Νορβηγία (15,2%) αλλά και ο Βίλντερς στην Ολλανδία με 13,1%. Δεν είναι ευκαταφρόνητο το ποσοστό (8,8%) του Κόμματος των Φινλανδών, ενώ μετά μια απότομη άνοδο, η Χρυσή Αυγή έχει σταθεροποιηθεί στο 7%.
Οι συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στην ΕΕ με την πολιτική λιτότητας, αντικειμενικά, ενισχύουν την ακροδεξιά, αλλά και σκόπιμα, ως παράγοντα ανάσχεσης του κινήματος και της Αριστεράς.