του Γιώργου Παυλόπουλου
Η εφαρμογή του νόμου και η ασφάλεια των πολιτών είναι μια ατζέντα χωρίς ιδεολογία. Δεν μπορεί να υπάρχει ελευθερία χωρίς ασφάλεια και προσωπικά είμαι αποφασισμένος να αποκαταστήσω τον νόμο και την τάξη στη χώρα». Εντελώς κυνικά, ο Μητσοτάκης έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα από το αστυνομικό τμήμα της Πεύκης το οποίο επισκέφθηκε μετά την επίθεση με μολότοφ που είχε δεχθεί τα ξημερώματα της ίδιας ημέρας — προϊδεάζοντας, παράλληλα, για την πολιτική που προτίθεται να εφαρμόσει όταν και εφόσον γίνει κυβέρνηση.
Ο αρχηγός της ΝΔ δεν αναφερόταν, φυσικά, αποκλειστικά στο συγκεκριμένο περιστατικό, ούτε είναι ο μόνος που κρατά τη συγκεκριμένη στάση. Ανάλογες δηλώσεις είχαν κάνει άλλα στελέχη του κόμματός του και της υπόλοιπης αντιπολίτευσης μετά την εισβολή στο γραφείο ενός γιατρού του Ευαγγελισμού που κατηγορείται πως είναι …εθισμένος στα φακελάκια. Αντίστοιχα λόγια χρησιμοποιήθηκαν μετά τα επεισόδια που ακολούθησαν τη συγκέντρωση των Χρυσαυγιτών στο Σύνταγμα, με αφορμή και τον ξυλοδαρμό τριών σπουδαστών στρατιωτικής σχολής. Παρόμοιο το κλίμα ακόμη και στα όσα γράφηκαν και ακούστηκαν μετά την πρόσφατη εν ψυχρώ εκτέλεση δικηγόρου και στελέχους της ΝΔ στο κέντρο της Αθήνας.
Η εικόνα που δημιουργείται συστηματικά στα μάτια της κοινωνίας –από τους πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης, τα ΜΜΕ και τους αναλυτές της– είναι γνωστή και συχνά έχει αποδειχθεί αποτελεσματική, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας. Σύμφωνα με αυτήν, υπάρχει ένα «συνεχές» της εγκληματικότητας, το οποίο εκτείνεται από τους ποινικούς μέχρι τους «μπαχαλάκηδες», από τους πληρωμένους εκτελεστές μέχρι τους αντιφασίστες διαδηλωτές, από τη Χρυσή Αυγή μέχρι τον Ρουβίκωνα, από τους «επίορκους» του Δημοσίου μέχρι το κίνημα που ματαιώνει τους πλειστηριασμούς, από τους πιστολέρο της Κρήτης μέχρι τους αγωνιστές των Σκουριών και του Ελληνικού, από τους πληρωμένους χούλιγκαν των ΠΑΕ μέχρι τους φοιτητές που κάνουν κατάληψη στις σχολές τους.
Όλοι αυτοί εμφανίζονται να αμφισβητούν την έννομη τάξη, υπονομεύοντας την ασφάλεια του μέσου πολίτη, στον οποίο τα «κέντρα» διαμηνύουν ότι εκτός από τα οικονομικά και προσωπικά του προβλήματα, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος και με τα πάσης φύσης άκρα, που απειλούν να γκρεμίσουν και τα τελευταίο ίχνη συνοχής της κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό, πότε υπογείως και συγκαλυμμένα και πότε ολοφάνερα και χωρίς κανένα πρόσχημα, οδηγούν εκβιαστικά τη συλλογική συνείδηση προς την αυτοματοποιημένη ταύτιση όλων των παραπάνω με την έννοια της τρομοκρατίας, χωρίς δεύτερη σκέψη περί των κινήτρων ή των στόχων τους. Ως φυσική συνέπεια δε, όχι απλώς γίνεται αποδεκτή αλλά καθίσταται αναγκαία και η ενιαία και χωρίς διακρίσεις αντιμετώπισή τους με τους γνωστούς τρομονόμους.
Προφανώς, οι ευθύνες της κυβέρνησης σε όλα αυτά είναι τεράστιες. Και δεν προκύπτουν μόνο ή απλώς από το ότι δεν έκανε τίποτα για να καθαρίσει ή έστω να περιορίσει τους διάφορους ακροδεξιούς πυρήνες σε στρατό και αστυνομία, από την συνεχιζόμενη άγρια καταστολή των ΜΑΤ σε βάρος απεργών και διαδηλωτών, από τις προκλητικές καθυστερήσεις στη δίκη της Χρυσής Αυγής ή από τη σπίλωση αγωνιστών στην οποία επιδόνται πλέον στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Έχουν να κάνουν, κυρίως, με το γεγονός ότι έχει περάσει ολοκληρωτικά στην απέναντι πλευρά, υπηρετώντας τα ίδια συμφέροντα με εκείνα που εκπροσωπούσε παραδοσιακά και προνομιακά η ΝΔ. Και γι’ αυτό, επιδιώκει να επιβάλει την ίδια ακριβώς ασφάλεια με αυτή που επικαλείται ο Μητσοτάκης, η οποία έχει και ιδεολογία και ταξικό πρόσημο.
Εάν ίσχυε κάτι διαφορετικό, άλλωστε, η κυβέρνηση Τσίπρα θα όφειλε να στρέψει τον κρατικό μηχανισμό εναντίον εκείνων των τρομοκρατών που επιφυλάσσουν στον κόσμο της δουλειάς μια «ανάπτυξη» με μαζική ανεργία και απλήρωτη ή κακοπληρωμένη εργασία, που επιβάλλουν υπερεντατικοποίηση προκαλώντας αλλεπάλληλα και θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα, που καταστρέφουν το περιβάλλον στον βωμό του κέρδους, που θυσιάζουν τη δημόσια υγεία και παιδεία στα ιδιωτικά συμφέροντα, που ξεπουλούν την περιουσία του λαού στους μεγαλοεπενδυτές-κοράκια, που φυλακίζουν τους πρόσφυγες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, που έχουν μετατρέψει τη βουλή, τις τράπεζες και τα ΜΜΕ σε κολαστήρια διαπλοκής και οργίων του οικονομικού και πολιτικού συστήματος εξουσίας.
Όλοι γνωρίζουμε, όμως, ότι δεν το κάνει και ούτε πρόκειται να το κάνει. Αντιθέτως, όσο πάει θα ευθυγραμμίζεται με τη ΝΔ. Και αυτό θα γίνει ακόμη πιο γρήγορα και αποτελεσματικά για το σύστημα όσο κάποιοι επιμένουν (για να μείνουμε στην εκδοχή των καλών προθέσεων…) ότι οι επικοινωνιακές επιδείξεις, που βασίζονται στη δύναμη της κάμερας, τη φλόγα μιας μολότοφ και την ορμή μιας βαριοπούλας, είναι προτιμότερες από την οργάνωση μιας επιτυχημένης απεργίας από τους ίδιους τους εργάτες, με τελικό στόχο τον γενικό πολιτικό ξεσηκωμό για την ανατροπή του βάρβαρου συστήματος και των κυβερνήσεών του.