του Γιάννη Ελαφρού
Μπορεί να ανατραπεί η σύγχρονη βαρβαρότητα; Μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς ή είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μέσα στη φτώχεια και την άγρια εκμετάλλευση, την απειλή γενίκευσης της φρίκης του πολέμου, υπό το ζυγό της νέας απολυταρχίας του κεφαλαίου; Κι αν μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς, πώς και ποιος θα το κάνει;». Με αυτό το ερώτημα, που απασχολεί ευρύτερα εργατικά, λαϊκά και νεολαιίστικα στρώματα, έρχεται να αναμετρηθεί το 4ο συνέδριο του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, που θα διεξαχθεί στην Αθήνα στις 1-3 Δεκέμβρη, επιχειρώντας μια ανατρεπτική επαναστατική απάντηση στο κυρίαρχο σήμερα αστικό «Δεν υπάρχει εναλλακτική» (το περίφημο θατσερικό ΤΙΝΑ). Μέσα από μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, αναζητά το δρόμο για να υψωθεί ξανά την κόκκινη σημαία μιας νέας κομμουνιστικής ελπίδας στον 21ο αιώνα, για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της φτώχειας, των μνημονίων, της ΕΕ, του πολέμου και της τυραννίας του κεφαλαίου. Δεν το κάνουμε αψήφιστα, με την υποτιθέμενη υπερφίαλη ευκολία του «αριστερισμού». Λαμβάνουμε υπόψη τέσσερις παράγοντες:
Πρώτο, το ότι διεθνώς το καπιταλιστικό σύστημα, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να υπερβεί σταθερά και δυναμικά την βαθιά δομική του κρίση, μπαίνει σε μια νέα φάση επικίνδυνης υπεραντιδραστικής κλιμάκωσης της αντεργατικής, πολεμικής και ολοκληρωτικής εκστρατείας του κεφαλαίου (που σηματοδοτείται από την εκλογή Τραμπ). Πρόκειται για μια υπεραντιδραστική στροφή σε τέσσερα επίπεδα: α) Πρώτα από όλα στο πεδίο της εμβάθυνσης της εκμετάλλευσης της εργασίας, για την μετατροπή των εργαζομένων σε σύγχρονους δούλους της ψηφιακής εποχής (αποκαλυπτικές οι αντεργατικές ρυθμίσεις που θέλει να επιβάλλει ο Μακρόν με διατάγματα στη Γαλλία, στην ίδια κατεύθυνση με όσα απαιτούν κεφάλαιο και τρόικα στην Ελλάδα). β) Στο πολιτικό σύστημα, με την εμπέδωση του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού (π.χ. καταστάσεις έκτακτης ανάγκης Γαλλία, Τουρκία, Αμβούργο G20), με ακραία έκφραση στην Ελλάδα της άθλιας επιτροπείας, που όλα αποφασίζονται από τη σύγχρονη Ιερή Συμμαχία ΕΕ-ΔΝΤ-πολυεθνικών και ελληνικού κεφαλαίου. γ) Στις διεθνείς σχέσεις με την επικίνδυνη αναβάθμιση της γενικευμένης πολεμικής απειλής και των πολεμικών συγκρούσεων, με πολύ αποκαλυπτική την επιθετικότητα των ΗΠΑ στον Ειρηνικό (αντιπαράθεση με Βόρεια Κορέα, απειλές κατά Κίνας κλπ.). Με την έξαρση του ανταγωνισμού μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων, των αστικών κρατών και των δυνάμεων του κεφαλαίου (ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνα, Ρωσία), την κρίση και επιχείρηση αναδιάταξης της προηγούμενης μορφής καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Πολύ επικίνδυνη η κατάσταση και στην περιοχή μας, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να αναδεικνύεται σε καλό στρατιώτη ΝΑΤΟ-ΕΕ, για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. δ) στο πεδίο των ιδεών και του πολιτισμού, αναπτύσσεται ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, ο πολυποίκιλος σκοταδισμός και ο νεοφασισμός (αποκαλυπτικά και όσα γίνονται στις ΗΠΑ, όπως στο Σαρλοτσβίλ), ένας ευρύτερος αγριανθρωπισμός. Το δίλημμα καπιταλιστική βαρβαρότητα ή κομμουνιστική απελευθέρωση έρχεται με νέα ποιότητα στο προσκήνιο.
Δεύτερο, ειδικά στην Ελλάδα η μνημονιακή καπιταλιστική βαρβαρότητα και η επιτροπεία επιβάλλονται ως καθεστώς, για να γίνουν η νέα κανονικότητα. Δεν είναι μια έκτακτη εισαγόμενη «θεραπεία-σοκ», έστω αστικού αντιδραστικού τύπου, για να ξαναδουλέψει το σύστημα όπως παλιά, αλλά μια γιγαντιαία καπιταλιστική ανασυγκρότηση, που εντάσσει τον ελληνικό καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό στην καρδιά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας. Τα μνημόνια ήρθαν για να μείνουν. Γι’ αυτό για να είναι πραγματικά αποτελεσματική και νικηφόρα η πάλη κατά των μνημονίων πρέπει να είναι αντιΕΕ και αντικαπιταλιστική. Ταυτόχρονα πρέπει να είναι βαθιά αντικυβερνητική, καθώς «η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποτελεί κυβέρνηση αστική, προώθησης, κλιμάκωσης, εμπέδωσης και ιδιότυπης-επικίνδυνης δικαιολόγησης των αντιδραστικών αντεργατικών αναδιαρθρώσεων (μνημονιακών και άλλων)».
Τρίτο, διαμορφώνονται νέες εκρηκτικές κοινωνικές δυνατότητες για τη χειραφέτηση της εργασίας, οι οποίες έστω και εμβρυακά και με παλινδρομήσεις τροφοδοτούν την κινητικότητα και τις αναζητήσεις ευρύτερων στρωμάτων διεθνώς, οι οποίες λόγω της ιστορικής αδυναμίας του επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος εγκλωβίζονται εντός του κυρίαρχου πολυποίκιλου ρεφορμισμού. Το κεφάλαιο για να αποτρέψει άμεσα και μακροπρόθεσμα την επαναστατική δυνατότητα επιτίθεται με στρατηγική στόχευση στον κομμουνισμό (βλέπε συνέδριο στο Ταλίν και γενικότερη αντιπαράθεση). Η αντικομμουνιστική υστερία των αστικών δυνάμεων φωτίζει με το δικό της τρόπο τον ιδιαίτερα κρίσιμο χαρακτήρα της συγκρότησης της αναγκαίας στρατηγικής κομμουνιστικής εναλλακτικής στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αντίθετα με μια Αριστερά που πάσχει από αθεράπευτη πολιτική μυωπία, καταργώντας τη στρατηγική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης και το στόχο ανατροπής του καπιταλισμού και μετατρέποντας την επαναστατική τακτική σε τακτικισμό και πολιτικαντισμό.
Τέταρτο, παρά την ήττα του λαϊκού στρατοπέδου στον πρώτο γύρο της ταξικής αναμέτρησης ενάντια στη μεγάλη καπιταλιστική ανασυγκρότηση και το διάχυτο κλίμα απογοήτευσης και υποχώρησης, υπάρχει αξιόλογο πρωτοπόρο δυναμικό που αναζητά τις βαθύτερες αιτίες που ευνούχισαν το λαϊκό κίνημα και οδήγησαν στην κυριαρχία και στην πλήρη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι Θέσεις της ΠΕ για το 4ο συνέδριο στέκονται αισιόδοξα: Μπορούμε να τους ανατρέψουμε, τονίζουν, αλλά όχι με μια από τα ίδια. Χρειάζεται μια βαθιά τομή, με πρώτο όρο την «αποσυριζοποίηση» της Αριστεράς. Βαθιά ρήξη με τις λογικές όπως «μπορούμε και μέσα στο ευρώ και την ΕΕ», διαταξική αντιμνημονιακή ενότητα «ενάντια στους ξένους και τους διεφθαρμένους», «πρώτα παραγωγική ανασυγκρότηση και μετά να φάει ψωμί ο κόσμος», «ψηφίστε για αριστερή κυβέρνηση να μας βγάλει από τα μνημόνια», αλλά κι ευρύτερα εκλογικά μέτωπα σωτηρίας, με το κίνημα και τον λαό στον καναπέ. Απαιτείται διαζύγιο με αυτές τις λογικές και όχι αναπαραγωγή τους, έστω και με αριστερό λίφτινγκ, όπως κάνει η ΛΑΕ. Απαιτείται υπέρβαση της αδιέξοδης λογικής του ΚΚΕ, που αρνείται ένα κίνημα και μέτωπο αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Απαιτείται αυτοκριτική προσέγγιση της δράσης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ και οι Θέσεις ανοίγουν τη συζήτηση.
Οι Θέσεις για το 4ο Συνέδριο θέτουν ως στόχο κρίκο τη συγκρότηση σε ανώτερο επίπεδο της ευρύτερης σήμερα πρωτοπορίας, σε όλα τα επίπεδα (κόμμα, μέτωπο, κίνημα) και πρώτα και κύρια στο στρατηγικό πεδίο, ενός σύγχρονου προγράμματος και κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Ιεραρχούν στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της κομμουνιστικής συγκρότησης γιατί θεωρούν ως κρίσιμη αδυναμία –όλο το προηγούμενο διάστημα- το έλλειμμα συνολικής στρατηγικής απάντησης στον καπιταλισμό της κρίσης και της καταστρεπτικής ανάπτυξης. Με την ύπαρξη ενός κομμουνιστικού GPS η αντικαπιταλιστική τακτική νοηματοδοτείται βαθιά, αποκτά προσανατολισμό και προοπτική.
Αυτή την τακτική υπηρετούν το Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο και ο πολιτικός πόλος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, με βήμα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και επιδίωξη συνεργασίας και συσπείρωσης και άλλων αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών και αντιΕΕ δυνάμεων.
Στο παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα το συνέδριο είχε τελειώσει με την εξαγγελία του. Στα αστικά κόμματα το συνέδριο είναι το φόντο, με τους συνέδρους-γλάστρες, για να λάμψει ο αρχηγός στα τηλεοπτικά πλάνα. Το συνέδριο του ΝΑΡ, στη δική μας μαχόμενη και σύγχρονα κομμουνιστική Αριστερά, τα συνέδρια είναι μια πορεία για να σηκωθούμε όλοι ψηλότερα. Σε αυτό το δρόμο προχωράμε.