Ξανά στην επικαιρότητα έχει έρθει το Σχέδιο Μάρσαλ, εβδομήντα χρόνια μετά την εξαγγελία του. Αλλά για να χρησιμοποιήσουμε το γνωστό απόφθεγμα του Μαρξ …αυτή τη φορά ως φάρσα. Ωστόσο, η βάση του δούναι και λαβείν το 1947 γύρω από το συγκεκριμένο σχέδιο και το «δίδυμο» Δόγμα Τρούμαν, είναι αποκαλυπτική για τα όσα συμβαίνουν σήμερα, τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο.
του Γιώργου Μιχαηλίδη
Ως ένα «νέο Σχέδιο Μάρσαλ» χαρακτήρισε τη συμφωνία της 15ης Ιουνίου στο Eurogroup ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Μάρδας, ενώ είχαν προηγηθεί δηλώσεις του υπουργού Άμυνας, Πάνου Καμμένου, σύμφωνα με τις οποίες μόνο οι ΗΠΑ και ένα «νέο Σχέδιο Μάρσαλ» θα μπορούσαν να μας σώσουν. Από την πλευρά του, το Ινστιτούτο Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής» πραγματοποίησε την περασμένη Δευτέρα συζήτηση με θέμα: «Οι προκλήσεις της ανασυγκρότησης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: 70 χρόνια από το Σχέδιο Μάρσαλ» με ομιλητές τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον –εξ Ουκρανίας προερχόμενο– πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ.
Η ρητορική αυτή δεν είναι καινούρια αλλά επανέρχεται σταθερά στο δημόσιο λόγο από χείλη αστών πολιτικών και δημοσιογράφων από το 2012 και μετά. Στην περίπτωση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, η διαδρομή από την ευτελή επίκληση του «νέου ΕΑΜ» –ως οχήματος που θα μας ξαναέσωζε από την πείνα και τη σκλαβιά του 21ου αιώνα– στη γραφική αναζήτηση ενός νέου Σχεδίου Μάρσαλ που θα στηρίξει την ελληνική αστική τάξη και θα μπετονάρει τον προσανατολισμό της προς τους παραδοσιακούς της διεθνείς συμμάχους είναι δηλωτική τόσο του οπορτουνισμού του συγκεκριμένου χώρου όσο και της αστικοποίησης κι ενσωμάτωσής του από το κεφάλαιο, ως πυλώνα της αστικής πολιτικής.
Σημαίνει όμως κάτι σήμερα η διαρκής επίκληση του Σχεδίου Μάρσαλ από το ελληνικό και ευρωπαϊκό πολιτικό προσωπικό ή πρόκειται απλώς για γραφικότητες που δεν αξίζουν την προσοχή μας;
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το Σχέδιο Μάρσαλ (μαζί με το Δόγμα Τρούμαν, για την Ελλάδα και την Τουρκία) αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της αμερικάνικης πολιτικής παρέμβασης στο μεταπολεμικό γίγνεσθαι. Οι κατεστραμμένες ευρωπαϊκές οικονομίες την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπενθύμιζαν στις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις και τις κρατικές τους εξουσίες ότι το τέλος των μαχών δεν σήμαινε και το τέλος της κρίσης. Απεναντίας, παρά την επιθυμία των λαών για ειρήνη, υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι σε αρκετές χώρες της Ευρώπης το κοινωνικό ζήτημα θα έμπαινε στην ημερήσια διάταξη με όρους που ενδεχομένως να οδηγούσαν σε νέες ρήξεις.
Η ύπαρξη της ΕΣΣΔ, με αυξημένο κύρος στους λαούς της Ευρώπης μετά την αντιφασιστική νίκη, όπως και η ενδυνάμωση των κομμουνιστικών κομμάτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η «εκπαίδευση» εκατομμυρίων προλετάριων στο μεγάλο σχολείο της αντιφασιστικής αντίστασης, αποτελούσαν έναν πραγματικό πονοκέφαλο για τα αστικά επιτελεία, που γνώριζαν ότι οι συμμαχίες του πολέμου δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ. Έτσι, μοναδική λύση για τα συγκεκριμένα κέντρα ήταν η αποφασιστική οικονομική και στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η απόφαση αυτή δεν θα ήταν χωρίς κόστος για τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, οι οποίες θα έπρεπε οριστικά να δεχτούν τον ιστορικό ρόλο του δευτερεύοντα παίκτη και να εκχωρήσουν την ηγεμονία του καπιταλιστικού κόσμου. Οι ΗΠΑ θα προσέφεραν οικονομική βοήθεια με σκληρούς όρους στα ευρωπαϊκά κράτη, για να αποφευχθεί η κατάρρευση της αστικής εξουσίας στη δυτική Ευρώπη και να ανασχεθεί η σοβιετική επιρροή. Απαραίτητη προϋπόθεση της βοήθειας αποτελούσαν τα πρώτα βήματα ευρωπαϊκής ενοποίησης και ο σχηματισμός ενός ενιαίου δυτικοευρωπαϊκού καπιταλιστικού κέντρου, καθώς θεωρήθηκε πως τα κατακερματισμένα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν το υπό διαμόρφωση «σοσιαλιστικό μπλοκ». Δεν είναι τυχαίο ότι το 1947 αποτελεί τη χρονιά που κλονίζεται ανεπανόρθωτα η συμμαχία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ΕΣΣΔ, αν και αρχικά ταλαντεύεται σχετικά με τη στάση της απέναντι στην πρόσκληση των ΗΠΑ προς τους Ευρωπαίους σε διάσκεψη με θέμα την αμερικάνικη βοήθεια, αποφασίζει τελικά την πλήρη απόρριψη της βοήθειας και δίνει «γραμμή αποχής» στις ευρωπαϊκές χώρες υπό την επιρροή της. Κι αυτό καθώς κρίνει –όχι αδίκως– ότι το Σχέδιο Μάρσαλ αποτελεί την κορύφωση του αμερικάνικου οικονομικού επεκτατισμού με αντισοβιετικό, αντικομμουνιστικό προσανατολισμό.
Εκτός των άλλων οι ΗΠΑ, η μόνη χώρα με σταθερή κι εύρωστη οικονομία μετά το τέλος του Πολέμου, προσπαθούν να θέλξουν τις φτωχές βαλκανικές κι ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες που έχουν μεγάλη ανάγκη κεφάλαια ανασυγκρότησης των οικονομιών τους. Δυο χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, τα πράγματα ήταν ακόμα πολύ ρευστά και καμία εξουσία δεν ένιωθε αρκετά σίγουρη για το μέλλον. Αν κάτι τέτοιο γινόταν κατορθωτό, θα οδηγούσε σε διάσπαση το υπό διαμόρφωση «σοσιαλιστικό μπλοκ» και μια νέα ευρωπαϊκή ισορροπία. Άλλωστε, η πίεση στο εσωτερικό των λαϊκών δημοκρατιών δεν ήταν αμελητέα και τα αστικά επιτελεία και τα κόμματα που τα εκπροσωπούσαν θεώρησαν το Σχέδιο Μάρσαλ ως ευκαιρία για την οικοδόμηση αντιπολιτευτικού μπλοκ, ενώ ταυτόχρονα δραστηριοποιήθηκαν τα πιο μετριοπαθή και ρεφορμιστικά στοιχεία μέσα στα ΚΚ.
Ταυτόχρονα, η έναρξη της περιόδου Μάρσαλ σήμανε και τη λήξη των πειραμάτων συγκυβέρνησης αστών και κομμουνιστών σε χώρες-κλειδιά της Δύσης. Έτσι, στα μέσα του ’47 τα ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας αποπέμπονται με συνοπτικές διαδικασίες από τις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας που είχαν σχηματιστεί μετά τη λήξη του Πολέμου. Οι αστικές τάξεις των συγκεκριμένων κρατών, με νέα αυτοπεποίθηση λόγω της αμερικανικής εμπλοκής, υλοποιούν τις αμερικάνικες εντολές για καθαρές αστικές κυβερνήσεις που θα μπορέσουν να φέρουν απρόσκοπτα εις πέρας την αντικομμουνιστική ανασυγκρότηση της δυτικής Ευρώπης και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για απορρόφηση των αμερικανικών προϊόντων.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο δυτικο-ευρωπαϊκός χώρος αποτελούσε μοναδική διέξοδο για την πώληση των αμερικανικών προϊόντων κατά την πρώτη μεταπολεμική εποχή. Η στήριξη των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων με αμερικάνικα κεφάλαια πραγματοποιήθηκε με αυτή ακριβώς την οικονομική προοπτική. Τη διασφάλιση της διεξόδου των αμερικάνικων κεφαλαίων σε σίγουρες αγορές, ικανές να τα απορροφήσουν. Οι ίδιοι οι Αμερικάνοι θα παραδεχτούν αργότερα ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της οικονομικής βοήθειας προς την Ευρώπη επέστρεφε στις ΗΠΑ, από όπου η Ευρώπη εισήγαγε αγαθά κι υπηρεσίες.
Πώς οι ΗΠΑ «έδεσαν» την ελληνική αστική τάξη
Αυτή η πραγματικότητα έχει ως αντίκτυπο τη σκλήρυνση της στάσης της ΕΣΣΔ απέναντι στους πρώην συμμάχους της και την επιτάχυνση της «κομμουνιστικοποίησης» των νεαρών λαϊκών δημοκρατιών, με εξάλειψη της αστικής αντιπολίτευσης. Η θεωρία για τη διαίρεση του κόσμου σε δύο αντιμαχόμενα μπλοκ, ένα αντιδημοκρατικό-ιμπεριαλιστικό κι ένα δημοκρατικό-φιλειρηνικό κι η ίδρυση της Κομινφόρμ ως συντονιστικού/καθοδηγητικού κέντρου των σημαντικότερων ευρωπαϊκών ΚΚ, είναι εν πολλοίς η απάντηση στην αμερικάνικη επιθετικότητα.
Στα Βαλκάνια, ο φόβος των νεαρών λαϊκών δημοκρατιών για άμεση αμερικανική επέμβαση στα εσωτερικά τους ζητήματα οδηγεί στην επανέναρξη των συνομιλιών περί μιας νοτιοσλαβικής-βαλκανικής ομοσπονδίας.
Στην Ελλάδα, που η νέα στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στο μπλοκ της Αντίστασης και το αντικομμουνιστικό αστικό μπλοκ κλιμακώνεται, το Σχέδιο Μάρσαλ και το δόγμα Τρούμαν έρχονται ως μάννα εξ ουρανού για την ελληνική αστική τάξη και σηματοδοτούν το πέρασμα στον ολοκληρωτικό πόλεμο μεταξύ των δύο πλευρών. Η οικονομική και στρατιωτική αμερικάνικη επέμβαση γίνεται με ένα και μόνο γνώμονα. Την οριστική κι ολοκληρωτική συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού.
Η συμφωνία του Ιούνη του ‘47 θεσμοθετεί το καθεστώς εξάρτησης, προβλέποντας αμερικάνικο έλεγχο επί της νομισματικής/δημοσιονομικής πολιτικής και του εξωτερικού εμπορίου και δυνατότητα βέτο επί του συνόλου της οικονομικής πολιτικής της χώρας. Ας σημειωθεί ότι η οικονομική βοήθεια –παρά τους εκατοντάδες αμερικανούς τεχνοκράτες που παίζουν ρόλο σκιώδους κυβέρνησης– ελάχιστα χρησιμοποιείται για την οικονομική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας και την ουσιαστική ανοικοδόμηση. Η πλειοψηφία των εισροών (περίπου 2 δισ. δολάρια) καταχράται μεταξύ της νέας ολιγαρχίας που αναδύεται από τον πόλεμο και η οποία ελάχιστα ενδιαφέρεται να επενδύσει σε παραγωγικούς τομείς. Εξάλλου το 40% περίπου της βοήθειας καταλήγει σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς από τους χορηγούς της βοήθειας…
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, η ελληνική αστική τάξη πουλάει αντικομμουνισμό και παζαρεύει δάνεια και χορηγίες συντηρώντας κι εναλλάσσοντας στην εξουσία ένα απόλυτα ελεγχόμενο από την ίδια πολιτικό προσωπικό. Η αδιαμφισβήτητη παρέμβαση του ξένου παράγοντα δεν σημαίνει ότι οι παράγοντες της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα χάνουν τη δυνατότητά τους να καθορίζουν τις κυβερνητικές και οικονομικές πολιτικές. Γι’ αυτό και οι διακηρυγμένοι στόχοι απορρόφησης κονδυλίων σε συγκεκριμένους τομείς ή οι μακροπρόθεσμοι στόχοι για δημιουργία μιας «αυτοσυντήρητης οικονομίας» –όπως προέβλεπε η έκθεση Πόρτερ–-αποτυγχάνουν κι η βοήθεια χρησιμοποιείται κυρίως για την τόνωση της κατανάλωσης.
Ένας και μοναδικός στόχος εκπληρώνεται: η στρατιωτική συντριβή της «κομμουνιστικής ανταρσίας» και η σχετική σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας στη χώρα και η μετατροπή της χώρας σε αντιδραστικό προγεφύρωμα στα Βαλκάνια και τη ΝΑ Μεσόγειο.
Ας ξαναγυρίσουμε, τώρα, στο παρόν: Αν αυτή ήταν η βάση του δούναι και λαβείν γύρω από το Σχέδιο Μάρσαλ το 1947, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί: Τι ακριβώς παζαρεύει η ελληνική αστική τάξη και το πολλαπλών αποχρώσεων πολιτικό της προσωπικό σήμερα;