του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα θα συνεχίσουν να βρίσκονται ανάμεσα στις «συμπληγάδες» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να είναι ο εντολοδόχος-διαχειριστής των επιλογών τους που θα γίνονται όλοένα και πιο ακραίες.
Αυτή την πραγματικότητα απεικονίζει –με κυνικό μάλιστα τρόπο– η δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που συνιστά καταρχάς συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση. Αν και το ταμείο δεν ξεκαθαρίζει τη θέση του για την μελλοντική εμπλοκή του ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα, ωστόσο αποσαφηνίζει πως οποιαδήποτε εξέλιξη περνά μέσα από την παγίωση και επέκταση των αντιλαϊκών πολιτικών με έμφαση στην περαιτέρω μείωση του εργατικού κόστους. Τα περί πιστοληπτικής γραμμής στήριξης 1,6 δισ. ευρώ είναι προφανώς δευτερεύουσας σημασίας, ενώ το ΔΝΤ φρόντισε να ξεκαθαρίσει ότι όλα τα προβλεπόμενα μέτρα της συμφωνίας του Eurogroup της 15ης Ιουνίου θα εφαρμοστούν το 2019 χωρίς τα πολυθρύλητα «αντίμετρα» που …πάνε γι’ αργότερα.
Η εξέλιξη αυτή ξεμπροστιάζει όλη την κυβερνητική «φιλολογία» περί «έτους ανάπτυξης» έως το επόμενο καλοκαίρι που λήγει το ελληνικό πρόγραμμα, καθώς και το παραμύθι περί εξόδου στις αγορές ως στοιχείο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για μια επικοινωνιακή τακτική που ξεκίνησε αμέσως μετά την συμφωνία. Η έκθεση του ΔΝΤ αποδίδει εύσημα στους κυβερνώντες για τις πολιτικές μείωσης των συντάξεων, νέων φορολογικών επιβαρύνσεων και περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων. Όπως χαρακτηριστικά άλλωστε επισήμανε η Κριστίν Λαγκάρντ, «τα πρόσφατα νομοθετημένα μέτρα για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης εισοδήματος και για τη μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών δαπανών έχουν αποφασιστική σημασία για την επανεξισορρόπηση του προϋπολογισμού προς πολιτικές φιλικές προς την ανάπτυξη. Μεσοπρόθεσμα, θα συμβάλουν στην επίτευξη ενός φιλόδοξου πρωτογενούς πλεονάσματος, ύψους 3,5% του ΑΕΠ». Φυσικά η Κ. Λαγκάρντ επανέφερε στο «τραπέζι» το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους λέγοντας ότι «ο στόχος αυτός θα πρέπει να περιοριστεί σε ένα πιο βιώσιμο επίπεδο του 1,5% του ΑΕΠ το συντομότερο δυνατό, να δημιουργηθεί χώρος για δημοσιονομικούς περιορισμούς για καλύτερη στόχευση της κοινωνικής βοήθειας, τόνωση των δημόσιων επενδύσεων και μείωση των φορολογικών συντελεστών για τη στήριξη της ανάπτυξης». Το ΔΝΤ δεν ζητάει μικρότερες θυσίες από τα λαϊκά στρώματα αλλά μεγαλύτερο βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης μέσω θεσμοθετημένων μέτρων για την αγορά εργασίας και το συνταξιοδοτικό σύστημα. Αυτά τα στοιχεία θα οδηγήσουν τηχώρα σε έναν «παράδεισο» για τους επενδυτές χωρίς δημοσιονομικούς κινδύνους. Η επικεφαλής του ταμείου άλλωστε ήταν ξεκάθαρη και ως πρός αυτό αφού επισήμανε: «παρά την πρόοδο στο μέτωπο των δομικών μεταρρυθμίσεων, βασική πρόκληση για την Ελλάδα παραμένει η απελευθέρωση από τους περιορισμούς που επιβαρύνουν το επενδυτικό κλίμα». Έτσι η Κριστίν Λαγκάρντ δηλώνει πως «οι αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους να αντιστρέψουν μεταρρυθμίσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μετά το τέλος του προγράμματος,και αντ’ αυτού, να επικεντρωθούν στο να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για να ανοίξουν κλειστές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών». Η εντολή είναι ξεκάθαρη: Διατήρηση της εργασιακής ζούγκλας και ούτε σκέψη για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων που –ούτως ή άλλως– απλά θα παγίωναν τη μείωση των αποδοχών που έχουν υποστεί οι μισθωτοί την τελευταία 8ετία.
Οι πρώτες αντιδράσεις από την πλευρά της Ευρώπης (ΕΕ-ESM-EKT) καταδεικνύουν μεν τις γνωστές «αντιπαλότητες» σχετικά με το θέμα του χρέους. όμως αποσαφηνίζουν και τη βάση επί της οποίας υπάρχουν αυτές οι διαφωνίες: Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών εξαρτάται από «την πιστή υλοποίηση του προγράμματος», θα πει ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι σε δηλώσεις του την περασμένη Πέμπτη, «καθαρίζοντας» το τοπίο.
Τα δημοσιονομικά πλεονάσματα θα είναι καθεστώς — όπως άλλωστε συμφωνήθηκε και στο Γιούρογκρουπ του Ιουνίου. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο των διεθνών δεσμεύσεων που πρόθυμα αναλαμβάνει, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕλ καλείται να διαχειριστεί τα «ταβάνια» του χρέους που θέτει το ΔΝΤ υπολογίζοντας με βάση τις δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης και όχι της γενικής κυβέρνησης περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τα δημοσιονομικά δεδομένα. Δηλαδή καλείται από τη μία πλευρά να διατηρήσει τις φορομπηχτικές πολιτικές και τα υψηλά πλεονάσματα και από την άλλη να βαθύνει τις αντεργατικές «μεταρυθμίσεις». Μέσα σε αυτό το κλίμα ουσιαστικά οδηγείται στο να κάνει και τα δύο, φέρνοντας ένα ακόμη μνημόνιο.