Ιμπεριαλιστές και πολυεθνικές λύνουν βίαια τις διαφορές τους στην περιοχή
του Γιώργου Παυλόπουλου
Ο νέος γύρος αντιπαράθεσης γύρω από την Κύπρο και ο υπαρκτός κίνδυνος ενός «θερμού επεισοδίου» στην περιοχή, με την εμπλοκή Ελλάδας και Τουρκίας (και όχι μόνο…), συμπίπτει με τη συμπλήρωση 43 χρόνων από το πραξικόπημα της χούντας κατά του τότε προέδρου Μακαρίου. Ήταν μια επιχείρηση που εκδηλώθηκε στις 15 Ιουλίου και έδωσε την αναγκαία αφορμή για τη διπλή τουρκική στρατιωτική εισβολή, στις 20 Ιουλίου και στις 14 Αυγούστου, που σφραγίστηκε από κάπου 6.000 νεκρούς και 1.500 αγνοούμενους, καθώς και από σχεδόν 250.000 πρόσφυγες — δηλαδή, πάνω από το 40% των συνολικών κατοίκων του νησιού. Από αυτούς, οι 150-200.000 ήταν Ελληνοκύπριοι που έφυγαν υπό την απειλή των όπλων του Αττίλα και οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι μετακινήθηκαν υποχρεωτικά στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα και προστέθηκαν στους περίπου 25.000 ομοεθνείς τους που είχαν μετακινηθεί βίαια κατά τις «εθνικές εκκαθαρίσεις» του 1963-64.
Το καλοκαίρι του 1974 έχει καταγραφεί, λοιπόν, με δραματικό τρόπο, ως ο δεύτερος σημαντικός σταθμός στην ιστορία της Κύπρου, μαζί με την ανεξαρτητοποίησή της από τους Βρετανούς, με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου το 1959. Συμφωνίες οι οποίες θέσπισαν το απαράδεκτο καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων, αποτυπώνοντας τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις (τηρουμένων των αναλογιών, πάντοτε…) Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας.
Όμως το πρόβλημα δεν λύθηκε ούτε το 1959 στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ούτε στις συγκρούσεις του 1963, ούτε με τον πόλεμο του 1974 — ούτε, βεβαίως, το 2004, με το περιβόητο «Σχέδιο Ανάν». Σήμερα ειδικά, τα όσα συμβαίνουν στην υπόθεση του Κυπριακού δεν επιτρέπουν αυταπάτες. Τα αλλεπάλληλα ναυάγια των διαπραγματεύσεων, η αντιπαράθεση για τις ΑΟΖ και τα «οικόπεδα», καθώς και η συγκέντρωση μιας τεράστιας πολυεθνικής δύναμης πυρός στη γύρω περιοχή, αποδεικνύουν ότι οι αντιθέσεις παραμένουν οξύτατες και έχουν βαθιές ρίζες, ενώ ένας κοινά αποδεκτός συμβιβασμός μοιάζει εξαιρετικά δύσκολος. Οφείλουμε να παραδεχτούμε, μάλιστα, ότι αυτή τη φορά η κρίση στο Κυπριακό έχει πρωτίστως διεθνή και δευτερευόντως διμερή ή, έστω, περιφερειακή διάσταση. Διότι αν στο παρελθόν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και οι σχηματισμοί τους (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία, ΕΟΚ-ΕΕ και ΝΑΤΟ) ενδιαφέρονταν πρωτίστως να μην τους προκύψει ένα αχρείαστο και επικίνδυνο μέτωπο με ευθύνη δύο πιστών συμμάχων τους –που ήταν έτοιμοι να πάρουν τα όπλα για τις δικές τους αντιθέσεις, αδιαφορώντας για το «μεγάλο κάδρο»– σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει.
Όπως δείχνουν οι πόλεμοι σε Συρία, Ιράκ και Υεμένη, αλλά και η διελκυστίνδα στο Κατάρ, η ευρύτερη περιοχή έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο βίαιης γεωπολιτικής και στρατιωτικής αντιπαράθεσης, με την προσθήκη Ρωσίας, Ισραήλ, Ιράν και Σ. Αραβίας. Η Τουρκία διεκδικεί ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης και σημαντικό μερίδιο στη μοιρασιά, ποντάροντας στην ισχύ και τη στρατηγική της θέση. Και το σκηνικό περιπλέκεται περαιτέρω μετά την ανακάλυψη σημαντικών ποσοτήτων φυσικού αερίου στη «λεκάνη» της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Αυτή η τελευταία παράμετρος μοιάζει να είναι η καθοριστική στις πρόσφατες εξελίξεις. Τα κέρδη που «μυρίζονται» οι δυτικές πολυεθνικές (Ιταλοί, Γάλλοι και Αμερικανοί), σε συνδυασμό με την ευκαιρία για μερική απεξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές εισαγωγές, προσδίδουν τεράστια σημασία στην ταχεία και ασφαλή εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Γι’ αυτό, εκτός των άλλων, απαιτήθηκε η επαναπροσέγγιση Ισραήλ και Τουρκίας αλλά και ο σχεδιασμός ενός υποθαλάσσιου αγωγού που θα μεταφέρει ισραηλινό αέριο σε τουρκικό έδαφος και από εκεί στην Ευρώπη — εάν δε κατασκευαστεί, είναι βέβαιο ότι θα επιβληθεί η μεταφορά μέσω αυτού και του αερίου που θα αντλήσει (όταν αντλήσει) η Κύπρος.
Τα παραπάνω εξηγούν γιατί πιέζουν οι ισχυροί— ώστε να βρεθεί μια λύση στο Κυπριακό και γιατί στέλνουν εδώ τις φρεγάτες και τα αεροπλανοφόρα τους – και όχι για να υπερασπίσουν τις «δίκαιες θέσεις» Αθήνας και Λευκωσίας. Βεβαίως, είναι προφανές ότι η Ελλάδα επιχειρεί να παίξει το «χαρτί» των ΗΠΑ, με τις οποίες η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου αναπτύσσει ολοένα πιο στενές σχέσεις — με αντάλλαγμα, μέχρι στιγμής, μια «φιλική» δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα τεκταινόμενα στην κυπριακή ΑΟΖ και μια πρόσκληση για επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον που συνοδευόταν από θερμά λόγια για τη βοήθεια και τον ρόλο της Ελλάδας.
Όσο για την Άγκυρα, θα επιχειρήσει μεν να αποκομίσει όσα περισσότερα οφέλη μπορεί, όμως δύσκολα θα πυροδοτήσει μια γενικότερη πολεμική περιπέτεια, καθώς αυτό θα προκαλούσε έντονη αντίδραση. Όμως, δεν αποκλείεται να προκρίνει τελικώς το σενάριο μονομερούς προσάρτησης της βόρειας Κύπρου, εάν πείσει ότι βολεύει τους πάντες. Εφόσον αυτό συμβεί, θα συνοδευτεί μεν με γκρίνια, καταδικαστικές ανακοινώσεις και κάποιες κυρώσεις, όμως τελικώς θα γίνει αποδεκτό — όπως η εισβολή του 1974, αλλά και η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία…