του Κώστα Μάρκου
(φωτογραφία plasticobilism)
Επικοινωνιακή φούσκα του πρωθυπουργού και του επιτελείου του αποτέλεσε η «έξοδος στις αγορές». Το επιτελείο του Μαξίμου επιδίωκε με την «έξοδο» να δώσει μια εικόνα εμπιστοσύνης των χρηματιστηριακών πολυεθνικών στην ελληνική οικονομία και στην πολιτική του, με στόχο να προσελκύσει επενδύσεις και ταυτόχρονα να δώσει μια πλαστή νότα αισιοδοξίας στον ελληνικό λαό. Έτσι, ο Αλ. Τσίπρας, σε συνέντευξη στον Άλφα μια ημέρα μετά την «επιστροφή», χαρακτήρισε τα αποτελέσματά της ως μια ακόμη «αρχή του τέλους», το οποίο προσδιόρισε στο 2018. Άφησε για μετά το «τέλος» κάποιες εντελώς αόριστες υποσχέσεις για κάποια βοήθεια στους «πιο αδύναμους». Πρόκειται για συνειδητό ψέμα, εφόσον ο ίδιος έχει υπογράψει μνημόνιο μέχρι το 2021.
Επί της ουσίας, η «έξοδος στις αγορές» είναι μια κίνηση που επιβαρύνει το ελληνικό δημόσιο χρέος ακόμη περισσότερο και ωφελεί μόνον τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το να βγεις για δανεικά δεν αποτελεί δα και καμιά μεγάλη επιτυχία. Το ζήτημα είναι με ποιους όρους. Χιλιάδες χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες και ιδιώτες αναγκάζονται να προσφύγουν σε τοκογλύφους οι οποίοι δανείζουν με ληστρικούς όρους και επιτόκια. Το ίδιο έγινε τώρα με την «έξοδο» Τσίπρα, το ίδιο και με την «έξοδο Σαμαρά», τον Φεβρουάριο του 2014.
Το ελληνικό δημόσιο, εδώ και χρόνια, δανείζεται από την ΕΚΤ και τον ΕΣΜ με επιτόκιο γύρω, ακόμη και κάτω από το 1%. Τα ομόλογα που πούλησε ο Τσακαλώτος κινήθηκαν πάνω από το 4%. Το ύψος της προσφοράς ήταν στα 6,5 δισ. ευρώ και αντλήθηκαν τελικά γύρω στα 3 δισ. ευρώ, πολύ κάτω από τις προσδοκίες για 4 δισ. Προς σύγκριση, η προσφορά επί Σαμαρά ήταν 20 δισ. Τα παραπάνω σημαίνουν τα εξής: Πρώτο, ο ελληνικός λαός χρεώθηκε άλλα 3 δισ. στην πλάτη του και μάλιστα με ληστρικό επιτόκιο. Για σύγκριση, με αυτά θα μπορούσαν οι μισοί περίπου άνεργοι να πάρουν επίδομα ανεργίας για ένα χρόνο. Δεύτερο, οι «αγορές» δεν έδειξαν καμιά «εμπιστοσύνη» ούτε στην ελληνική οικονομία, ούτε στην κυβέρνηση Τσίπρα. Τρίτο, όσοι αγόρασαν ελληνικά ομόλογα θα τσεπώσουν τζάμπα χρήμα. Μάλιστα, για να βεβαιωθούν ότι θα το πάρουν, τα δάνεια αυτά συνομολογήθηκαν με το αγγλικό Δίκαιο, κάτι που κατακεραύνωνε ο Τσακαλώτος το 2014. Το ποια είναι η «εμπιστοσύνη» στην ελληνική οικονομία, φαίνεται και από τη διαφορά του επιτοκίου ανάμεσα στην Ελλάδα, από τη μια, και στις Πορτογαλία και Κύπρο από την άλλη, οι οποίες δανείζονται με επιτόκιο κάτω του 2%.
Πώς είδαν οι γερμανοί επικυρίαρχοι αυτή την «έξοδο»; Η εφημερίδα των γερμανών βιομηχάνων, Χάντελσμπλατ, με βάση ανάλυση για τα αποτελέσματά της, εκτιμά ότι «η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα πολύ μακριά από μια κανονική επιστροφή στις αγορές», κι αυτό «επειδή υπάρχουν ακόμα πολλές αμφιβολίες για τη μεταρρυθμιστική βούληση της κυβέρνησης Τσίπρα». Ενώ η εφημερίδα Ντι Βελτ, που απηχεί τις απόψεις του κόμματος της Μέρκελ, αναρωτιέται εάν «η Ελλάδα μπορεί πάλι να καταπολεμήσει τα χρέη με χρέη». «Στη Γερμανία τουλάχιστον –συνεχίζει– είναι σχεδόν αδύνατο να εξηγηθεί πολιτικά ότι η Ελλάδα αρχίζει πάλι να δανείζεται από ιδιώτες πιστωτές».
Η ελληνική καπιταλιστική οικονομία συνεχίζει να είναι υπό χρεοκοπία και για αυτό παραμένει υπό την κηδεμονία και τον έλεγχο των δανειστών. Η αστική τάξη της χώρας έχει χάσει την ουσιαστική πολιτική κυριαρχία της έναντι των άλλων ιμπεριαλιστών –την κρατά μόνο επί του λαού– και για αυτό κανένας χρηματιστής δεν πρόκειται να δανείσει το ελληνικό κράτος χωρίς τοκογλυφικούς όρους.
Οι Τσίπρας και Τσακαλώτος το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά. Επέλεξαν συνειδητά να μας χρεώσουν με άλλα 3 δισ. για να κάνουν μια επικοινωνιακή επίδειξη κυριαρχίας προς τις αγορές και τους επικυρίαρχους, χωρίς κανένα αντίκρυσμα. Χρησιμοποιούν αυτή την επίδειξη ως χάντρες και καθρεφτάκια για τον ελληνικό λαό. Θεωρούν τον εαυτό τους ως καλύτερο από τον Σαμαρά, ενώ αυτό που κάνουν είναι να αντιγράφουν τα τερτίπια του.
Είναι μια ακόμη απόδειξη της πολιτικής χρεοκοπίας τους.
Τι μένει από όλα αυτά; Η υπόδειξη Μοσκοβισί, μια ημέρα μετά την «έξοδο στις αγορές»: «Συνεχίστε να κάνετε ποδήλατο»!